Wednesday, April 29, 2015

Αγνώριστος, περίεργος, όμως ο Τσέχοφ είναι εδώ


 
  «Βυσσινόκηπος», Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών
Τουλάχιστον κανείς σας δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι έφτασε στη Στέγη απροετοίμαστος. Η πιο επιτυχημένη πιθανόν αφίσα των τελευταίων δεκαετιών για το ελληνικό θέατρο είχε ήδη φροντίσει να διασπείρει σε στάσεις λεωφορείων και τερματικούς σταθμούς τον απροσδιόριστα επιθετικό, ανατρεπτικό και βέβηλο χαρακτήρα της πρότασης του Νίκου Καραθάνου για τον κλασικό «Βυσσινόκηπο» του Τσέχοφ. Κι όμως, όταν στο τέλος, μετά δυόμισι ώρες βομβαρδισμού ευρημάτων και ανατροπών το κοινό έπρεπε να χειροκροτήσει, ήταν πολύ φανερό πως υπήρχαν ακόμη θεατές που δεν ήξεραν όχι μόνο αν τους άρεσε η παράσταση, αλλά ούτε και το τι τελικά παράσταση είδαν.

Οι περισσότεροι βέβαια έσπευσαν να συνδέσουν τον «Βυσσινόκηπο» με την περίφημη πια «Γκόλφω». Είναι εξάλλου προφανές: ο ίδιος περίπου θίασος, με το ίδιο ύφος συλλογικής δράσης και της εξηρμένης από το σύνολο ατομικότητας, να παίζει πάνω στην ίδια πάνω-κάτω παλέτα χρωμάτων. Ο ίδιος μαύρος εξπρεσιονισμός, η ίδια τάση διόγκωσης έως και υπερβολής στις ερμηνείες. Και για επιστέγασμα, η ίδια υπερρεαλιστική διάθεση που σε κάνει να μείνεις άφωνος άλλοτε με το εύρημα, άλλοτε με το θάρρος κι άλλοτε με το αλλοπρόσαλλο του πράγματος.
  • Ομοιότητες με Κιτσοπούλου
Εκείνο που ωστόσο χρειάζεται ίσως περισσότερο κουβέντα είναι οι συνάψεις της παράστασης όχι με την περασμένη «Γκόλφω» του Καραθάνου αλλά με τον «Ματωμένο Γάμο» της Κιτσοπούλου (που παίζει άλλωστε στην παράσταση, κρατώντας, όπως έκανε στον «Γάμο» της ο Καραθάνος, τον πιο εξεζητημένο ρόλο). Δεν θα μείνω στις ομοιότητες, με ενδιαφέρουν περισσότερο οι στοχεύσεις: οι δύο προτάσεις συναντιούνται πάνω στο ζήτημα της εκλεκτικής ιθαγένειας του ελληνικού θεάτρου. Να θυμίσω λοιπόν και πάλι ό,τι έλεγα και τότε: όπως ο Λόρκα, έτσι κι ο Τσέχοφ, δεν είναι για εμάς ξένος, παρά μόνο κατ’ όνομα. Εχει εισχωρήσει για τα καλά στην ιθαγένεια του θεάτρου μας, η μελέτη του είναι μέρος της ιδιοσυγκρασίας μας. Κι όποιος τα βάλει μαζί του, όποιος ενοχλεί τη μακαριότητά του, να ξέρει πως τα βάζει με πολλούς ταυτόχρονα: με την παράδοση και τους δασκάλους, με μνήμες και αναφορές, με κλισέ και στερεότυπα, με τόσο ισχυρά και υπόγεια συμφραζόμενα, ώστε να καθορίζουν την ίδια την πρόσληψή μας.

Τα λέω αυτά για να δείξω ότι αυτό που κάνει τώρα ο Καραθάνος δεν είναι κάποια βελούδινη επανάσταση, μια σοφιστικέ επιτήδευση πρωτοπορίας, αναίμακτη πρωτοβουλία. Θέλει κότσια, τρέλα, μπόλικο θράσος, θέλει ασφαλώς αλαζονεία, και θέλει και μεγάλη κούραση από το περιβάλλον που ανέθρεψε τον καλλιτέχνη. Ενώ οι περισσότεροι θα επιζητούσαν κάποιο νέο Βυσσινόκηπο, ο Καραθάνος αναζητεί έναν νέο Τσέχοφ. Σαν να λάθεψαν οι παλιοί, σαν να κούρασαν οι παλιοί, σαν οι παλιοί να μην είναι πια αρκετοί.
  • Λείπει ο Στανισλάφσκι
Κι όμως ο Τσέχοφ είναι εδώ. Πιθανόν διαφορετικός από αυτόν που γνωρίζουμε, αγνώριστος και ανοίκειος, περίεργος και εκτός του γνωστού του ύφους, αλλά ακόμη εδώ. Δεν είναι άλλωστε αυτός που λείπει από την πρόταση της Στέγης. Είναι ο Στανισλάφσκι. Και μάλιστα για να είμαστε ακριβείς, είναι ο πρώτος Στανισλάφσκι, του αρχικού «Βυσσινόκηπου», με τις δικές του εμμονές και την παρακαταθήκη. Το θέμα εδώ είναι κάτι περισσότερο από το αν ο Τσέχοφ έγραψε κωμωδία ή δράμα. Πρέπει –και αυτό είναι δυσκολότερο– να προσεγγίσουμε τον Τσέχοφ με ένα διαφορετικό εργαλείο από την παραδοσιακή μέθοδο εφελκυσμού της «εσωτερικής ζωής» των ηρώων, του μικροδράματος, της ψυχολογικής αλήθειας, με δυο λόγια ενός «ρεαλισμού», ποιητικού ίσως και βαθύτερου, αλλά εν τέλει «ρεαλισμού». Εδώ είναι τα δύσκολα.

Εδώ, ο Καραθάνος τολμά να διαλύσει εξαρχής τη φόρμα. Από το μηδέν σχεδόν. Για να είμαστε ακριβείς, αυτό που βλέπουμε δεν είναι κάποιον σκηνοθέτη να ανεβάζει «Βυσσινόκηπο», αλλά έναν ολόκληρο θίασο. Αν δεν το καταλάβουμε αυτό, όχι την παράσταση με την απίθανη διανομή, τις σκάντζες, τις προσθαφαιρέσεις και μεταθέσεις των ρόλων, αλλά ούτε καν την αφίσα δεν μπορούμε να καταλάβουμε. Ρώτησαν τον Καραθάνο γιατί ο Μίκυ είναι… έγκυος. Και αυτός απάντησε: γιατί δύο κοπέλες από τον θίασο έτυχε να είναι σε ενδιαφέρουσα όταν ξεκίνησαν οι πρόβες!

Αυτό είναι όμως το πρώτο βήμα. Ακολουθούν κι άλλα. Για παράδειγμα, με τα αυτιά του Μίκυ στο κεφάλι και τον ελέφαντα στη μέση της σκηνής, με το σκοτεινό αμπρί να δεσπόζει (με τα σκηνικά της Ελλης Παπαγεωργακοπούλου η σκηνογραφία επιστρέφει στο θέατρό μας), δύσκολα θα κατανοήσουμε τα πρόσωπα σαν εκπρόσωπους της εποχής, δύσκολα θα τα εντάξουμε σε ένα ιστορικό περιβάλλον. Αυτός ο νέος, υπερρεαλιστής Τσέχοφ, το πειρακτήρι αυτό, μας οδηγεί σε κάτι άλλο. Το ζητούμενο τώρα είναι το τέλος της αθωότητας, η βίαιη ενηλικίωση, το τέλος του παιχνιδιού που έρχεται πάντα με τη μορφή του φόβου και της ενοχής.

Ο Καραθάνος έδωσε τον «Βυσσινόκηπο» σαν παραβολή για τη χαμένη γενιά των αθώων και μοιραίων. Που εγκλωβίστηκαν σε μια ηλικία, στην αφέλεια και τη διαρκή φυγή της. Μη φοβάστε λοιπόν καθόλου αν τους βλέπετε σαν αγαθούς ή μικρά παιδιά, τρελούς ή χαμένους, αν ακούτε το χιούμορ τους να γίνεται πολλές φορές άτσαλο ή και σαχλό. Τέτοιοι είναι.
  • Αλλοπρόσαλλες, αλλά ανανεωτικές ερμηνείες
Και να που ο Βυσσινόκηπος αυτός, κλεισμένος στο μαύρο παιδικό δωμάτιο, σε ένα θόλο προστασίας και στην άρνηση της πραγματικότητας, μας φέρνει από μια άλλη διαδρομή ξανά προ του εαυτού μας. Προσωπικά δεν είχα δει ποτέ τόσο καθαρά την ομοιότητά του με το εμάς και το σήμερα. Με παιδιά, που καθώς τα βρίσκουν σκούρα στον έξω κόσμο, επιστρέφουν όχι σε αυτό που υπάρχει, αλλά σε ό,τι θέλησαν να ονειρευτούν. Κυρίως αυτό: η ακινησία δεν είναι εδώ αδυναμία, αλλά επιλογή. Είναι η ανομολόγητη επιθυμία καθήλωσης.

Να είμαι ειλικρινής; Είναι δύσκολο να κριθούν οι ηθοποιοί της ομάδας σε κάτι που βρίσκεται τόσο εκτός του μέτρου και του αναμενόμενου. Με τα γνώριμα ρεαλιστικά σταθμά του Τσέχοφ, ερμηνείες όπως της Εμιλυ Κολιανδρή ή του Χρήστου Λούλη μοιάζουν αλλοπρόσαλλες, αν και τόσο ανανεωτικές. Σαν σύνολο οι ηθοποιοί μπόρεσαν να μεταδώσουν μια αίσθηση κοινού πεπρωμένου, μια ατμόσφαιρα συλλογικής ευθύνης. Είναι μια αληθινή ομάδα που έχει δεθεί πάνω στη σκηνή, έτσι ώστε κανείς να μη μένει ποτέ μόνος ή γυμνός. Και κάτι ακόμα: έδωσαν από κοινού αληθινά την εντύπωση ότι παίζουν σε κωμωδία όχι του «μέσα θεάτρου», αλλά του «έξω κόσμου». Είναι το βάρος μιας αβάσταχτης ελαφρότητας που έρχεται να μας κατακλύσει μετά την παράσταση, σαν δεύτερη σκέψη.

No comments: