Friday, October 28, 2011

Η "Φαύστα" στο "Θέατρο Στοά": Στο μποστάνι του Μποστ



  • Κριτική
  • Πολενάκης Λέανδρος
  • Η ΑΥΓΗ: 30/10/2011

Έγραφα παλιότερα για τον "Μποστ" πως τα έργα του μοιάζουν σαν μια προέκταση του σοβαροφανούς ελληνικού 19ου αιώνα, με την ικανότητα, όμως, να σαρκάζει κάπου - κάπου τον εαυτό του, μέσα στον εξίσου σοβαροφανή 20ό, που έχασε πια, όπως φαίνεται, αυτή την ιδιότητά του.

Θα πρόσθετα ότι το ίδιο το πνεύμα του αυτοσαρκασμού της χώρας, που την έσωζε πάντα στις κρίσιμες στιγμές, κατέφυγε, όταν έμεινε ορφανό, στα έτοιμα να εκραγούν "κουτάκια" των γελοιογραφικών εικόνων του Μποστ, με τις ανορθόγραφες λεζάντες τυλιγμένες γύρω σαν βραδύκαυστο φυτίλι.

Μαζί με το θέατρό του εκρήγνυνται σήμερα βροντερά στο κενό της τετελεσμένης αγλωσσίας - αγνωσίας μας, βοηθούντων όλων των εκπαιδευτικών, γλωσσικών ή άλλων "πειραμάτων" που εφαρμόζουν οι μαθητευόμενοι μάγοι "στου κασίδη του κεφάλι", περιλαμβανομένου του τελευταίου. Επειδή ο Μποστ διαθέτει ανεπτυγμένο το αισθητήριο που του επιτρέπει να ανιχνεύει τη λαϊκότητα επί τόπου, εκεί όπου είναι και όχι εκεί όπου την τοποθετούν οι πάντοτε για τα πάντα πληροφορημένοι ημιμαθείς, ημιφωτισμένοι και εμπαθείς "ειδικοί", που στέλνουν κάθε τόσο οι "Εσπερίες" να μας "διαφωτίσουν".


Πίσω από το προσωπείο του εικονοκλάστη της γλώσσας κρύβεται ίσως μια προδομένη ορθόδοξη προοπτική και ένας προδομένος αριστοκράτης του πνεύματος, μέσα σε μια χώρα συστηματικά λεηλατημένη από πνεύμα και ύλη, από "δικούς" και "ξένους".

Μέσα σε μια χώρα υποχρεωτικής, και διά νόμου, πλέον, διολίσθησης των πάντων προς τα κάτω, ο σπουδαίος ποιητής και σπουδαιότατος ζωγράφος Μποστ ανθίσταται, χωρίς να επαναλαμβάνει το λάθος κάποιων προκατόχων του λόγιων του 19ου αιώνα, που συγκρούστηκαν μετωπικά με το αρραγές, ανίκητο... τείχος της βλακείας. Την αντιμετωπίζει, αντίθετα, με "αντάρτικο". Βγαίνει με "κλεφτοπόλεμο" στις "πλάτες" του μοντέλου της κυρίαρχης σήμερα μικροπολιτικής, μικροαστικής και μικρονοϊκής γλώσσας, η οποία "λέει" τα πάντα και τίποτα δεν λέει.

Επισήμως ο Μποστ χλευάζει στη "Φαύστα" το ιδανικό της γλωσσικής "καθαρότητας", μάλιστα στην αρχαιολατρική, "βερναρδάκεια" εκδοχή του, δανειζόμενος απλώς τον τίτλο τού πιο γνωστού καθαρευουσιάνικου ρομαντικού δράματος, χωρίς να το αναφέρει διόλου στο έργο.

Ας μου επιτραπεί να διατυπώσω την άποψη ότι ο Μποστ χλευάζει εδώ το ίδιο το ιδεώδες της γλωσσικής "καθαρότητας", και στη μια και στην άλλη εκδοχή του, αρχαιολατρική ή νεοδημοτιστική. Γνωρίζοντας ότι πρόκειται για εκφάνσεις του ίδιου πάντα φαινομένου, μιας πεπαλαιωμένης ρομαντικής αντίληψης.

Το θέατρό του γίνεται έτσι ένα μεγάλο κάτοπτρο που εικονίζει πιστά την παραμορφωμένη γλώσσα των κάθε είδους αστόχαστων εκπροσώπων της δοτής εξουσίας. Των "μορφωμένων", αλλά και των "αμόρφωτων", κυρίως, οπαδών - μιμητών τους. Επειδή, όπως είπε ο Ζήσιμος Λορεντζάτος: "Η ψεύτικη ζωή μας ψεύτισε τη γλώσσα μας. Όχι το αντίθετο".

Στα έργα - πίνακες του Μποστ παρακολουθούμε προφητικά το ψέμα, πάνω στο οποίο στηρίξαμε την "ανάπτυξή" μας, να έχει στοιχειώσει και να μας κυνηγά με με κοντά ποδάρια, σαν ένας κωμικός εφιάλτης.

Η Φαύστα είναι ένα τέτοιο έργο - πίνακας, ένα γλωσσικό ποιητικό "μποστάνι" στα σύνορα του παραλόγου, αλλά με νήμα, στάθμη και οδηγό τον "εθνικό" μας στίχο, τον δεκαπεντασύλλαβο.

Σε άψογο ρυθμό δεκαπεντασύλλαβου, στο ύφος ενός περιπλανώμενου θίασου που παίζει "μούτικη" κωμωδία, η νέα σκηνοθεσία της "Φαύστας", του Θανάση Παπαγεωργίου, στη "Στοά", προσθέτει, με φαντασία και λόγο, άλλη μια διάσταση και απογειώνει, σαν "θέατρο μέσα σε θέατρο", το έργο.

Κρατά την απαραίτητη απόσταση ασφαλείας ανάμεσα στις λέξεις και στα πράγματα που αυτές δηλώνουν, ανάμεσα στον λόγο και στην "αργή", κάπως παγωμένη εκφορά του. Με κίνηση ανάλογη, ώστε να προλαβαίνουν να περνάνε ως εικόνες τα αλλεπάλληλα, λεκτικά κυρίως, αστεία - τρικλοποδιές που βάζει στη φυσική γλώσσα η "μπόστεια" θεατρική της παράθλαση.

Κάτω από το έξοχο αρχιτεκτόνημα της μουσικής του Βασίλη Δημητρίου, με τα ανεπανάληπτα σκηνικά - κοστούμια του Μποστ, που υλοποίησε η Λέα Κούση, με ωραίες, αεράτες χορογραφίες των Εύας Καμινάρη, Κοραλίας Τσόγκα. Με ρόλους "χάρτινους", αλλά γεμάτους χάρη, σαν να δραπέτευσαν... από άλμπουμ με εικαστικά του Μποστ.

Η σπουδαία Λήδα Πρωτοψάλτη ("Φαύστα") δίνει τα ρέστα της... ως μια περιπλανώμενη, θεότρελη "μπουλουκτσού" θεατρίνα, με κωμική επιφάνεια και βάθος δραματικό. Φέρνοντας αθέλητα στον νου την αμίμητη Τζουλιέτα Μασίνα.
Ο Θανάσης Παπαγεωργίου δίνει καίρια τον "Γιάννη" ως μια αφαιρετική, κωμική, άψογη "φιγούρα μπούφα"... ενός εγχώριου Μπάστερ Κίτον.

Η νεαρή Κοραλία Τσόγκα, με κατακτημένα εκφραστικά μέσα, είναι ήδη μια πολυδύναμη πλήρης ηθοποιός. Ως "Ριτσάκι" τα δίνει όλα στη σκηνή. Και υποκριτική και μιμική, και τραγούδι και χορό. Για όσους δεν την έχουν δει, είναι μια σωστή αποκάλυψη. Η Νίκη Χαντζίδου ("Μαριάνθη") φτιάχνει μια αναγνωρίσιμη, ιονεσκική "καμαριέρα".

Η ικανή Εύα Καμινάρη ("Κυρία Ιατρού" και "γάτος") δίνει μια φρέσκια νότα "παραλόγου". Ο Παναγιώτης Μέντης ("Κύριος Ιατρού") προσθέτει λαγαρά το "γκροτέσκο". Και η Βάσω Ορκοπούλου (υιός Ιατρού), μια προσωπική σφραγίδα.

No comments: