Του Λέανδρου Πολενάκη

H Έντα Γκάμπλερ, το σκοτεινό αυτό δράμα του Ίψεν με αυτοβιογραφικά στοιχεία, δέχεται πολλές αναγνώσεις. Από άλλους θεωρείται ρεαλιστικό, και από άλλους συμβολικό. Νόμιμα, αμφότερα. Οι χαρακτήρες του είναι τόσο αληθινοί, από σάρκα και αίμα, ώστε μπορείς να τους «ψηλαφήσεις». Αλλά το έργο πηγαίνει πολύ πιο πέρα από τον συμβατικό ρεαλισμό της ζωής. Ο «Λέβμποργκ» του έργου είναι στην ουσία ένας ποιητής, και ο «Τέσμαν» ένας ακαδημαϊκός ερευνητής αρχείων, πληκτικός και σχολαστικός.
Πού βρίσκεται το αυτοβιογραφικό στοιχείο; Ξέρουμε ότι ο Ίψεν ήθελε πάνω από όλα να γίνει ο Ποιητής που θα φωτίσει τα σκοτάδια του κόσμου. Άρχισε τη σταδιοδρομία του με δύο μεγαλειώδη, έμμετρα, επικά σκηνικά δράματα, τον Μπραντ και τον Πέερ Γκυντ. Δεν έγινε αποδεκτός στη χώρα του και αυτοεξορίστηκε. Συνέχισε συνθέτοντας τα αξεπέραστα αστικά του δράματα, τα οποία, όμως, όπως δήλωνε συχνά, θεωρούσε «κατώτερα». Πίστευε ότι η ενασχόλησή του με το αστικό δράμα αντιστοιχούσε σε μια «πτώση», που τον απομάκρυνε απ' το ιδανικό του. Μπορούμε, ίσως, να δούμε αυτή τη διάσταση στην Έντα Γκάμπλερ. Το σπουδαίο «βιβλίο της ζωής» που έγραψε ο Λέβμποργκ, για να χαθεί σε λίγο μέσα στις φλόγες του ανθρώπινου πάθους - λάθους που άναψε μια γυναίκα, ίσως αντιστοιχεί στο ανέφικτο για τα ανθρώπινα όρια «μεγάλο έργο», που ποτέ δεν θα τελειωθεί... και επιχειρούν μετά να το αναστήσουν απ' τα σπαράγματά του οι κατ' εξοχήν αναρμόδιοι και ανεπαρκείς, «τα βιαστικά κι άπειρα όντα της στιγμής», ο Τέσμαν και η Τέα... Στο χαμένο βιβλίο του Λέβμποργκ, ο Ίψεν ίσως να έβλεπε το δικό του ματαιωμένο Ποίημα. Στα σπαράγματα, αντιστοίχως, τα πραγματωμένα του αστικά δράματα... Στην αινιγματική και αλλιώς απρόσιτη Έντα, διακρίνουμε, ήδη, μια αφομοιωμένη ιψενική Οφηλία... που έγινε κακιά «επειδή της πήραν τα παιχνίδια και τον εραστή της»... Ενώ στο δίδυμο Τέσμαν - Λέβμποργκ, το προσωπείο που κρύβει τη διπλή ψυχή του Ίψεν.

Η παράσταση που σκηνοθέτησε ο Κωνσταντίνος Ρήγος στο θέατρο «Σημείο» (σε βατή μετάφραση της Έρης Κύργια) φοβάμαι ότι δεν διέθετε άποψη. Με σώρευση ετερογενών στοιχείων και υφολογική πανσπερμία, από τον πιστό «καθρέφτη» ώς το τσιρκολάνικο στα όρια του γκροτέσκο, με ροκ μουσικές και ποπ κοστούμια, θέλησε να σώσει το πράγμα. Σε αυτό το ύπουλο έργο, που αρχίζει με συζυγικό καυγά... γύρω από ένα ζευγάρι ανδρικές παντούφλες και τελειώνει με πυροβολισμούς και πτώματα, η σκηνοθεσία είδε μόνο τις παντούφλες...

Η Δήμητρα Ματσούκα ως «Έντα» κρούει κάποιες ευαίσθητες χορδές. Μελαγχολική και μόνη, με σωστό ποστάρισμα φωνής και σώματος, με τη ματιά της να πηγαίνει πέρα από το εφήμερο, φτιάχνει μια αναγνωρίσιμη, γήινη, πληγωμένη γυναίκα. Ο ρόλος της σεβαστής «θείας Γιούλης» προσαρμόστηκε στις υποκριτικές κ.λπ. προδιαγραφές της Κατερίνας Διδασκάλου και αλλοιώθηκε ριζικά. Ο Γιάννης Τσεμπερλίδης οδηγήθηκε από τη σκηνοθεσία σε παρωδία του «Τέσμαν». Ο Γιάννης Στάνκογλου («Λέβμποργκ») δίνει άχρωμα «διακριτικά», σχεδόν αναιμικά, τη δαιμονική φύση του ρόλου. Η Μαριέττα Σγουρδαίου (Μπέρτα) κάνει αυτό που ξέρει πολύ καλά, δίνει απλά, λιτά και κλασικά μια τυπική ιψενική οικονόμο. Ο «Μπρακ» του Ακύλα Καραζήση δίνεται ως «μπρούτος», ενώ είναι ένας δεινός δολοπλόκος, ένας Ιάγος. Η Βασιλική Τρουφάκου, προικισμένη νέα ηθοποιός, παλεύει γενναία με τον πολυδύναμο ρόλο της «Τέα», χωρίς να τον προδώσει.
*
Πάλι στο «Σημείο», από μια νέα ηθοποιό και σκηνοθέτιδα, την Ιόλη Ανδρεάδη, δίνεται ένα πρωτότυπο έργο δικό της, με τίτλο: «Αρτώ / Βαν Γκογκ». Ένας φανταστικός διάλογος ανάμεσα σε δύο «καταραμένους» ποιητές, τον Αντονέν Αρτώ και τον Βαν Γκογκ. Ξεκινώντας από μια διάλεξη του Αρτώ με θέμα την «αυτοκτονία» του Βαν Γκόγκ, η συγγραφέας ανοίγεται στην άβυσσο της δαιμονικής ψυχής του συγχρόνου ανθρώπου με αναδιπλωμένη στο εαυτό της συνείδηση, που έχει μπροστά της μόνο δύο δρόμους: ή να καταστρέψει τον κόσμο ή να αυτοκαταστραφεί. Ένας μονόλογος «ντοστογιεφσκικός», σκηνοθετημένος καίρια, «ριζικά» από την ίδια και παιγμένος συναρπαστικά, «κάθετα», από τον Ιωάννη Παπαζήση.
Η ΑΥΓΗ, 11/04/2015