- «Ο ουρανός κατακόκκινος»
Δεκαετία του 1990. Τα σοσιαλιστικά οράματα «ξαναμάτωσε» η άγρια παλινόρθωση του καπιταλισμού. Οποιος κυριεύτηκε από απογοήτευση, σύγχυση, ηττοπάθεια και το γελοιοδέστατο ιδεολόγημα περί του «τέλους της Ιστορίας» θεωρούνταν «ρεαλιστής», «αντιδογματικός». Μέσα στην ιδεολογική κοσμοχαλασιά αυτής της εποχής έγραψε η Λούλα Αναγνωστάκη το μονόπρακτο μονόλογο «Ο ουρανός κατακόκκινος». Δραματουργός με υπερευαίσθητες, πάντα, κεραίες απέναντι στα καθημερινά ψυχολογικά, υπαρξιακά, οικογενειακά και κοινωνικά προβλήματα του σύγχρονου ανθρώπου - ιδιαίτερα της γυναίκας ως πιο ευάλωτου «κρίκου» στην οικογένεια, την εργασία, την κοινωνία - με αυτό το βαθιά μελαγχολικό αλλά και λεπτού και πικρού ειρωνικού χιούμορ μονόλογο, συνέθεσε τα «κομμάτια και θρύψαλα» μιας μεσήλικης. Μια μεσοαστικής καταγωγής πρώην καθηγήτρια Γαλλικών, ανέκαθεν απολιτική αλλά πια σε πλήρη ιδεολογοκοινωνική σύγχυση, που χηρεύει, το ρίχνει στο πιοτό και απολύεται λόγω αλκοολισμού, αποτυχημένη στη διαπαιδαγώγηση του παιδιού της, βυθισμένη στη μοναξιά και στο «τίποτα» της ζωής της, ουσιαστικά απελπισμένη από το παρόν, «ζει» μόνο με τις μνήμες από τις περασμένες ευτυχισμένες μέρες με τον ερωτικά ελκυστικό, απογοητευμένο «αριστερό» πεθαμένο πια άντρα της, πορεύεται σε ένα χωρίς προορισμό αύριο. Μόνο στόχος της είναι να συμπαρασταθεί στο φυλακισμένο, ανεπάγγελτο μοναχογιό της, που νομίζοντας ότι θα τα «οικονομούσε», αν έκανε μια παράνομη Ρωσίδα μετανάστρια που γνώρισε τραγουδίστρια γαλλικών τραγουδιών σε νυχτερινά μαγαζιά, βρέθηκε στη φυλακή, κατηγορούμενος από το μαφιόζο εκμεταλλευτή της ότι σχεδίαζε την «εκπόρνευσή» της. Μια γυναικεία ύπαρξη συντριμμένη, που θεωρεί ότι στη σημερινή κοινωνία, ο μόνος προορισμός που μπορεί να αποκτήσει η ζωή της, η μόνη «επανάσταση» που μπορεί να κάνει το δικό της «ουρανό κατακόκκινο» είναι να συμπαρασταθεί στον «άσχημο και ηλίθιο», όπως αποκαλεί το γιο της. Τη μελαγχολία, αλλά πρωτίστως και κυρίως την πικρή ειρωνεία του έργου (παρουσιάστηκε στα πλαίσια του Φεστιβάλ Αθηνών) μεγέθυνε η γοητευτική ερμηνεία της Ρένης Πιττακή, καθοδηγημένη από την καθάρια, απέριττα ρεαλιστική σκηνοθεσία του Νίκου Χατζόπουλου, με το αφαιρετικά συμβολικό σκηνικό (ένας μικρός ανηφορικός «Γολγοθάς») του Αγγελου Μέντη και φωτισμούς του Λευτέρη Παυλόπουλου.
- «Γκόσπελ επί Κολωνώ»
Σύνηθες φαινόμενο στην εποχή μας, διεθνώς μάλιστα, είναι η ελεύθερη απόδοση και η εκσυγχρονιστική διασκευή κλασικών δραματουργικών έργων και του αρχαίου δράματος συμπεριλαμβανομένου. Αρκετές εκσυγχρονιστικές διασκευές (ξένες και ελληνικές) αρχαίου δράματος παρασάγγας απέχουν από το πρωτότυπό τους, φτάνοντας στην αλλοίωση και εξαφάνιση του πνευματικού και ποιητικού ήθους του, ακόμα και του μύθου του, τόσο που να αναρωτιέται κανείς αν το διασκευαστικό τους αποτέλεσμα οφείλεται σε ασέβεια προς το πρωτότυπο ή σε ανικανότητα και αταλαντοσύνη. Η παράσταση «Γκόσπελ επί Κολωνώ», βασισμένη στο σοφόκλειο «Οιδίποδα επί Κολωνώ», την οποία παρουσίασε στο Ηρώδειο ο νεοϋορκέζικος θίασος «Mabou Mines», σε διασκευή και σκηνοθεσία του Λι Μπρούερ, με μουσική, στιχουργική προσαρμογή και μουσική διεύθυνση του Μπομπ Τέλσον, με ερμηνευτές, αποκλειστικά, Αφροαμερικανούς ηθοποιούς, πολύπειρους τραγουδιστές και μουσικούς της Γκόσπολ και Σόουλ μουσικής και χορωδούς μιας αφροαμερικανικής εκκλησίας της Πεντηκοστιανής, αποτελεί ένα διασκευαστικό εγχείρημα, που με το σεβασμό του απέναντι στο σοφόκλειο μύθο (ακολούθησε και κράτησε σχεδόν όλο το έργο και όλα τα πρόσωπα που έπλασε ο Σοφοκλής) και το ποιητικό ήθος του, με την πρωτότυπη, λεπτομερώς επεξεργασμένη σκηνοθετική σύλληψή του, με το χωρίς χάσματα απολύτως «ενορχηστρωμένο» δέσιμο λόγου, τραγουδιού, μουσικής και κίνησης του πολυμελούς θιάσου, δικαιούται όχι μόνο το σεβασμό, αλλά και τον έπαινο. Ο Λι Μπρούερ ξέροντας τη θρησκευτική καταγωγή του αρχαίου δράματος και τη θεαματικότητα των μακραίωνων αφρικανικών θρησκευτικών τελετουργιών, πιστεύοντας ότι το τελετουργικό όλων, ανεξαιρέτως, των θρησκειών θεάται - δηλαδή συνιστά θέαμα και έχοντας διαπιστώσει και μελετήσει τη «θεατρικότητα», το σωματοποιημένο «θέατρο» που παράγει το αφηγηματικό κήρυγμα ενός ιερέα (όπως ο «εξάρχων» στις αρχαιοελληνικές τελετουργίες) και ο «διάλογός» του με τους μετέχοντες και ομαδικά άδοντες (όπως ο ομαδικά ορχούμενος Χορός στο αρχαίο δράμα) στη λειτουργία της αφροαμερικανικής εκκλησίας της Πεντηκοστιανής, βάσισε σ' αυτό το κοινό χαρακτηριστικό την κειμενική διασκευή και σκηνοθεσία του. Συνδυάζοντας τον αφηγηματικό λόγο, το ατομικό τραγούδι και την ομαδική όρχηση, προσάρμοσε και «έδεσε» σεβαστικά και αποτελεσματικά το μύθο και την ποίηση του αρχαίου κειμένου με την αφηγηματική παράδοση, τη στιχουργική και ρυθμοποιία του Γκόσπελ, δημιουργώντας μια διόλου επιτηδευμένη, μια γοητευτική, λαϊκού ήθους παράσταση, αναδεικνύοντας την οικουμενικότητα του αρχαίου μύθου, μέσα από την ομορφιά, την έκσταση, τον ψυχισμό, το πάθος της παράδοσης του Γκόσπελ, με ζωντανή ορχήστρα και ένα εξαιρετικό υποκριτικό και τραγουδιστικό σύνολο, μεταξύ του οποίου και τρεις τυφλοί πολύπειροι τραγουδιστές του είδους.
- Γαλλοσυριακή «Ανδρομάχη»
Το αρχαίο τραγικό είδος θα «τρέφει» εσαεί τους ανθρώπους του θεάτρου, καθώς εσαεί θα εκφράζει τους πάσχοντες ανθρώπους, ιδιαίτερα τους πάσχοντες λαούς. Πάσχουσες υπάρξεις είναι τα συνεχώς αυξανόμενα μιλιούνια των ξεριζωμένων από το γενέθλιο τόπο τους, εξαιτίας της πείνας, της εξαθλίωσης, των σημερινών ιμπεριαλιστικών πολέμων, κατάκτησης και διαμελισμού χωρών και γενοκτονίας λαών. Στη Γαλλία ζουν χιλιάδες ξεριζωμένοι από τις αραβικές χώρες και «μπολιάζουν» το σύγχρονο πολιτισμό της (έντονα μάλιστα στη μουσική) με το δικό τους πολιτισμό, τους καημούς και τα προβλήματά τους. Τέτοιο «μπόλιασμα» στον τομέα του θεάτρου ήταν η γαλλοσυριακής παραγωγής παράσταση της ευριπιδικής «Ανδρομάχης» (περιλήφθηκε στο Φεστιβάλ Αθηνών), σε σκηνοθεσία αραβικής καταγωγής Ζαν-Κριστόφ Σάις, με Γάλλους και Σύρους ηθοποιούς. Κάθε άλλο παρά τυχαία είναι η επιλογή του έργου και η διανομή των ρόλων: Τους εκπροσώπους των Αχαιών που εισέβαλαν και ρήμαξαν την Τροία υποδύονται Γάλλοι ηθοποιοί. Τη σκλαβωμένη και χαροκαμένη Ανδρομάχη, όπως και τα άλλα ξεριζωμένα πρόσωπα των «βαρβάρων», υποδύονται Σύροι ηθοποιοί (στη συριακή γλώσσα όταν μονολογούν ή μιλούν μεταξύ τους, αλλά και στα γαλλικά όταν απευθύνονται στους «Ελληνες»). Παντοτινό «μνημείο» ποιητικού λόγου, οικουμενική, διαχρονική και επίκαιρη καταγγελία όλων των ιμπεριαλιστικών πολέμων, η ευριπίδεια τραγωδία «μιλά» για τα σημερινά πάθη αραβικών λαών. Για τα ερείπια, τη γενοκτονία και τον ξεριζωμό τους από ιμπεριαλιστές εισβολείς, για την κλιμακούμενη σύγχρονη αποικιοκρατική πολιτική της «ανώτερης» Δύσης που νέμεται τον πλούτο των κατακτημένων χωρών της Ανατολής, αλλά και τους επιζώντες «βαρβάρους» που ενώ τους ξεριζώνουν και τους εκμεταλλεύονται σα σύγχρονους σκλάβους, παράλληλα τούς θεωρούν «ξένους» κι «εχθρούς». Ο σκηνοθέτης χωρίς ίχνος παρέμβασης στο αρχαίο πρωτότυπο, χωρίς -σκηνοθετικά ή ερμηνευτικά - εντυπωσιοθηρικά «κόλπα», με μόνο «σκηνικό» τους φωτισμούς και άμμο στο δάπεδο της σκηνής, με λιτά ά-χρονα κοστούμια και με διακριτικών αραβικών ακουσμάτων μουσική, ακολουθώντας μια λιτότατη ρεαλιστική «ανάγνωση» άφησε τον πρωτοπόρο ποιητικό ρεαλισμό του Ευριπίδη να «καθρεφτίσει» τα πάθη και των σημερινών «βάρβαρων» λαών και ξεριζωμένων στη Δύση. Μόνο και εύστοχο «εύρημα» της σκηνοθεσίας ήταν ο θρήνος της Ανδρομάχης από το φόβο ότι ο Μενέλαος θα σκοτώσει το παιδί που, άθελά της, γέννησε σα σκλάβα - ερωμένη του Νεοπτόλεμου, που παρέπεμψε στους παραδοσιακούς θρηνητικούς αλαλαγμούς των χαροκαμένων Αράβων γυναικών. Ακρα λιτότητα είχαν και οι ερμηνείες, με πιο ασκημένες, πιο σύνθετες, πιο κυρίαρχες των Γάλλων ηθοποιών (ιδιαίτερα των ηθοποιών στους ρόλους του Πηλέα και της Ερμιόνης). Λιτός ο λόγος της Σύρας ηθοποιού στο ρόλο της Ανδρομάχης, αλλά υπέρμετρα ταχύρυθμος, με επόμενη συνέπεια μια ηχητική μονοτονία και μια συναισθηματική «αχρωμία».
[ΘΥΜΕΛΗ, Ριζοσπάστης, 25/6/2008]
No comments:
Post a Comment