Του Σπύρου Κακουριώτη,
  • Η ΑΥΓΗ, 26.04.2015

Στο όχι και τόσο μακρινό 2077, ίσως μετά από κάποια οικολογική ή άλλη καταστροφή, σε ένα περιβάλλον που θυμίζει Απόδραση από τη Νέα Υόρκη, το περίφημο κινηματογραφικό έργο που γύρισε ο Τζον Κάρπεντερ το 1981, οι άνθρωποι ζουν έναν βίο λιτό, ομοιόμορφο, χωρίς παρελθόν... Ίδια σπίτια, ίδια έπιπλα, ίδια ρούχα, φαγητό που διανέμεται σε συσσίτια, υπηρεσίες περιπολίας και καταστολής, απαγόρευση κάθε προσωπικού αντικειμένου που δεν έχει άλλη από χρηστική λειτουργία, άνθρωποι που ζουν χωρίς να σκέφτονται, χωρίς να νιώθουν. Αυτή είναι η δυστοπική κοινωνία - μετά - την - καταστροφή που περιγράφει ο κορυφαίος Βρετανός δραματουργός Έντουαρντ Μποντ στο μονόπρακτό του Δεν έχω τίποτα (Have I none, 2000), που παρουσιάζεται στο Θέατρο του Νέου Κόσμου, από την Εταιρεία Θεάτρου Εν Δράσει.


Το Δεν έχω τίποτα ανήκει σε έναν κύκλο έργων που ο συγγραφέας συνέθεσε μεταξύ 1997 - 2008 τα οποία τοποθετούνται σε ένα δυστοπικό μέλλον, όπου κυριαρχούν η κοινωνική κατάρρευση και ο βιοπολιτικός έλεγχος. Πρόκειται για "μια καταναλωτική κοινωνία που έχει οδηγηθεί στο τέλμα, όπου οι άνθρωποι αυτοκτονούν μαζικά, αγοράζουν κάθε τόσο καινούργια αυτοκίνητα μόνο και μόνο για να τα 'στουκάρουν' στους τοίχους", λέει ο σκηνοθέτης του Δεν έχω τίποτα, Δημήτρης Μυλωνάς.
Έτσι, "η κοινωνία φτάνει σε αδιέξοδο και ζητά οικειοθελώς από το κράτος να την αναλάβει. Το σύστημα σε οδηγεί να το ζητήσεις μόνος σου..."
Ένα ζευγάρι είναι οι κεντρικοί ήρωες του μονόπρακτου του Μποντ. Εκείνος (Βασίλης Κουκαλάνι) εργάζεται στην υπηρεσία περιπολίας, είναι ένα είδος πολιτοφύλακα ή ασφαλίτη. Εκείνη (Άννα Ελεφάντη), η γυναίκα του, ζει μια ζωή απόλυτα κενή, κλεισμένη στο σπίτι. Η εμφάνιση ενός ξένου (Πάρης Θωμόπουλος), που φοράει διαφορετικά ρούχα, που δεν έχει χαρτιά, που κρατάει μία φωτογραφία και υποστηρίζει ότι είναι αδερφός της γυναίκας, θα αποτελέσει τον καταλύτη για να ξεσπάσει η κρίση...

Οι ισορροπίες διαταράσσονται, τα συναισθήματα επαναστατούν. Σε αυτήν την "τραγωδία σε πολύ μικρή και πυκνή φόρμα", όπως χαρακτηρίζει το έργο η Άννα Ελεφάντη, "το συναίσθημα είναι τόσο πολύ χαλιναγωγημένο, που οι ήρωες, μολονότι αναγνωρίζουν ενδόμυχα τη σχέση που τους συνδέει, δεν μπορούν πλέον να μιλήσουν γι' αυτά που τους αφορούν και καταλήγουν να τσακώνονται για μία καρέκλα, όπου προβάλλεται όλο τους το αδιέξοδο".

"Η συγγένεια, όπως το παρελθόν και η μνήμη, είναι απαγορευμένες", λέει από τη μεριά του ο Δ. Μυλωνάς ΄"Όλοι γνωρίζουν τη συγγενική σχέση, όμως κανείς τους δεν μπορεί να την παραδεχθεί, γιατί αλλιώς ο άντρας θα έπρεπε να καταγγείλει τη γυναίκα, που θα οδηγούνταν στη σύλληψη. Γι' αυτό αντί να μιλήσουν τσακώνονται για την καρέκλα, που στην πραγματικότητα έχει σχέση με το τραγωδιακό θέμα της αναγνώρισης".

"Εσωτερικά όλοι οι χαρακτήρες ουρλιάζουν", παρατηρεί ο Βασίλης Κουκαλάνι. "Μέσα τους επικρατεί μια πανωλεθρία συναισθημάτων. Μια ακραία συνθήκη, όπως αυτή που περιγράφει ο Μποντ, φυσικό είναι να ακρωτηριάζει ένα πολύ μεγάλο μέρος του εσωτερικού μας κόσμου".
"Ακροβατώντας ανάμεσα στην καταγγελία ενός πολιτικού συνθήματος και στην ποιητικότητα ενός έργου τέχνης, το έργο του Μποντ έρχεται να μας ξεβολέψει, να μας φέρει αντιμέτωπους με την εποχή και τον ίδιο μας τον εαυτό", τονίζει η Ά. Ελεφάντη. Και ο Β. Κουκαλάνι συμπληρώνει: "Οι άνθρωποι είναι φοβικοί και θέλουν την ησυχία τους. Γι' αυτό ξέχασαν εύκολα και δέχτηκαν την αναμόρφωση που παρουσιάζει ο Μποντ. Επειδή δεν έχουν το σθένος να πάρουν τη ζωή τους στα χέρια τους. Αυτό, κατά τη γνώμη μου, είναι το μεγάλο ψέμα που έχουμε δεχτεί όλοι: ότι δεν μπορείς να κάνεις τίποτε, δεν μπορείς να προβάλεις δημιουργική αντίσταση".

Έντουαρντ Μποντ, ένας βαθιά πολιτικός δημιουργός

Ο Έντουαρντ Μποντ γεννήθηκε το 1934 στο Χόλογουεϊ, στο βόρειο Λονδίνο, από πολυμελή εργατική οικογένεια. Εγκατέλειψε το σχολείο, καθώς δεν έγινε δεκτός στο γυμνάσιο επειδή κρίθηκε κακός μαθητής, κάνοντας διάφορες δουλειές, όπως μπογιατζής, μεσίτης ασφαλειών, εργοστασιακός εργάτης, μέχρι το 1953, που κατατάχθηκε στον στρατό, υπηρετώντας στις βρετανικές δυνάμεις κατοχής στη Βιέννη. Εκεί ήταν που έγραψε το πρώτο του λογοτεχνικό έργο, ένα μυθιστόρημα που δεν σώζεται.

Στις αρχές της δεκαετίας του '60 και αφού αρχίσει να συνεργάζεται με τη συγγραφική ομάδα του Royal Court Theatre, παρουσιάστηκε το πρώτο του θεατρικό έργο, το νατουραλιστικό δράμα The Pope's Wedding (1962). Η μεγάλη στροφή όμως θα γίνει τρία χρόνια αργότερα, με τον Σωσμένο (1965), ένα βίαιο έργο με πρωταγωνιστές νεαρούς της εργατικής τάξης. Η άρνησή του να κόψει την πιο βίαιη σκηνή του έργου, όπως απαίτησε η προληπτική λογοκρισία (που ίσχυε ακόμη, με βάση νόμο του 1843), τον οδήγησε σε μια σειρά δικαστικών περιπετειών, την ίδια στιγμή που εκτός Βρετανίας ο Σωσμένος γινόταν μια παγκόσμια επιτυχία. Η διένεξη θα συνεχιστεί μέχρι το 1968, όταν ανεβαίνει το προκλητικά σουρεαλιστικό Early Morning, για να καταλήξει στην κατάργηση της θεατρικής λογοκρισίας στην Αγγλία.

Ο Έντουαρντ Μποντ έχει γράψει 40 περίπου θεατρικά, καθώς και κινηματογραφικά σενάρια, μεταξύ των οποίων το Blow up του Αντονιόνι, σενάρια για την τηλεόραση, λιμπρέτα όπερας κ.ά.
Δημιουργός έντονα πολιτικός, έχει αναπτύξει παράλληλα έναν ευρύτατο θεωρητικό στοχασμό πάνω στη θεατρική τέχνη, αλλά και τη λειτουργία του θεάτρου σε σχέση με την ανθρώπινη φύση και την καπιταλιστική κοινωνία.

Στην Ελλάδα έργα του έχουν σκηνοθετήσει οι Γ. Λαζάνης (Το μονοπάτι που πάει βαθιά μες στο βορρά), Β. Παπαβασιλείου (Καλοκαίρι), Κ. Αποστόλου (Θάλασσα), Α. Δοξιάδης (Μπίνγκο), Τ. Μπαντής (Σωσμένος), Π. Ζηβανός (το ίδιο με τον τίτλο Λυτρωμένοι) και Θ. Παπαγεωργίου (Η φυλακή του Όλυ).

info
ΔΕΝ ΕΧΩ ΤΙΠΟΤΑ του Έντουαρντ Μποντ. Σκηνοθεσία: Δημήτρης Μυλωνάς. Σκηνικά - κοστούμια: Δήμητρα Λιάκουρα. Φωτισμοί: Χριστίνα Θανάσουλα. Μουσική: Παύλος Κατσιβέλης. Ερμηνεύουν: Άννα Ελεφάντη, Πάρης Θωμόπουλος, Βασίλης Κουκαλάνι. ΘΕΑΤΡΟ ΤΟΥ ΝΕΟΥ ΚΟΣΜΟΥ.