Monday, July 4, 2011

Η αισθητική της καθημερινότητας ενοχλεί

Η Αμαλία Μουτούση, κορυφαία ηθοποιός της γενιάς της δηλώνει: Δεν μπορώ να καταλάβω τη ζωή χωρίς τη διάσταση της ποίησης
  • Της Γιωτας Συκκα, Η Καθημερινή, 2/7/2011
Ευάλωτη και στιβαρή, απρόβλεπτα μεταμορφώσιμη, ηθοποιός με αληθινό τσαγανό, η Αμαλία Μουτούση έχει μια απίστευτη δύναμη και επιμονή σε ό,τι κάνει. Ενα δόσιμο λες και είναι ταγμένη σε κάποιο σκοπό. Στην περίπτωσή της, κάθε ερμηνεία είναι αποτέλεσμα σκληρής μελέτης και επίπονης άσκησης. Ετσι κατάφερε τρεις δεκαετίες τώρα, να εξελίσσεται και να συνεχίζει να εκπλήσσει.
Βλέποντας την τέχνη σαν «μια αντίσταση στη βαρβαρότητα και την ασχήμια», αναζητεί σε κάθε έργο και ρόλο -πολύ περισσότερο στο αρχαίο δράμα που αγαπά ιδιαίτερα- την ποίηση. Αλλωστε, όπως φαίνεται από τη συζήτηση με αφορμή τη «Μήδεια» του Ευριπίδη που θα παίξει (22 και 23 του μηνός) στην Επίδαυρο σκηνοθετημένη από τον Αντώνη Αντύπα, δύο πράγματα την έχουν καθορίσει. Η σχέση της με τη Φύση και η αγάπη της στην ποίηση.

Η Αμαλία Μουτούση έχει μια έμφυτη ευγένεια και μια συστολή που δεν συναντάς συχνά. Κάθεται απέναντί μου στο άδειο σπίτι της μητέρας της, της Νόνικας Γαληνέα στην Κηφισιά, που της ζήτησε να μην το νοικιάσει μέχρι να ανέβει η Μήδεια, προκειμένου να μελετά απερίσπαστη. Μου θυμίζει την πρώτη της «καθοριστική επαφή» με την ηρωίδα του Ευριπίδη. Αρχές της δεκαετίας του ’90 όταν στο Στούντιο Ιλίσια, πρωτόπαιξε τη «Μήδεια» του Ευριπίδη και η Αλέκα Κατσέλη το «Υλικό Μήδειας» του Χάινερ Μίλερ, σε σκηνοθεσία Μ. Μαρμαρινού. «Αν θυμάμαι πράγματα από την πορεία μου στο θέατρο, είναι τον εαυτό μου πριν από τη Μήδεια και μετά τη Μήδεια. Ηταν μια πλούσια πηγή, από την οποία ήπια πολύ νερό. Η συνάντησή μου με αυτό το έργο με επηρέασε πολύ».

Σε εκείνη την παράσταση «είχε μια έλξη επάνω μου ο πόνος, τώρα ο ενθουσιασμός». «Είναι έργο ερωτικό με ένα βαθύ θυμό, ο οποίος είναι πολύ πριν από τη λύπη ή πολύ μετά. Είναι ντυμένος γιορτινά, έχει σχέδιο, πειθαρχία και δαγκώνει άσχημα».
Το ανέβασμα του Αντώνη Αντύπα τη γυρίζει πολλά χρόνια πίσω. «Μου βγάζει την Αμαλία πριν αρχίσω να διαμορφώνω μια προσωπικότητα. Το έχουν αυτό τα πρόσωπα της αρχαίας τραγωδίας. Σε κάνουν να θέλεις να θυμηθείς μέσα από ήχους και κινήσεις. Θέλω να νιώσω ότι στο σώμα μου υπάρχουν μνήμες που έχουν ατροφήσει. Η αναζήτηση έχει μια λαχτάρα, μια υπαρξιακή ορμή».
  • Το καθολικό είναι μέσα στο ειδικό
– H Μήδεια ακροβατεί ανάμεσα στη λογική και το πάθος που μάχονται μεταξύ τους. Τι σας συγκίνησε σε αυτό τον ψυχικό διχασμό;
– Το πάθος στη Μήδεια δεν της προκαλεί σύγχυση, έχει μια καθαρότητα. Με αυτό αναζωογονείται το μυαλό της. Δεν μπορούμε ακριβώς να την ταυτίσουμε με την παιδοκτόνο μάνα ή τη γυναίκα ερωμένη. Ο Ευριπίδης την ξεκολλάει από την ανθρώπινη πλευρά.
– Ποιες ρωγμές της σας άγγιξαν;
– Το στοιχείο του απόλυτου. Η εκδίκηση για εκείνη είναι το απόλυτο. Σαν τον καλλιτέχνη που έχει ένα όραμα και δουλεύει γι’ αυτό. Η πορεία της ξεκινάει από το σκοτάδι, καταλήγει στο φως και ενδιάμεσα έχουμε τη θυσία των παιδιών σαν μια ιεροτελεστία κάθαρσης. Για τον κόσμο η γυναίκα αυτή σφάζει τα παιδιά της, για την ίδια τη Μήδεια η πράξη είναι η θυσία των παιδιών της. Λειτουργεί σε άλλη διάσταση.
  • Αγγιγμα ψυχής
– Στην εποχή μας ποια είναι η σύγχρονη Μήδεια και πού τη συναντάμε;
– Τα στοιχεία μιας γυναίκας της οποίας ο έρωτας είχε μετατραπεί σε μίσος, όπως και τα αισθήματα ενός άνδρα που πια δεν αγαπά, αντιπροσωπεύουν κάτι το αιώνιο και το αναλλοίωτο μέσα στην ανθρώπινη φύση. Εδώ βρίσκουμε αυτό που πάντα αναζητάμε στο μεγάλο δράμα. Το καθολικό μέσα στο ειδικό.
– Οταν είστε θεατής τι ζητάτε στο ανέβασμα μιας τραγωδίας;
– Να μου συμβεί κάτι που θα με κάνει να ξεπεράσω το γούστο μου. Να βρεθώ σε μια περιοχή που δεν έχει σημασία τι μου αρέσει και τι νόμιζα. Ομως ποια είναι αυτή η περιοχή στην οποία απελευθερώνεσαι και αισθάνεσαι το θαύμα της ποίησης; Αυτό που λένε πιο απλά: «θέλω να αγγίξει την ψυχή μου».
– Παρακολουθώντας την πορεία σας νιώθει κανείς ότι έχετε μια θρησκευτική προσήλωση με το θέατρο. Τι προκαλεί αυτό το δόσιμο;
– Κάνω μια από τις ωραιότερες δουλειές το κόσμου, ακόμη κι όταν αυτή δεν γίνεται καλά. Το δόσιμο σχετίζεται μάλλον με αυτό που είμαι ως άνθρωπος. Δεν μπορώ να καταλάβω και να αντέξω τη ζωή χωρίς της διάσταση της ποίησης. Ισως αυτό να φαίνεται ως προσήλωση. Λατρεύω την ποίηση σε όλα τα επίπεδα. Σαν κάτι που αφυπνίζει τον άνθρωπο που καλλιεργεί την αγωνιστικότητα.
– Την ανακαλύψατε στα βιβλία;
– Τη συνάντησα πρώτα στη Φύση. Βλέποντας ένα δένδρο που έστεκε αγέρωχο, αλλά την ώρα που έτρεμαν τα φύλλα του έμοιαζε ευάλωτο, αναγνώριζα κάτι δικό μου. Η σχέση με την ποίηση του λόγου άργησε γιατί στο σχολείο ήμουν μέτρια μαθήτρια. Οταν όμως έγινε η γνωριμία, παραδόθηκα.
– Είστε από τους ηθοποιούς που αφήνονται στον σκηνοθέτη. Τι περιθώρια αφήνει στην ερμηνεία η ανεξαρτησία;
– Κατά βάθος είμαι πολύ ανεξάρτητο άτομο. Εχω αρχηγικά στοιχεία, αλλά νιώθω και την ευχαρίστηση να ακολουθώ και να υπηρετώ το όραμα ενός ανθρώπου εφόσον το πιστεύω. Ο συνδυασμός με τροφοδοτεί. Αν αγαπάς το θέατρο πρέπει να πετάξεις πολλά από τον εαυτό σου.
  • Η σχέση μου με τη φύση καθόρισε τη ζωή μου
– Αν και παιδί του κέντρου, δέκα χρόνια ζείτε στη Δροσιά. Τι σας σπρώχνει μακριά από την Αθήνα;
– Η σχέση μου με τη φύση. Ο παππούς είχε ένα κτήμα στη Βάρκιζα όπου έμενε ο πατέρας μου. Ηταν σαν χωριό τότε, με χωματόδρομους, στέρνες, φιστικιές κι εγώ ήμουν ένα αγοροκόριτσο γεμάτη ρετσίνι που σκαρφάλωνα στα δέντρα. Κοιμόμουν με τα σκυλιά και λάτρευα να μυρίζω το χώμα. Η απόλυτη σχέση μου με τη φύση καθόρισε τη ζωή μου. Αν δεν την είχα δοκιμάσει, νομίζω πως θα ήμουν άλλος άνθρωπος.
– Τι θυμάστε από την Αθήνα των παιδικών σας χρόνων;
– Το πρώτο μας σπίτι ήταν στην οδό Καρνεάδου. Τα σπίτια τότε ήταν όμορφα, είχαν αρχοντιά δηλαδή απλότητα και αττικό φως. Οι θυρωροί μας νοιάζονταν. Ολοι μας τότε ήμασταν σαν ένα μεγάλο σόι. Θύμιζε λίγο χωριό. Από τη δεκαετία του ’80 και μετά άρχισα να διακρίνω στην Αθήνα μια ξιπασιά.
– Στο θέατρο γιατί πήγατε;
– Ηταν μέρος της καθημερινότητάς μου. Παρακολουθούσα τις πρόβες της μητέρας μου, είχα μια οικειότητα με αυτό που λέμε σκηνή. Επαιζα όπου κι αν βρισκόμουν, είτε στο σχολείο είτε περπατούσα στον δρόμο και φανταζόμουν θεατές. Μεγάλη πια, κατάλαβα ότι αυτό που αναζητούσα ήταν η ποίηση.
– Δεν σας αντιμετώπισαν ποτέ ως το κορίτσι της καλής οικογένειας;
– Υπάρχει αυτή η αντιμετώπιση στην Ελλάδα ότι ο καλλιτέχνης πρέπει να είναι φτωχός. Εχει μια βάση, με την έννοια ότι κάθε άνθρωπος όταν είναι ασφαλής στη ζωή του -παραπάνω απ’ όσο χρειάζεται- δεν διακινδυνεύει εύκολα. Ο καλλιτέχνης πρέπει να είναι σε κρίση με τον κόσμο και τις καταστάσεις. Ομως, όλα αυτά έχουν να κάνουν με την ατομική ευθύνη. Στη σχολή του Κουν όταν πήγα 17 χρονών υπήρχε μια επιφυλακτικότητα απέναντί μου και πολλές φορές μια φανερή ειρωνεία από κάποιους -όχι όλους- δασκάλους μου. Επειδή η μητέρα μου προέρχεται από μια εύπορη οικογένεια, γιατί ζούσαμε στο Κολωνάκι…
– Εχω την αίσθηση ότι αυτό το απόλυτο δόσιμό σας στο θέατρο, σχετίζεται με το γεγονός ότι κι εσείς θέλατε να αποτινάξετε από πάνω σας έναν αστικό κομφορμισμό.
– Αυτό το είχα δει να συμβαίνει στο σπίτι από τη μητέρα μου. Προερχόμενη από ένα περιβάλλον όπου ήταν κατανοητό ότι το μόνο που μπορεί να κάνει ήταν ένα καλό γάμο και να αλλάζει ρούχα, εκείνη ξεκίνησε στο θέατρο μεγάλη, χωρισμένη έχοντας τρία παιδιά. Μεγαλώσαμε σε ένα σπίτι που το πρότυπό μας ήταν η εργαζόμενη μητέρα. Πηγαίνοντας στη δραματική σχολή δούλευα και πωλήτρια σε μαγαζί στην Πινδάρου. Αυτές οι αρχές με δυνάμωσαν και με έκαναν να μη δίνω σημασία. Ο τρόπος που διάλεξα να δουλέψω είχε να κάνει πιο πολύ με τη δική μου αισθητική απέναντι σε εκείνη του λεγόμενου αστικού θεάτρου που υπήρχε στη γενιά της μητέρας μου. Εκεί δεν μπορούσα να εκφράσω τον δικό μου κόσμο. Δεν το είχα συνειδητοποιήσει, ωστόσο δεν ήταν τυχαίο ότι επέλεξα να εργαστώ δίπλα στον Μιχαήλ Μαρμαρινό και την ομάδα «Διπλούς Ερως».
  • Δεν υπάρχει χώρα χωρίς νέους
– Πώς βλέπετε τη φυγή των νέων στο εξωτερικό;
– Η γενιά μου τους οδήγησε εκεί, να μην έχουν προοπτική και αυτό γι’ αυτούς είναι φυλακή. Ομως χώρα χωρίς νέους δεν υπάρχει.
– Η κρίση τι σας έδειξε;
– Οτι η ελληνική κοινωνία δεν έχει καμία συνοχή, είναι γεμάτη τρύπες σαν το ελβετικό τυρί. Κι αυτή η συνοχή που θέλουμε να διαφυλάξουμε είναι διαταραγμένη προ πολλού με τις συντεχνίες, τα συνδικάτα, τα συμφέροντα…
– Η διαφορετική συμπεριφορά των Ελλήνων που άλλοτε ενώνονται σε μια συλλογική αντίδραση στις πλατείες, άλλοτε εκφράζονται με μια ωμότητα αλλά και η εύφλεκτη διάθεσή μας -στο τσακ είμαστε όλοι-, πού οδηγούν;
– Είμαστε στο τσακ γιατί δεν υπάρχει διάθεση αυτοκριτικής. Αν υπήρχε δεν θα αρπαζόμασταν. Αρπάζεται εκείνος που του φταίνε οι άλλοι. Αν σου φταίει πρώτα απ’ όλα ο εαυτός σου κάτι αλλάζει. Είναι μικρό αλλά μεγαλύτερο απ’ οποιαδήποτε κινητοποίηση και αντίδραση.
– Τι σας ενοχλεί περισσότερο;
– Η αισθητική της καθημερινότητας. Το να βλέπω καλυμμένες τις θέσεις των αναπήρων στο σούπερ μάρκετ, διπλοπαρκαρίσματα στον δρόμο... Αυτά πρέπει να παλέψουμε πρώτα.

No comments: