«Αρτούρο Ούι - Πρώτο σχεδίασμα», από τη «Σχεδία»
Αριστερά:Η ομάδα «18 Μποφόρ», του «18 Ανω». Κάτω: «Αρτούρο Ούι-Πρώτο σχεδίασμα» |
1929. Ο καπιταλισμός, στο ιμπεριαλιστικό του στάδιο, προετοιμάζει, για δεύτερη φορά μέσα στον 20ό αιώνα, τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο. Είναι η εποχή ανόδου του ναζιστικού κόμματος και του κραχ στις ΗΠΑ. Ο λαός, στη Γερμανία όπως και στις ΗΠΑ, πεινά, εξαθλιώνεται. Ακόμα και το στοιχειώδες δικαίωμά του στην τροφή, βρίσκεται στα χέρα των «οργάνων» των καπιταλιστών - του Χίτλερ στη Γερμανία, της Μαφίας του εμπορίου στις ΗΠΑ. Ο Μπρεχτ γράφει το πρώτο σχεδίασμα του έργου «Αρτούρο Ούι», έργο που γράφοντας την τελική του εκδοχή, το 1940, προετοιμάζοντας τη διαφυγή του στις ΗΠΑ, τιτλοφόρησε «Η αποτρεπτή άνοδος του Αρτούρο Ούι» («αποτρεπτή» γιατί ο Μπρεχτ πίστευε ότι η άνοδος κάθε αποτρόπαιης εξουσίας μπορεί να αποτραπεί με την έγκαιρη συνειδητοποίηση και αντίσταση των λαϊκών μαζών).
Ο Μπρεχτ, σκόπιμα, τοποθέτησε τη δράση του έργου του όχι στη ναζιστική Γερμανία, αλλά στο γκανγκστερικό περιβάλλον του Σικάγου, όπου το επιχειρηματικό «μεγάλο ψάρι τρώει το μικρό», με κεντρικό πρόσωπο έναν αρχιμαφιόζο. Ενα μαφιόζο, που με συνεργούς εκπροσώπους της μεγαλοαστικής τάξης, που κατέχουν και εξουσιαστικά αξιώματα (λ.χ. έναν μεγαλοαστό βιομήχανο και δήμαρχο), ελέγχει την παραγωγή, μεταφορά και εμπορία τροφίμων. Ενα σατανικό ανθρωποειδές, πλανευτής, θύτης, δολοφόνος αφελών, προκειμένου να αρπάξει την εξουσία. Πρόσωπο, που ο Μπρεχτ το φαντάστηκε σαν σαιξπηρικό Ριχάρδο Γ', το ονόμασε Αρτούρο για να παραπέμψει στον Χίτλερ και το γελοιοποίησε με την εξής επισήμανση: «Πρέπει να συντριβούν οι μεγάλοι πολιτικοί εγκληματίες κάτω από τη γελοιοποίηση, γιατί στην πραγματικότητα δεν είναι μεγάλοι πολιτικοί εγκληματίες, αλλά μόνο δράστες μεγάλων πολιτικών εγκλημάτων, πράγμα που δεν είναι καθόλου το ίδιο». Αυτό το άκρως, παγκοσμίως επίκαιρο σήμερα - λόγω των «μαφιόζικων» πολυεθνικών, κυρίως, αλλά και εγχώριων εταιρειών παραγωγής και εμπορίας τροφίμων - πρώτο σχεδίασμα του έργου ανέβασε ο θίασος «Σχεδία» στο ομώνυμο θέατρό του.
Η διασκευή και σκηνοθεσία του Βασίλη Κανελλόπουλου αντιμετώπισε το έργο με εκσυγχρονιστική «ματιά», χρησιμοποιώντας ζωντανό βίντεο, παραγόμενο από την παράσταση, ένα μεταμορφώσιμο κινούμενο σκηνικό - ριντό, συμβολικά κοστούμια, και ωθώντας τους ηθοποιούς σε μια έντονα εξπρεσιονιστική, δίκην σχολιαστικής «αποστασιοποίησης», κινησιολογική σήμανση και εκφορά του λόγου. Εκσυγχρονιστική «ματιά», που με τη «μεταμοντέρνα» αισθητική της όψη, την αδύνατη καθοδήγηση στην εκφορά του λόγου ώστε να αναδειχτεί σαφώς η διαλεκτική, τα νοήματα και μηνύματα του Μπρεχτ, αλλά και με την ανάθεση του ρόλου του Αρτούρο Ούι σε γυναίκα (μήπως λόγω της εκφραστικής κίνησης της Ε. Μακρή;), μάλλον έκανε δύσκολη την κατανόηση της επίκαιρης διδαχής του έργου. Στα θετικά της σκηνοθεσίας είναι η εύστοχη υπογράμμιση για τον ολέθριο, αηδιαστικά παραπλανητικό για το λαό, συνεργό στα σημερινά «μεγάλα πολιτικά εγκλήματα» ρόλο των σύγχρονων ηλεκτρονικών ΜΜΕ. Για τη φιλότιμη ερμηνευτική προσπάθειά τους, αξίζουν αναφοράς όλοι οι ηθοποιοί της παράστασης: Ελένη Μακρή, Ντίνος Ποντικόπουλος, Χάικ Κασαρτζιάν, Κώστας Γεραντώνης, Ανδρονίκη Αβδελιώτη, Κωνσταντίνα Μάρα, Τζίνα Αποστολοπούλου.
«Αυτός που λέει ναι - Αυτός που λέει όχι», με το «18 Ανω»
Πεπεισμένος μαρξιστής ο Μπρεχτ, έθετε στο ανατομικό τραπέζι της διαλεκτικής, κριτικής ανάλυσης τα πάντα, και τα έργα του. Εξ ου και οι διαφορετικές εκδοχές - γραφές πολλών έργων του. Το 1930 παρουσιάζεται σε διάφορα σχολεία και στο «Καρλ Μαρξ» στο Βερολίνο, το μικρό, μονόπρακτο διδακτικό μουσικό έργο
«Αυτός που λέει ναι». Μια «αντι-όπερα», με μουσική του Βάιλ, με θέμα αντλημένο από ένα παλιό γιαπωνέζικο θρησκευτικό μύθο που πέρασε και στο παραδοσιακό γιαπωνέζικο θέατρο «ΝΟ».
Ο γιαπωνέζικος μύθος μιλά για ένα αγόρι που ταξιδεύοντας στα βουνά αρρωσταίνει και που σύμφωνα με μια παλιά θρησκόληπτη παράδοση, για το καλό των συνταξιδιωτών του δέχεται, συμφωνεί να το πετάξουν σε έναν γκρεμό. Στο μπρεχτικό έργο το αγόρι, προκειμένου να βρει φάρμακα για την άρρωστη μάνα του ταξιδεύει μαζί με άλλους στα βουνά. Εκεί αρρωσταίνει και δέχεται να το ρίξουν στον γκρεμό, παρακαλώντας τους συντρόφους του να βρουν εκείνοι τα φάρμακα για τη μάνα του. Διαπιστώνοντας ο Μπρεχτ ότι πολύ βόλευε ο μύθος του, «χριστιανούς», αστική τάξη και το ναζιστικό γέννημά της, πρόσθεσε στο αρχικό έργο του, αντιπαραθετικά βέβαια, ένα δεύτερο μέρος, με τίτλο «Αυτός που λέει όχι». Το αγόρι δε συμφωνεί να μεταβληθεί σε ένα ακόμη θύμα μιας παλιάς, άκριτης, απάνθρωπης παράδοσης. Λέει «όχι» και ζητά από τους συντρόφους του να τον συντρέξουν στην αρρώστια του και να βρουν τα φάρμακα για τη μάνα του και κάθε άρρωστο στον τόπο τους.
Η στήλη χαιρετίζει το γεγονός ότι μια ομάδα απεξαρτημένων από τα ναρκωτικά ατόμων του θεραπευτικού φορέα «18 Ανω» διάβασαν το δίπτυχο μπρεχτικό έργο, «μυήθηκαν» στη διδαχή του για το δικό τους «όχι» στη «ναρκ(ω)-θέτηση» και στη γενικότερη, πολύμορφη θυματοποίηση από κάθε λογής εκμεταλλευτή - έμπορο της ζωής και των δικαιωμάτων των σημερινών νέων ανθρώπων και παράλληλα μυήθηκε στην αξία της συλλογικής προσπάθειας και της ερασιτεχνικής δημιουργίας. Η ομάδα, με την επωνυμία «18 Μποφόρ», διασκεύασε εύστοχα και ανέβασε το έργο, δύο μόνο βραδιές στο «Σχολείον» (με ελεύθερη είσοδο), στα πλαίσια του Φεστιβάλ Αθηνών. Συμπαραστάτες της ερασιτεχνικής παράστασης της ομάδας ήταν η κριτικός θεάτρου Σωτηρία Ματζίρη (μετάφραση), η ταλαντούχα ηθοποιός Ολια Λαζαρίδου (σκηνοθετική -καλλιτεχνική επιμέλεια), ο μουσικός Γιώργος Μαρκόπουλος (μουσική σύλληψη και συμμετέχοντας στην παράσταση ως μουσικός παίζοντας διάφορα όργανα, όπως και μέλη της ομάδας), η Μαρία Χανιωτάκη (λιτό σκηνικό -κοστούμια), ο Παναγιώτης Φαφούτης (σκηνοθεσία βίντεο).
Επαιξαν οι: Κατερίνα Κορμαρή, Κώστας Κουρτάρας, Αντώνης Κουτούζης, Γιάννης Μασκλαβάνος, Κώστας Παπαϊωάννου, Βαγγέλης Ράπτης, Ντορίνα Σπανού, Θανάσης Τσιώλης. Η παράσταση της ομάδας ασφαλώς δεν επιτρέπεται να κριθεί με αυστηρούς όρους, όπως των επαγγελματιών καλλιτεχνών, αλλά με τα «μέτρα» της ομόθυμης, συνειδητής ψυχικής «κατάθεσης», της - πραγματικά συγκινητικής, με φαντασία, κέφι αλλά και πειθαρχία στις σκηνοθετικές οδηγίες - ατομικής και συλλογικής ερασιτεχνικής προσπάθειας των μελών της ομάδας, τα οποία, με την επιλογή αυτού του έργου, όχι μόνο αναγνωρίζουν αλλά και απέδειξαν την κοινωνική χρησιμότητα του θεάτρου και του πανανθρώπινου και διαχρονικού διδάγματος του μπρεχτικού έργου. Η στήλη συγχαίροντας αυτήν την αξιέπαινη, δημιουργική προσπάθεια, εύχεται να συνεχιστεί και να «μπολιάσει» και άλλους εξαρτημένους.
«Τροβατόρε» από τις «Οπερες των ζητιάνων»
Το λυρικό θέατρο, κυρίως η όπερα στη Δύση, από γενέσεώς της και επί αιώνες όχι μόνο προοριζόταν, αλλά και προσαρμοζόταν στα θεματολογικά και αισθητικά γούστα της εκάστοτε άρχουσας τάξης και παρουσιαζόταν στα μέγαρά της. Στην πορεία της, κάποιοι δημιουργοί τόλμησαν μερικές «λοξοδρομήσεις» της προς το λαό, είτε με λαϊκής θεματολογίας έργα είτε με παραστάσεις εκτός των κτιρίων της άρχουσας τάξης. Στον 20ό αιώνα έγιναν περισσότερες απόπειρες απομυθοποιητικής αναμόρφωσης και προσέγγισης του είδους με τις λαϊκές μάζες. Ριζοσπαστικότερη όλων (και θεωρητικά τεκμηριωμένη) υπήρξε η περίφημη αντι-όπερα του Μπρεχτ «Οπερα της πεντάρας», που βασίζεται στην τολμηρή για την εποχή της (με την κοινωνική κριτική που ασκούσε) όπερα του Τζον Γκαίυ «Οπερα του ζητιάνου» (1728).
«Συγγενής» με τις απόπειρες του παρελθόντος (συγγενής γιατί και σήμερα, στον τόπο μας, τίποτα δε βοηθά την αλληλοπροσέγγιση του λυρικού είδους με το ελληνικό λαϊκό) ήταν το πολύ ενδιαφέρον και τελικά επιτυχές εγχείρημα του θιάσου «Οι όπερες των ζητιάνων» να παρουσιάσει στη (μη διαμορφωμένη ως θεατρική) αίθουσα του «Bios», χωρίς σκηνικά και με τους ερμηνευτές να φορούν ρούχα της ζωής τους, τον «Τροβατόρε» του Τζουζέπε Βέρντι. Ιδεολογοαισθητικά επαναστάτης ο Βέρντι συνέθεσε τον «Τροβατόρε», βασιζόμενος στο θεατρικό έργο «Ο τροβαδούρος» του Αντόνιο Γκαρθία Γκουτιέρες.
Εργο εμπνευσμένο από ένα λαϊκό τσιγγάνικο μύθο. Μύθο, με τον οποίο ο Βέρντι στην ανοησία, στην έπαρση, στην τυραννία και τη δολοφονική μανία των αρχόντων αντιπαραθέτει τη γενναιότητα, την ανθρωπιά και την αυτοθυσία των λαϊκών ανθρώπων. Με αυτή την υπέροχη όπερα, ενορχηστρωμένη για πενταμελή ορχήστρα, με διδασκαλία και διεύθυνση του Χαράλαμπου Γωγιού, σκηνοθετημένη απέριττα, σαν θέατρο πρόζας, από τον Εκτορα Λυγίζο, ερμηνευμένη από ικανούς λυρικούς καλλιτέχνες της νεότερης γενιάς και 25 εθελοντές χορωδούς, ο θίασος «Οπερες των ζητιάνων», έκανε μια αξιέπαινη και απολαυστική αισθητικά παράσταση - πρόταση λαϊκού «φτωχού λυρικού θεάτρου».
[ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ, 11/06/2008]
No comments:
Post a Comment