- «Πάπισσα Ιωάννα» από το ΔΗΠΕΘΕ Πάτρας
«Εντα Γκάμπλερ» από το ΔΗΠΕΘΕ Αγρινίου |
Εχοντας ασκηθεί, πολύ επιτυχώς, με τη θεατροποίηση της παπαδιαμαντικής «Φόνισσας» και ποικίλων λαϊκών (εθιμικών και θρησκειολογικών) δρώμενων, ο Σωτήρης Χατζάκης πέτυχε ένα ακόμη δύσκολο εγχείρημα. Τη θεατροποίηση του πεζογραφικού αριστουργήματος του Ροΐδη «Πάπισσα Ιωάννα». Το έργο - αντλημένο από εκκλησιαστικά κείμενα, με πρωτοπόρα κριτική τόλμη, εκπληκτικά εύγλωττη καθαρεύουσα - σκόπιμα τη χρησιμοποίησε ο δημοτικιστής Ροΐδης για να σαρκάσει την καθαρευουσιάνικη «ηθική» και «κουλούρα» της υποκριτικής, αμαρτωλής, γλωσσικά ωμής και αθυρόστομης στα παρασκήνια και τους αντιανθρώπινους «κανόνες» της εκκλησιαστικής ιεραρχίας, απαγορευμένο ως «αιρετικό» από την ελλαδική Εκκλησία - συμπυκνώθηκε ευφυώς με την κειμενική διασκευή και την καλομετρημένα «παιγνιώδη» σκηνοθεσία του Σ. Χατζάκη. Η μυθ-ιστορία, το ήθος, η υπονοηματικότητα, η ειρωνεία της γλώσσας, το σαρκαστικό χιούμορ του Ροΐδη, ευτύχησαν με όλους τους συντελεστές της παράστασης. Με το θαυμάσιας απλότητας, συμβολιστικό και λειτουργικό σκηνικό (Ερση Δρίνη), τα όμορφα κοστούμια (Γιάννης Μετζικώφ), τους ατμοσφαιρικούς φωτισμούς (Αντώνης Παναγιωτόπουλος), την «περιπαικτική» μουσική (Ευγένιος Βούλγαρης) και τις συνολικά καλές ερμηνείες. Κυρίαρχες ήταν η εξαιρετικά σύνθετη - ειρωνική, χιουμοριστική, μελαγχολική - ερμηνεία της Μαρίας Κατσιαδάκη (πάπισσα) και οι δραστικά χιουμοριστικές των Αρη Τρουπάκη και Αλέξανδρου Τσακίρη. Γόνιμοι ερμηνευτικά και οι: Δήμητρα Λαρεντζάκη, Μαριάνθη Φωτάκη, Χρήστος Μαλάκης, Μαρία Πανουργιά, Γιώργος Μάρκου, Λευτέρης Παπακώστας.
- «Εντα Γκάμπλερ» από το ΔΗΠΕΘΕ Αγρινίου
«Πάπισσα Ιωάννα» από το ΔΗΠΕΘΕ Πάτρας |
Το 1890 ο Ερρίκος Ιψεν, ο τολμηρός κριτής των θεσμών και αξιών της αστικής τάξης, υπερασπιστής της εργασιακής και κοινωνικής χειραφέτησης της γυναίκας, ακόμα και με εγκατάλειψη της συζυγικής εστίας («Νόρα»), γράφει την «Εντα Γκάμπλερ». Κρίνει και μ' αυτό το έργο το διαβρωμένο - και λόγω του χρήματος - θεσμό του γάμου. Εκθέτει τις ολέθριες συνέπειες ενός γάμου που δε στηρίζεται ούτε στον αμοιβαίο έρωτα, όπως στη «Νόρα», ούτε στην κοινή ταξική καταγωγή, αντίληψη και συμπεριφορά. Πρόκειται για γάμο μεταξύ μιας άεργης, εγωπαθούς, φιλάρεσκης, επηρμένης, παρασιτικής, ξεπεσμένης μεγαλοαστής, με έναν φτωχό, ορφανεμένο, συντηρούμενο από τις μικροαστές θείες του, άσημο επιστήμονα. Εκείνος, αγνοώντας το ερωτικό παρελθόν της, ερωτευμένος μαζί της, αλλά και ελπίζοντας το «όνομά» της να βοηθήσει στην κοινωνικο-επιστημονική άνοδό του, καταχρεώνεται για να ζήσουν σε ένα αρχοντικό, με πολυτελή επίπλωση και υπηρέτρια. Αυτά, όμως, δεν «οικοδομούν» ένα γάμο ψυχών, σωμάτων, κοινής ταξικής αντίληψης. Η Εντα ουσιαστικά περιφρονεί τον άντρα της και ό,τι της πρόσφερε. Οργίζεται και απελπίζεται, αφού μην έχοντας άλλη διέξοδο ζωής «πουλήθηκε» σε έναν άντρα που δεν την ελκύει ερωτικά ή διανοητικά, όπως ο - επίσης «παρακατιανός» της ταξικά - αλλά γοητευτικός και ιδιοφυής Λέβμποργκ. Η συμπτωματική επανεμφάνιση του Λέβμποργκ, οδηγεί την Εντα στην καταστροφή κάθε καλού και στην καθαρτήρια αυτοχειρία της. Αυτό το αριστούργημα, στην έξοχη μετάφραση του Μίνου Βολανάκη, ανέβασε στο ΔΗΠΕΘΕ Αγρινίου, ο Βασίλης Νικολαΐδης, σεβαστικά, σεμνά, λιτά, ρεαλιστικά, με τη συμβολή του Γιάννη Μετζικώφ (καλαίσθητο σκηνικό και κοστούμια), με συνολικά αξιόλογες, καλοδουλεμένες ερμηνείες από τους Γιάννη Κρανιά, Λουκία Πιστιόλα, Πένη Παπουτσή, Ζαχαρία Ρόχα, Αλέκα Τουμαζάτου, Βασίλη Ευταξόπουλο.
- «Θέατρο πέρα από τα όρια»
«Περιμένοντας το όνειρο» |
Στο φετινό φεστιβάλ «Θέατρο πέρα από τα όρια», στο θέατρο «Δημήτρης Χορν», ο θεατρικά «οικείος» μας Πίτερ Μπρουκ, απέδειξε την τεράστια σκηνοθετική «προίκα» του. Με την παράσταση
«Varum Varum», «εκμυστηρεύτηκε» την αγάπη του για τον Σαίξπηρ. Τη «θεμελιακή» επίδραση της σαιξπηρικής ρήσης «όλος ο κόσμος μια σκηνή» στη σκηνοθετική του «φιλοσοφία». Ρήση που τον οδήγησε σε μακρόχρονη, ανά τον κόσμο, παραστασιακή έρευνα και δημιουργία του για τις τελετουργικές και πρωτόγονες θεατρόμορφες παραδόσεις διαφόρων πολιτισμών, και τη συνεργασία του, με Αφρικανούς, κυρίως, αλλά και άλλων φυλών καλλιτέχνες. Ο Μπρουκ θεωρεί το θέατρο ως σπουδαίο μέσο «διερεύνησης» και «ερμηνείας» των ανθρωπίνων πραγμάτων και του κόσμου. Χιουμοριστικά στο κείμενο που συνέθεσε (με σπαράγματα έργων του Σαίξπηρ και άλλων μεγάλων δημιουργών), ο Μπρουκ λέει ότι μετά την έβδομη μέρα της δημιουργίας, ο «θεός» μη έχοντας τι άλλο να κάνει και θέλοντας να «παίξει» είπε: «Γεννηθήτω το θέατρο». Και εγεννήθη το θέατρο χάρη στη δημιουργική φλόγα του ανθρώπου και στη βαθύτατα διαλεκτική Απορία του: «Γιατί» συμβαίνει ό,τι συμβαίνει και πώς ερμηνεύεται και αναπαρασταίνεται; Ετσι ο Μπρουκ, συνθέτοντας ένα σύντομο, πυκνό νοηματικά κείμενο, με μόνα σκηνικά αντικείμενα μια καρέκλα, ένα ξύλινο τελάρο πόρτας και ένα υπέροχο ηχητικά μεταλλικό, παράξενο, πρωτόγνωρο στην Ελλάδα, ελβετικό παραδοσιακό μουσικό όργανο, και με μοναδική ερμηνεύτρια την αφρικανικής καταγωγής, πολύπειρη, λαμπερή σκηνικά, ηθοποιό Μίριαμ Γκόλντσμιθ, έστησε μια απόλυτα αφαιρετική και γοητευτική παράσταση, αποδείχνοντας ότι πολύ καλό θέατρο γίνεται και με «φτωχά», απλά, ελάχιστα μέσα. Η αληθινά στοχαστική, ανάλαφρου και λεπτού χιούμορ παράστασή του ήταν μια εξομολόγηση της αγάπης του για το θέατρο, της «φιλοσοφίας» και του τρόπου δουλειάς του, ως προς τα «γιατί» του αέναου κύκλου γέννησης, ακμής, φθοράς, θανάτου της φύσης, της κοινωνίας, του ανθρώπου, όπως και για τα αέναα «γιατί» του νου, της ψυχής, των πράξεων και έργων του ανθρώπου.
«Περιμένοντας το όνειρο». Μαθητεύοντας, από παιδί, δίπλα στον πατέρα της, η Ιρίνα Μπρουκ απέδειξε ότι η εκσυγχρονιστική διασκευή ενός κλασικού έργου είναι θεμιτή και αποτελεσματική, αν υπάρχει φαντασία, ταλέντο, γνώση και σεβασμός του ήθους, του περιεχομένου και της μορφής του πρωτοτύπου. Η Ιρίνα Μπρουκ διασκευάζοντας επιδέξια - με αίσθηση του κωμικού, και διατηρώντας την οργιαστικής φαντασίας μυθοπλοκή του - το σαιξπηρικό «Ονειρο θερινής νύχτας», έστησε μια παράσταση «φτωχού θεάτρου» κι όμως εξαιρετικά πλήρους και απολαυστικού. Αντιμετώπισε το έργο σαν «θέατρο μέσα στο θέατρο». Σαν λαϊκό θέαμα ενός εξαμελούς, περιοδεύοντος ανδρικού θιάσου (όπως στον καιρό του Σαίξπηρ που απαγορευόταν η συμμετοχή γυναικών στους θιάσους), που χωρίς σκηνικά και κοστούμια, φορώντας δικά τους ρούχα, νάιλον σακούλες και μικροπράγματα που έχουν στις βαλίτσες τους, αυτοσχεδιάζοντας, αυτοσαρκαζόμενοι, ζητώντας την επιείκεια των θεατών για το «χάλι» τους, παρουσιάζουν το πολυπρόσωπο σαιξπηρικό έργο, παίζοντας όλοι πολλούς ρόλους. Η διασκευή αλλά και η «παιγνιώδης», γοργόρυθμη, ανάλαφρη κινησιολογικά σκηνοθεσία διέθετε πληθωρικό και ευρηματικό χιούμορ, αναδεικνύοντας και τις ερμηνευτικές ικανότητες των ηθοποιών. Πιστεύοντας η Ι. Μπρουκ ότι το θέατρο δε γνωρίζει όρια (χώρας καταγωγής και φυλής), χρησιμοποίησε - ισότιμα - μαύρους και λευκούς ηθοποιούς, των οποίων το υποκριτικό ταλέντο ευεργέτησε τη σκηνοθεσία της.
«Μολόρα». Ετσι τιτλοφόρησε ο νοτιοαφρικανικός θίασος «Johannesburg Market Theatre» την, εμπνευσμένη από την αισχυλική τριλογία «Ορέστεια», παράστασή του. Παράσταση ενδιαφέρουσα και συγκροτημένη αισθητικά, με καλούς ερμηνευτές στους ρόλους των Κλυταιμνήστρας και Ηλέκτρας, αλλά ελλειμματική δραματουργικά και ιδεολογικο-πολιτικά... ακίνδυνη. Η λέξη «μολόρα» σε μια νοτιοαφρικανική διάλεκτο σημαίνει «στάχτη», «τέφρα» και παραπέμπει στις τραγικές συνέπειες του απαρχάιντ. Η διασκευή και σκηνοθεσία (Yael Farber) επιχείρησε, όμως, το αδύνατο: Να μιλήσει για τις «στάχτες» που κληροδότησε το απαρτχάιντ στη μετά απαρχάιντ Νότια Αφρική. Να μιλήσει μέσω της μυθολογικής και μυθοπλαστικής σύμπηξης και των τριών τραγωδιών («Αγαμέμνονα», «Χοηφόρες», «Ευμενίδες»). Με αφηγηματική και διαλογική σύνοψη των επεισοδίων, με κατάργηση - ουσιαστικά - όλων των Χορικών και υποκατάσταση του Χορού με την ορχηστική (την παραδοσιακή μουσικο-τραγουδιστική) παρουσία επτά γυναικών μιας νοτιοαφρικανικής φυλής. Επιλογή - ιδεολογική ουσιαστικά - της διασκευής ήταν να προσπεράσει τους σοβαρούς πολιτικοϊδεολογικούς συμβολισμούς του «Αγαμέμνονα», να σταθεί λίγο στις «Χοηφόρες» για να εκφράσει (με πραγματική συμπάθεια αλλά ελάχιστα) για τα πάθη και την οργή - εξέγερση των μαύρων κατά του απαρτχάιντ, και τελικά να αξιοποιήσει τις «Ευμενίδες», προκειμένου να προβάλει την ανάγκη για ειρηνική συμβίωση, σήμερα, του νοτιοαφρικανικού λαού - μαύρων και λευκών. Η διασκευή (από πρόθεση ή αδυναμία;) αφήνει άκριτα και τα ακραία απάνθρωπα ταξικά αίτια του απαρτχάιντ, αλλά και τη σημερινή καπιταλιστική Ν. Αφρική και προβάλλει ως σωτήρια «οδό» συνύπαρξης λευκών και μαύρων της Ν. Αφρικής σήμερα, την «ταξική ειρήνη». Κλείνει, μάλιστα, το έργο με τη φράση: «Ο καθένας να μπορεί να κάνει τη δουλειά του»... Λες κι είναι ίσοι κι όμοιοι ο εκμεταλλευτής και ο εκμεταλλευόμενος, ίσα κι όμοια η δουλειά των εκμεταλλευτών και η δουλεία των εκμεταλλευόμενων.
[ΘΥΜΕΛΗ, Ριζοσπάστης, 4/6/2008]
No comments:
Post a Comment