Sunday, November 13, 2011

Οταν το όνειρο σβήνει


  • Επτά, Κυριακή 13 Νοεμβρίου 2011 
  • ΤΗΣ ΕΦΗΣ ΜΑΡΙΝΟΥ 

 Κάπου στο Σικάγο, τρεις φίλοι οργανώνουν μια φιλόδοξη διάρρηξη. Ο τόπος όπου εξυφαίνονται τα σχέδια είναι το παλιατζίδικο του Ντον (Αλέξανδρος Μυλωνάς). Ο Ουόλτερ, ο επονομαζόμενος «δάσκαλος» (Γιώργος Γάλλος) νουθετεί τον νεαρό Μπομπ (Παναγιώτης Καλαντζής), ένα ανήμπορο, ανυπεράσπιστο παιδί, χαμένο στα ναρκωτικά, πώς θα γίνει ένα «εξαίρετο άτομο».
Στη διάρκεια αυτής της φαντασιακής στην πραγματικότητα επιχείρησης, φιλίες, αισθήματα και προσωπικά συμφέροντα θα δοκιμαστούν μ' ένα πρωτόγνωρο τρόπο.
Ο «Αμερικάνικος βούβαλος» του Ντέιβιντ Μάμετ ανέβηκε ήδη στο «θέατρο πορεία». Το έργο, γραμμένο το 1975, απέσπασε τα βραβεία ΟΒΙΕ και Αμερικανών Κριτικών, πρωτοπαρουσιάστηκε στο ιστορικό θέατρο «Εμπρός» το 1992, σε μετάφραση του Δ. Τάρλοου, σκηνοθεσία του αείμνηστου Τάσου Μπαντή, με τους Δ. Καταλειφό, Γ. Κέντρο και Δ. Τάρλοου στους τρεις ρόλους, σημειώνοντας μεγάλη επιτυχία για δύο συνεχόμενα χρόνια. Τώρα ο «βούβαλος» ανεβαίνει σε σκηνοθεσία και αναθεωρημένη μετάφραση του Δ. Τάρλοου.
Το εμβληματικό τάλιρο του τίτλου, ο αμερικάνικος βούβαλος, που παραπέμπει στην ουτοπική ευδαιμονία του αμερικάνικου ονείρου θα μπορούσε σήμερα να φωτογραφίζει το ευάλωτο οικονομικά νόμισμα της Ευρώπης, το ευρώ.
Ο συγγραφέας χωρίς να αναφερθεί καθόλου στην πολιτική, γράφει ένα βαθιά πολιτικό έργο στο οποίο οι επιχειρήσεις ταυτίζονται με το έγκλημα ενώ το κέρδος γίνεται άλλοθι για την κλοπή. Οπως λέει ο ίδιος, ο «Αμερικάνικος Βούβαλος» μιλάει για τα ήθη των επιχειρησιακών συναλλαγών στην Αμερική: «Για το πώς συγχωρούμε κάθε προδοσία, μικρή ή μεγάλη, και τους ηθικούς συμβιβασμούς που ονομάζονται επιχειρήσεις, "δουλειές". Αισθανόμουν οργή γι' αυτό που λέγεται "μπίζνες" όταν έγραψα το έργο. Καθόμουν συνήθως στα πίσω καθίσματα του θεάτρου και παρακολουθούσα τους θεατές πώς έφευγαν. Οι επιχειρηματίες έφευγαν επικρίνοντας με έντονο ύφος τις ελλείψεις και επισημαίνοντας την κενότητά του. Στην πραγματικότητα ήταν θυμωμένοι επειδή το έργο μιλούσε γι' αυτούς...»
Το έργο όταν πρωτοπαίχτηκε στο «Εμπρός» «έμοιαζε λίγο εξωτικό», λέει ο Δ. Τάρλοου. «Σήμερα, σ' αυτές τις συνθήκες που επικρατούν στη χώρα μας, είναι τραγικά επίκαιρο. Το αδιέξοδο του καπιταλισμού και η φενάκη του πλουτισμού, η προδοσία που διαλύει σχέσεις προσωπικές και κοινωνικές είναι θέματα που ισχύουν περισσότερο από ποτέ. Οπως και τότε, έτσι και σήμερα, η επιχειρηματική δραστηριότητα ταυτίζεται με το έγκλημα. Ο,τι συνέβη στην Αμερική πριν από τριάντα χρόνια σήμερα είναι απτό, καθαρό. Βλέπουμε τα ράκη του καπιταλισμού μέσα στις πόλεις, την επιβίωση με το ελάχιστο, την αναζήτηση τροφής στα σκουπίδια».
Το ύφος στα έργα του Μάμετ θυμίζει αυτό του Μπέκετ και του Πίντερ: αποσπασματικοί διάλογοι -γνωστοί ως «Mametspeak»- γλώσσα κοφτερή και ιδιότυπο χιούμορ που βασίζονται σε παλιά του ακούσματα. Ως παιδί Αμερικανοεβραίων της νοτιανατολικής Ευρώπης, με πατέρα δικηγόρο του εργατικού δικαίου και μητέρα νοικοκυρά αλλά έξυπνη και πνευματώδη, αποτύπωνε τους πολύ ενδιαφέροντες καβγάδες τους μέχρι αυτοί να χωρίσουν.
Ο Τάρλοου -βρίσκεται ήδη 28 χρόνια στο θέατρο, ενώ τα τελευταία έντεκα χρόνια διευθύνει το θέατρο «Πορεία»- έχει πάρει τα δικαιώματα για όλα τα έργα του Μάμετ του οποίου το χιούμορ είναι οικείο. «Διαβολεμένο και ιδιαίτερο, όπως και του Γούντι Αλεν, το αναγνωρίζω στον ράφτη κυριών παππού μου, επίσης Εβραίο από το Κίεβο. Ο Μάμετ, κρυφακούγοντας τους τσακωμούς των γονιών του, απέκτησε μουσικό αφτί, την ικανότητα να αναπαράγει με θεατρικό τρόπο ανθρώπινες συμπεριφορές και έντονους διαλόγους. Ειρωνεύεται αυτό ακριβώς που ζούμε: την επιστροφή προσωπικών και εργασιακών σχέσεων στον Μεσαίωνα. Εχει ανατραπεί ό,τι ήταν δεδομένο πριν από μερικά χρόνια: δημόσιος χώρος, ελεύθερη έκφραση, οργάνωση πόλης, πολιτικά δικαιώματα. Δεν ακούς παρά μόνο λέξεις που αναφέρονται στο χρήμα, την οικονομία».
Η μουσική είναι του Μπλέιν Ράινεγκερ και οι φωτισμοί της Φελίς Ρος, η οποία ήρθε από το Ισραήλ ειδικά για την παράσταση. Ο σκηνικός χώρος (Ελένη Μανωλοπούλου) παραπέμπει περισσότερο σ' έναν χαώδη, συγκινητικό σκουπιδότοπο κι όχι σε μαγαζί, ώστε να αποδοθεί η εικόνα ενός κόσμου που καταρρέει. Το περιεχόμενο από δύο διαμερίσματα συμπολιτών μας που πέθαναν, εισέβαλε στη σκηνή του θεάτρου: κρεβάτια, ψυγεία, μικροαντικείμενα, πλυντήρια, προσωπικά αντικείμενα... Ενας παπαγάλος τύπου κακοτίλ έχει κι αυτός τον ρόλο του.
«Αν ο Μάμετ έβλεπε έργα του στη χώρα μας, θα διαπίστωσε, ίσως και με... τρόμο, πόσο καλύτερα λειτουργεί στα ελληνικά παρά στα αγγλικά», λέει ο Δ. Τάρλοου. «Μεταφράζοντάς τα, μεταφέρω την ξεχωριστή ρυθμολογία και την έντονη βωμολοχία ηχητικά ως παρτιτούρα. Διαλέγω λέξεις ή εκφράσεις που ξέρω ότι η απήχησή τους στα ελληνικά είναι πιο δραστική, πιο αστεία, πιο συγκινητική και, όπως έλεγε ο Καρούζος, εκτονώνουν την εσωτερική βιαιότητα. Οι ηθοποιοί είναι πάντα ελεύθεροι να αυτοσχεδιάσουν σωματικά αλλά αποκλείεται ν' αλλάξουν μια λέξη ή τη σειρά του κειμένου. Ακόμα και οι παύσεις παίζουν μεγάλο ρόλο».
Η ευαίσθητη γειτονιά της 3ης Σεπτεμβρίου έχει δημιουργήσει προβλήματα στη λειτουργία του θεάτρου. «Πέρσι τον Μάιο ήμασταν αποκλεισμένοι με κορδέλα της αστυνομίας για ένα μήνα», συνεχίζει. «Κι ενώ παίζονταν τρεις παραστάσεις που πήγαιναν καλά, η κατάσταση μας εξανάγκασε να κλείσουμε το θέατρο ρίχνοντας κατά 50% τις εισπράξεις. Είναι λυπηρό ένα συντεταγμένο κράτος να μην έχει τρεις δεκάρες για πολιτιστική πολιτική, αλλά σ' έναν τέτοιο πόλεμο, τι επιχορηγήσεις να ζητήσεις; Ολοι προσπαθούμε να επιβιώσουμε σε κατάσταση πολιορκίας. Οι άνθρωποι του θεάτρου πρέπει να σταματήσουμε τον μαξιμαλισμό και να δείξουμε αλληλεγγύη. Σκηνοθέτες, σκηνογράφοι, ηθοποιοί να συνεργαστούμε με λιγότερα χρήματα και σε κοινούς τόπους. Να είμαστε μαζί στο Φεστιβάλ, μαζί στα κρατικά θέατρα, ν' αποκτήσουμε κοινά βεστιάρια. Ζούμε όλοι σ' ένα ψυχικό στρες, μοιάζει σαν να βρισκόμαστε υπό την επήρεια ληγμένων φαρμάκων».

No comments: