Sunday, November 6, 2011

Οι κυρίες περιμένουν τον Γκοντό


  • Επτά, Κυριακή 6 Νοεμβρίου 2011 
  • ΤΗΣ ΕΦΗΣ ΜΑΡΙΝΟΥ

Ο σκηνοθέτης Κ. Καπελώνης αντιμετωπίζει τους ήρωες του Μπέκετ σαν άφυλα όντα, γι' αυτό και γυναίκες ερμηνεύουν τους πέντε ανδρικούς ρόλους.Ο σκηνοθέτης Κ. Καπελώνης αντιμετωπίζει τους ήρωες του Μπέκετ σαν άφυλα όντα, γι' αυτό και γυναίκες ερμηνεύουν τους πέντε ανδρικούς ρόλους.Εστραγκόν: Είμαι δυστυχισμένος.
Βλαντιμίρ: Αλήθεια; Από πότε;
Εστραγκόν: Εχω ξεχάσει.
Βλαντιμίρ: Καταπληκτικά τα παιχνίδια της μνήμης.
Ανέστιοι, ρακένδυτοι και κωμικοτραγικοί, ανίκανοι να ζήσουν ή να πεθάνουν, ο Βλαντιμίρ και ο Εστραγκόν περιπλανώνται στον χώρο και τον χρόνο ύστερα από μια ολοκληρωτική καταστροφή. Κάθε μέρα πηγαίνουν κάτω από ένα ψωραλέο δέντρο, πιστοί στο ραντεβού που τους δίνει ο μυστηριώδης κύριος Γκοντό, κάποιος που «υπόσχεται» τη σωτηρία τους, αλλά όμως δεν έρχεται ποτέ.
Το κατ' εξοχήν έργο υπαρξιακής αγωνίας του Σάμιουελ Μπέκετ «Περιμένοντας τον Γκοντό» ανεβαίνει την Πέμπτη στη Σκηνή Φρυνίχου του Θεάτρου Τέχνης, στην καινούρια μετάφραση της Σουζάνας Χούλια, σε σκηνοθεσία Κωστή Καπελώνη και μια έκπληξη: με θίασο αμιγώς γυναικείο (Δήμητρα Χατούπη, Κάτια Γέρου, Λουκία Πιστιόλα, Μυρτώ Αλικάκη, Αριάδνη Καβαλιέρου).
Η γλώσσα πότε λυρική και πότε αργκό, είναι ελλειπτική, με φράσεις που μένουν μετέωρες. Οι διάλογοι προβάλλουν τη μοναξιά και τον φόβο του θανάτου: «Τίποτα δεν γίνεται. Κανείς δεν έρχεται, κανείς δεν φεύγει. Είναι τρομερό». Οι δυο ήρωες τρώνε καρότα, ανταλλάσσουν τα καπέλα τους (κοστούμια Κατερίνας Σωτηρίου) ώστε «να αποσοβηθεί η τρομερή σιωπή»... Εργο ειρωνικό, τρυφερό, σκοτεινό, απαισιόδοξο -η αυτοκτονία αποφεύγεται- για την ανθρώπινη ύπαρξη αλλά με μια μικρή ελπίδα που συντηρεί την κατάσταση αναμονής ή έστω την αμφισβήτηση του ερχομού του Γκοντό.
Αλλά ποιος είναι ο Γκοντό; Η έννοια της αναμονής και του χρόνου, η νοσταλγία του παρελθόντος, ο Θεός; Το θέμα αντιπροσωπεύει την ίδια την αντίληψη του συγγραφέα για το θέατρο και τη ζωή: η αναμονή κάποιου ανθρώπου ή γεγονότος που πρόκειται να σου αλλάξει τη ζωή. Την εποχή που γράφτηκε ο «Γκοντό» (1948-1949), ο Β' Παγκόσμιος Πόλεμος μόλις είχε τελειώσει και η Ευρώπη προσπαθούσε να ανασυγκροτηθεί πάνω στα ερείπια της καταστροφής.
«Οι ήρωες που περιφέρονται σ' ένα αφιλόξενο σύμπαν και περιμένουν απεγνωσμένα κάτι ή κάποιον, μοιάζουν τραγικά σύγχρονοι» λέει ο Κ. Καπελώνης. «Το έργο φαίνεται να έχει ιδιαίτερη απήχηση σε καιρούς κοινωνικής και πολιτικής κρίσης. Σήμερα η απήχησή του ανανεώνεται και πάλι. Ηρθε η ώρα για μέχρι τα στοιχειωδώς αναγκαία. Και δεν υπάρχει έργο πιο απογυμνωμένο, πιο στοιχειώδες απ' αυτό. Το μόνο που έχει πει γι' αυτό ο Μπέκετ είναι ότι πρόκειται για ένα έργο "με γέλιο και δάκρυα"».
Η φημολογία γύρω από τον έργο προκάλεσε συζητήσεις, άρθρα, σχόλια, μελέτες. Κάποιοι συνέδεσαν το θέμα με αναφορές σε άλλα έργα όπως των Στρίντμπεργκ, Γέιτς, Μέτερλινγκ, άλλοι είδαν μέσα στο κείμενο τους σουρεαλιστικούς διαλόγους του συγγραφέα με τη γυναίκα του Σούζαν και οι περισσότεροι αναγνώρισαν στο πρόσωπο του άφαντου Γκοντό έναν ανύπαρκτο θεό. «Αν γνώριζα ποιος είναι ο Γκοντό θα το έλεγα στο έργο», απαντούσε ο συγγραφέας. «Κι αν ο Γκοντό είναι ο θεός θα τον αποκαλούσα Θεό. Ηθελα να πω απλώς αυτό που είπα». Αλλες φορές παίζοντας με τον θόρυβο που προκάλεσε το έργο, εντόπιζε τον τίτλο στον πρωταρχικό ρόλο που παίζουν τα πόδια: «Προέκυψε από τον συνδυασμό δύο λέξεων της αργκό godillot (αρβύλα) και godasse (παπούτσι)».
Η πρώτη παράσταση έγινε στο θέατρο «Theatre De Babylone» το 1953, σε σκηνοθεσία Ρότζερ Μπλιν και μετά τις πρώτες διχασμένες αντιδράσεις του κοινού, ο «Γκοντό» έγινε το θέμα συζήτησης στο θεατρικό Παρίσι. Κι αν η δράση στον Μπέκετ είναι η απουσία της δράσης, το «Περιμένοντας τον Γκοντό» αγαπιέται από σκηνοθέτες και ηθοποιούς και ανεβαίνει συχνά. Ο ίδιος έλεγε ότι πρέπει να παίζεται «ως παρωδία φάρσας μιας ευγενικής κοινότοπης συζήτησης»...
Ο Κ. Καπελώνης αντιμετώπισε τους ήρωες ως άφυλα όντα, γι' αυτό και γυναίκες ερμηνεύουν τους πέντε αντρικούς ρόλους: «Εξήντα χρόνια από τότε που γράφτηκε το έργο, η αλλαγή που έχει συντελεστεί στη συμμετοχή των γυναικών σε πολιτικές και οικονομικές θέσεις στις ανεπτυγμένες καπιταλιστικές κοινωνίες, υπέβαλε την ιδέα τα πρόσωπα να χάσουν το φύλο τους και να τα δούμε ως ανθρώπινα πλάσματα στον τόπο και στον χρόνο του έργου. Οι ήρωες επινοούν θέματα και δράσεις για να απεμπολήσουν την υπαρξιακή αγωνία τους. Δεν είναι οι τυπικοί περιθωριακοί αλήτες. Τους βλέπω ως σκεπτόμενους, πάμπτωχους διανοούμενους που κινούνται μέσα στους αιώνες με κοστούμια ξεσκισμένα. Ο Βλαντιμίρ είναι πραγματιστής, έχει το πάνω χέρι γιατί θυμάται, αλλά κι αυτός κάποτε μπερδεύεται. Ο Εστραγκόν είναι ονειροπόλος, ξεχνά, χάνεται και επιστρέφει δαρμένος. Το άλλο δίδυμο, ο Λάκι και ο Πότζο, που εμφανίζονται ο ένας μουγκός και ο άλλος τυφλός στη δεύτερη πράξη, εξευτελίζουν κάθε μορφή εξουσίας».
Ο Μπέκετ θέλει το τοπίο του έργου ερημικό: μια κλαίουσα ιτιά κι ένα λοφάκι στο βάθος. Το σκηνικό της παράστασης «κλεισμένο» μέσα σ' ένα δίχτυ, διαμορφώνεται από ένα συρμάτινο δέντρο και την οροφή ενός θαμμένου αυτοκινήτου.
Ο Κ. Καπελώνης ανησυχεί για την πορεία του θεάτρου μέσα στην κρίση, αλλά ελπίζει: «Πρέπει να αντιδράσουμε. Να μην κλειστούμε σπίτι, να βγούμε στα θέατρα αλλά και στους δρόμους. Να κινητοποιηθούμε, να πετάξουμε από πάνω μας αυτό το δίχτυ που μας ρίχνουν, αυτό για το οποίο μιλάει ο Λάκι στον Γκοντό».

No comments: