Sunday, April 17, 2011

Υψηλά νοήματα σε χαμηλή πτήση


Ενας συνεχής διάλογος δασκάλου και μαθητή για τη ζωγραφική και τις επιρροές της

  • Του Σπυρου Παγιατακη, Η Καθημερινή, Kυριακή, 17 Aπριλίου 2011
  • Τζον Λόγκαν: Kόκκινο, σκην.: Σταμάτης Φασουλής. Θέατρο Δημήτρης Χορν
«Τι βλέπεις;» «Τι βλέπω: Μια τσίτσιδη χοντρή καθισμένη πάνω σ' ένα βόδι…».
Διαφορετική ματιά διαθέτει ο κάθε θεατής μπροστά σ' ένα έργο τέχνης. Τη στρουμπουλή Ευρώπη που αρπάζει ο Δίας ( τη «βιάζει» γράφει η πινακίδα στο βάθρο του αγάλματος του Φερνάντο Μποτέρο), όπως βρίσκεται στην είσοδο της Τράπεζας Πειραιώς (μόλις ένα τετράγωνο πριν από το θέατρο όπου παίζεται το «Κόκκινο»), κάποιος μπορεί να τη δει και σαν μια ξετσίπωτη γυναίκα που απολαμβάνει την όποια βόλτα της πάνω σ' έναν ταύρο. «Τι βλέπεις;» ρωτά με ανυπομονησία στην πρώτη πρώτη κιόλας σκηνή του έργου ο ζωγράφος Μαρκ Ρόθκο τον υποψήφιο βοηθό του Κεν στο «Κόκκινο» του Τζον Λόγκαν. Σαν σεμινάριο πάνω στη μεταμοντέρνα, μονοχρωματική, μινιμαλιστική ζωγραφική ξεκινά η παράσταση. Η μεγάλη επιτυχία του καλογραμμένου έργου στην αγγλοσαξονική πατρίδα του ασφαλώς οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στο γεγονός ότι εδώ εξιστορείται η συνειδησιακή κρίση ενός από τους διασημότερους Αμερικανούς ζωγράφους, του Ρόθκο (1903-1970), ο οποίος κάπου στη δεκαετία του '50 συνειδητοποιεί ότι κινδυνεύει να ξεπουλήσει την τέχνη του σε αδαείς πλουτοκράτες. Σ' αυτήν ακριβώς την ιστορία επικεντρώνεται το «Κόκκινο».
Στην Ελλάδα ο Ρόθκο δεν είναι εξίσου γνωστός όσο άλλοι διάσημοι ομότεχνοί του. Δεν τον ξέρουν όπως τον Αντι Γουόρχολ ή τον Ρόι Λίχτενσταϊν. Ομως το γεγονός ότι ο συγγραφέας εστιάζει μαεστρικά την πλοκή του «Κόκκινου» στην εικαστική εκπαίδευση του νεαρού Κεν, δημιουργεί έναν ενδιαφέροντα διάλογο που θυμίζει έντονα τον Σωκράτη και τους μαθητές του. Και παρόλο που ο Ρόθκο επιμένει στο έργο ότι δεν θέλει να είναι ούτε δάσκαλος, ούτε «μπαμπάς», τα λεγόμενά του τον διαψεύδουν πανηγυρικά. Είναι και τα δύο. Τελικά, αμφότεροι τραμπαλίζονται ανταλλάσσοντας διαρκώς ρόλους δασκάλου και μαθητή.
Σίγουρα μ' αυτό το «Κόκκινο» του Τζον Λόγκαν δεν έχουμε να κάνουμε μ' ένα βατό, «εύκολο» θεατρικό έργο. Ο συνεχής διάλογος δεν περιορίζεται μόνο στα καλλιτεχνικά κουτσομπολιά της εποχής και τις κατανοητές αντιζηλίες ανάμεσα στους ζωγράφους, αλλά επεκτείνονται και σε συζητήσεις που αναφέρονται σε απολλώνια και διονυσιακά κεντρίσματα, σε αναφορές στον Σαίξπηρ, στον Φρόιντ, στον Γιουνγκ και στη «Γέννηση της Τραγωδίας» του Νίτσε. Υπερβολικά υψηλά νοήματα για ένα συγκεκριμένο θεατρικό χώρο, τον οποίο μέχρι προχθές τον συνέδεε κανείς με μάλλον ελαφρότερα εδέσματα. Κι εδώ φάνηκε η ικανότητα του Σταμάτη Φασουλή τόσο ως μεταφραστή όσο και ως σκηνοθέτη. Προσπάθησε να «προσγειώσει» -δίχως να ευτελίσει- τον αμερικανικό σοφολογιοτατισμό όσο γινόταν πλησιέστερα στα «καθ' ημάς». Και το πέτυχε. Για καλό και για κακό. Ο ίδιος στο ρόλο του Ρόθκο δείχνει να ταυτίζεται περισσότερο ως χαρακτήρας με κάποιον καπάτσο, πετυχημένο εμπορικο-καλλιτεχνικά δημιουργό, σαν εκείνο τον κολομβιανό Μποτέρο που λέγαμε προτύτερα. Γιατί παρόλο που έργα του Ρόθκο έσπασαν δύο φορές μοναδικά ρεκόρ σε ύψος πώλησης (το 2005, 22,5 εκατ. δολάρια και πριν από τέσσερα χρόνια 72,8 εκατ.!), ο ζωγράφος υπήρξε παράλληλα κι ένας βαθιά εγκεφαλικός δημιουργός - όπως καταγράφει η σύγχρονη ιστορία τέχνης.
Στην άλλη άκρη της τραμπάλας ο Οδ. Παπασπηλιόπουλος, τροφοδοτημένος με ένα καλό αν και κάπως μελοδραματικό κείμενο, στην αρχή τουλάχιστον υπερ-παίζει τον αφελή νεαρό κάτι για το οποίο δεν μπορεί να ευθύνεται ο ίδιος αλλά ο σκηνοθέτης του, δηλαδή ο Σταμάτης Φασουλής. Θεωρώ τον Σταμάτη Φασουλή έναν από τους εξυπνότερους και ικανότερους σκηνοθέτες που διαθέτει ο τόπος μας. Προσωπικά έχω μεγάλες προσδοκίες στους «Σκηνοβάτες» του, όπως αναγγέλθηκαν από το Εθνικό Θέατρο για την εφετινή Επίδαυρο. Τολμηρό αλλά κι απόλυτα μεγαλεπήβολο εγχείρημα μέσα στο οποίο πιστεύω ότι ο Φασουλής βρίσκεται στα νερά του.
  • Το «Τρίτο Στεφάνι»
Δεν είναι πάντα έτσι. Τουλάχιστον δεν ήταν πάντοτε έτσι στο παρελθόν. Θεωρώ πως μία από τις μεγαλύτερες -εμπορικές- επιτυχίες του, το «Τρίτο Στεφάνι» πρόδωσε (ναι, πρόδωσε κατάφωρα) τον Κώστα Ταχτσή, ο οποίος υπήρξε και φίλος μου, και το έχω πάρει το ζήτημα και προσωπικά. Οταν το μυθιστόρημα «θεατροποιήθηκε» και παίχθηκε σε ξεπουλημένες αίθουσες στο «Εθνικό Θέατρο» προτίμησα να μη γράψω τίποτα για μια παράσταση η οποία ξελιγωνόταν στην ηθογραφία - και κατέληγε σε ένα ντροπιαστικό φινάλε. «Μα ο σκοπός μου ήταν να κάνω το ακριβώς αντίθετο της ηθογραφίας», έγραψε ο ίδιος ο συγγραφέας αναφερόμενος στο 3ο Στεφάνι στο «Από τη χαμηλή σκοπιά», σελ. 156, εκδόσεις Εξάντας.
Θα μου πείτε: και γιατί μας τα λες τώρα, κατόπιν εορτής; Τα λέω -και- για να αυτοπροστατευτώ. Τα αναφέρω γιατί ανάμεσα στα τελευταία Βραβεία Κουν, το σημαντικό βραβείο σκηνοθεσίας πήγε ακριβώς στον Σταμάτη Φασουλή γι' αυτή του τη δουλειά στο «Τρίτο Στεφάνι». Τότε, πριν από λίγους μήνες, εγώ προσωπικά μειοψήφησα, κάτι το οποίο δεν έγινε ιδιαίτερα γνωστό. Ηταν, δηλαδή, ένα βραβείο το οποίο ψηφίστηκε «κατά πλειοψηφία».

No comments: