- «Λεωφορείον ο Πόθος» του Τενεσί Ουίλιαμς από το ΔΗΠΕΘΕ Πάτρας στο θέατρο «Ιλίσια»
- Της ΣΩΤΗΡΙΑΣ ΜΑΤΖΙΡΗ
Ελευθεροτυπία, Σάββατο 16 Απριλίου 201
Κι ενώ κοντεύουμε να ξεχάσουμε τις
αξίες του καλού ρεαλιστικού θεάτρου, έρχεται μια παράσταση του ΔΗΠΕΘΕ
Πάτρας να πραΰνει την ταλανισμένη αισθητική μας από την 30ετή επέλαση
ενός «θεάτρου σκηνοθετών» με ακαταλόγιστα σάλτα μεταμοντερνισμού, που
άλλοτε μας αποκαλύπτουν πρωτόγνωρα, συναρπαστικά ανοίγματα σε κλασικά
και σύγχρονα κείμενα κι άλλοτε μας βυθίζουν σε απόλυτη σύγχυση, πλήξη
και οργή με την αυτάρεσκη αμετροέπεια των στείρων αποδομήσεών τους.
Κάτια Γέρου και Ιωσήφ Ιωσηφίδης
Χωρίς εξεζητημένους φορμαλισμούς και διασκευαστικές ανησυχίες
(μετάφραση Ερρίκος Μπελιές), συνδυάζοντας με συνέπεια ρεαλισμό και
θεατρικότητα, η σκηνοθεσία του Βασίλη Νικολαΐδη μας επιτρέπει να
ακούσουμε τη διάσημη ιστορία της ψυχικά κλονισμένης αριστοκράτισσας του
αμερικανικού Νότου, να συλλάβουμε λεπτομέρειες,
αλληλουχίες, ημιτόνια
της συναισθηματικής συμπεριφοράς των ηρώων και τις ρωγμές ανάμεσα σε
υποκειμενικές και αντικειμενικές εμπειρίες, διαψεύδοντας όσους πιστεύουν
πως οι απλές αφηγήσεις δεν προσφέρονται για βαθύ διάλογο.
Αντιστικτικά με τις περισσότερες νεότερες μεταφορές, η παράσταση
της Πάτρας δεν υπαινίσσεται τίποτε σκοτεινό, αλλόκοτο ή απροσπέλαστο.
Ακόμα και η αυτοκαταστροφική πορεία της Μπλανς προς το νομοτελειακό
τέλος της δεν αποπνέει ζόφο, αλλά διαυγή, εκτεθειμένα, αθώα αισθήματα
συγκίνησης, που δεν συναπαντώνται πλέον συχνά στο θέατρο.
Στο νατουραλιστικό σκηνικό λαϊκού νοικοκυριού του Γιάννη
Μετζικώφ, υπό τους ήχους ενός πλανώμενου σαξοφωνίστα (Γιώργος
Μπουρδόπουλος), όλα φαντάζουν με απλό τρόπο αληθινά. Γιατί μάλλον η
αλήθεια είναι απλή. Είναι ενδιαφέρον ότι αυτός ο, τρόπον τινά,
προ-φροϋδικός πουριτανισμός δύσπεπτων καταστάσεων και τα βεβιασμένα
ηθικά κρυφτούλια ασκούν ακόμα τόσο παράξενη γοητεία 60 χρόνια μετά τη
συγγραφή τους. Τη σπουδαία διαφορά από τις συνήθεις-ασυνήθιστες
αναβιώσεις κάνει ο τρόπος που η Μπλανς της Κάτιας Γέρου αιωρείται στο
δικό της κουκούλι μέσα στη συμβατική ομήγυρη. Η Γέρου είναι η σταρ της
βραδιάς χωρίς τα καμώματα της ντίβας που εμπνέει ο ρόλος και τα οποία
τείνουν να εκτοπίζουν όλους τους υπόλοιπους χαρακτήρες. Ενα ξένο σώμα
όπως όλες οι σταρ, που ωστόσο ταιριάζει γάντι στην περίπτωση του
«Λεωφορείου», καθώς η φινετσάτη αποκαμωμένη πρώην καλλονή με το ευγενές
όνομα προσγειώνεται σαν μετεωρίτης στον ασφυκτικό, πεζό μικρόκοσμο της
αδελφής της.
Σε αυτό το ύστατο καταφύγιο η Μπλανς αναζητά θαλπωρή δίπλα στον
αγροίκο γαμπρό της (Αλέξανδρος Μπουρδούμης, που φορά τον ζωώδη
αισθησιασμό του Κοβάλκσι σαν στενό σακάκι), στην (πάντα) λίγο απρόσωπη,
έγκυο Στέλλα (Ηλέκτρα Νικολούζου), οι δυο τους σε σχέση πρωτόγονων
αγριμιών που τη μια δέρνονται, την άλλη χαϊδεύονται. Η απουσία
παρελθόντος τούς επιτρέπει να είναι ευτυχισμένοι, όπως και στον περίγυρό
τους: τη χυμώδη γειτόνισσα (Μαργαρίτα Βαρλάμου), τον αδέξιο υποψήφιο
μνηστήρα της Μπλανς (Ιωσήφ Ιωσηφίδης), το τσούρμο της μπρούτας
αρσενικοπαρέας του σπιτονοικοκύρη (Γιάννης Κοτσαρίνης, Κωνσταντίνος
Φάμης, Θωμάς Γκαγκάς, Δημήτρης Μόσχος). Αντίθετα, η Μπλανς υποφέρει από
υπερβολική μνήμη, νοσταλγία και αυταπάτες. Ευάλωτη σαν ανοιχτή πληγή,
απέραντα μόνη και γι' αυτό επιρρεπής στα ωραία φουστάνια και τον
«αμαρτωλό πόθο» ως αντίδοτα του θανάτου.
Σαν να κρυώνει μονίμως κάτω από τη μεγάλη σκιά που άπλωσε γύρω
της η φθορά της νιότης της, η Μπλανς της Γέρου δέχεται τις ταπεινώσεις
του χρόνου και της τραχιάς πραγματικότητας από το βούρκο στο ψυχιατρείο,
όχι ως διαταραγμένη περσόνα, αλλά με την εκκεντρικότητα ενός
αλαφροΐσκιωτου παρείσακτου («εγώ δεν θέλω ρεαλισμό, θέλω μαγεία») και τη
στωικότητα ενός «αδέσποτου σκυλιού ράτσας», που κυνηγημένο από
πραγματικές και φαντασιακές διαψεύσεις παραδίνεται από τους συγγενείς
στον μπόγια «για το καλό του». Αυτή η Μπλανς δεν είναι τρελή. Είναι ο
ενοχλητικός παρίας που ξεσκεπάζει άθελά του τη μιζέρια των άλλων. Τη
βλέπουμε να ακολουθεί τους «δεσμοφύλακές» της (Θ. Γκαγκάς, Ζαχαρούλα
Κληματσάκη) με μικρά βηματάκια, απορημένη, τελειωτικά ηττημένη. Πίσω της
όλοι είναι πλέον ήσυχοι.
Απαλλαγμένη από υπερερμηνείες και σκηνοθετισμούς, η Κάτια Γέρου
σε έναν από τους καλύτερους ρόλους της και το «Λεωφορείο» με την
αξιόπιστη διανομή του, μια φρέσκια, χωρίς στερεότυπα, πολύτιμη
ρεαλιστική εμπειρία. *
No comments:
Post a Comment