Saturday, April 23, 2011

Απ’ το φως της οδού Ασκληπιού 3



Ο υψηλόφρων ψυχισμός της ηρωίδας συμβολίζει τον ακατάβλητο αγώνα του δημοτικισμού

  • Του Γιαννη Bαρβερη, Η Καθημερινή, Σάββατο, 23 Aπριλίου 2011
  • Κωστή Παλαμά: Τρισεύγενη, σκην.: Λυδία Κονιόρδου. Θέατρο: Εθνικό
Η «Τρισεύγενη» (1902–03), μοναδικό θεατρικό του Κωστή Παλαμά, πρωτοπαιγμένο το 1935 με την Παξινού, συνιστά εξωτερικά οικογενειακή αντιδικία ανάμεσα στον Μεσολογγίτη αφέντη Φλώρη και τον συμπατριώτη του Δεντρογαλή, ο οποίος και τον κατέστρεψε οικονομικά· ο γιος του αδικηθέντος, ο καπετάν Φλώρης, θέλει να εκδικηθεί, αλλά γνωρίζοντας την κόρη του Δεντρογαλή την ερωτεύεται και την παντρεύεται, έως ότου η ευαισθησία εκείνης την οδηγεί στην αυτοκτονία.
Αδιαμφισβήτητα ο Παλαμάς, όπως λέει και ο Κ. Τσάτσος στο ομώνυμο βιβλίο του, ήδη από την αρχή του αιώνα, πήρε ανοιχτή θέση υπέρ της δημοτικής. Εν γένει προτάσσει τον βενιζελικό αγωνιστή, τον κριτικό και τον δημοτικιστή απ’ τον ποιητή και τον δημιουργό.
Στην «Τρισεύγενη», πάντως, ο ποιητής κυριαρχεί. Ο ύμνος προς την Ομορφιά και το ηθικό μεγαλείο που παραλληλίζεται, μέσω της ολοζώντανης γλώσσας, στο σθένος και στην πάση δυνάμει επιβίωση της δημοτικής, ολοκληρώνουν ένα φτερωμένο ποίημα γεμάτο έμπνευση, συγκίνηση, λυρική έξαρση.

Βέβαια, το αφηγηματικό στοιχείο υποκαθιστά πολλούς διαλόγους, η δομή είναι χαλαρή, οι επαναλήψεις περισσεύουν και τα δευτερεύοντα πρόσωπα δεν κρύβουν τη σχηματικότητά τους. Μόνη η Τρισεύγενη φωτίζεται πλούσια, παρότι κι εκείνης η αυτοκτονία μοιάζει κάπως υπερβολική. Ωστόσο, η μεγάλη πνοή του Παλαμά σαρώνει τις παραπάνω ενστάσεις. Η Τρισεύγενή του, φέτος η αεικίνητη Στεφ. Γουλιώτη, πλάσμα ρευστό, σκοτεινό και μαζί θείο, εξυψώνει όσους την πλησιάζουν και εγκαθιστά το ψυχικό Κάλλος ως υπέρτερη αξία των ανθρωπίνων. Οταν ο Παλαμάς γράφει την «Τρισεύγενη», βρίσκεται στο απόγειο της ποιητικής του ρώμης κι ελάχιστα, τελικά, τον ενδιαφέρει η τήρηση των πλαστικών απαιτήσεων του αμιγούς θεάτρου. Τις συμπαρασύρει στο διάβα του ο ποιητικός του χείμαρρος. Εξάλλου, η γλώσσα του ήδη εμφανίζεται χωρίς ακρότητες ή μουσικές παραφωνίες. Η σχεδόν υπερκόσμια αίσθηση ελευθερίας που πηγάζει απ’ το έργο προαναγγέλλει μια επιβεβλημένη ανάσταση του γένους μετά το ολέθριο 1897, σαν φωτοχυσία ερχόμενη απ’ το ανέσπερο φως το οποίο διαχεόταν απ’ το θρυλικό σπίτι του Παλαμά, στην οδό Ασκληπιού 3.
  • Η παράσταση
Η Λ. Κονιόρδου σκηνοθετικά (και πνευματικά) «διάβασε» τον Παλαμά με άκρα αγάπη στον ποιητή, κι έτσι αποδέχτηκε να τον θεατροποιήσει μέσα απ’ τον δικό του δρόμο. Πρωτίστως, και ως φιλόλογος, δίδαξε τους ηθοποιούς τον σήμερα πια μουσικά «στρυφνό» λόγο. Κατόρθωμα. Περαιτέρω, η παράστασή της, μεταξύ ηθογραφίας και τραγικής παρυφής, με όψη ανάλογου συνδυασμού (ανώτερα όμως τα κοστούμια του Α. Μέντη απ’ το κάπως στατικό σκηνικό του Β. Μαντζούκη) και μ΄έναν άδοντα–παίζοντα Χορό, με πολλά όμως σούρτα–φέρτα (Απ. Παπαδαμάκη), υπό τους σοφούς ήχους του Τ. Φαραζή, «λύγισε» όσο μπόρεσε την παλαιότητα και τη φλυαρία του έργου. Εξέχων συμπρωταγωνιστής της Γουλιώτη και ρωμαλέος ο Ν. Κουρής, πλαισιώθηκε κατ’ εμέ, μεταξύ άλλων, από τους: Ε. Αποστόλου, Τζ. Θλιβέρη, Φ. Καστρή και, με κάπως ανορθόδοξη κίνηση και ομιλία και από τον Γ. Γάλλο.
Σίγουρη και δέουσα αυτή η τιμή στον ποιητή, παρότι εγώ συχνά σκεπτόμουν τη δολιότατη υπονόμευση του Καβάφη, ο οποίος έλεγε: «Φίλε μου, ο Παλαμάς είναι μέγας λυρικός ποιητής. (Παύση, χαμήλωμα φωνής:) Αλλά τον Καβάφη δεν τον αρέσει η λυρική ποίησις…».

No comments: