[Tης Άννας Χατζηγιαννάκη, Η Καθημερινή, 16/3/2008]. Ανθρώπινες φιγούρες ντυμένες με φαρδιά ρούχα και τον γιακά σηκωμένο ψηλά, ξαφνιάζουν με το χωρίς ήχο γέλιο τους, τα μισόκλειστα μάτια, τα χέρια που μοιάζουν με άδεια γάντια και τις ρεαλιστικές στάσεις σαν μόλις να πάγωσαν από το μαγικό ραβδί μιας μάγισσας, καθώς ξεκαρδίζονταν με κάτι αστείο που μόνο αυτοί είδαν. Ενα αστείο που δεν καταφέρνει να εντοπίσει ο επισκέπτης επειδή είναι ο «ξένος» που μπλέχτηκε μέσα σ’ αυτόν τον ανοίκειο κόσμο από γκρίζα πλάσματα φτιαγμένα με ρητίνη, τα οποία δεν τον κοιτάζουν ποτέ κατάματα! Τα αγάλματα είναι τυφλά, έλεγε ο Munoz, επειδή βλέπουν βαθιά μέσα τους.
Η αναπαράσταση της ανθρώπινης φιγούρας δεν τον απασχολούσε καθόλου. Τον ενδιέφερε η καθημερινή ζωή. Τα έργα του θυμίζουν tableaux vivants και θέατρο του δρόμου, με ηθοποιούς που υποδύονται το άγαλμα, ακροβατώντας στην αιχμή ανθρώπου και γλυπτού, ούτε λιγότερο ούτε περισσότερο αληθινοί ή ψεύτικοι, απ’ όσο χρειάζεται για να διατηρηθεί το ξάφνιασμα και η αμφιβολία του θεατή. Ο γλύπτης που έδωσε καινούργια πνοή στην παραστατική γλυπτική, δεν ενδιαφέρθηκε ποτέ για το αν η δουλειά του κρινόταν ως «νέα» ή «ντεμοντέ». Τι λόγος υπάρχει να κάνεις κάτι να φαίνεται νέο, έλεγε, αφού θα φαίνεται παλιό αργότερα; .... [συνέχεια ΕΔΩ]
No comments:
Post a Comment