Monday, November 21, 2011

Θέατρο στις άγριες γειτονιές της Αθήνας

Ο Αρης Σερβετάλης μιλάει για το κέντρο, τον πολιτισμό και την κρίση

  • Της Γιωτας Συκκα, Η Καθημερινή, 20/11/2011
«Στο τρίγωνο του διαβόλου, τι δουλειά έχετε βραδιάτικα;», ρώτησε περίεργα ο ταξιτζής, όταν του είπαμε τον προορισμό μας. Ορεξάτος αν και κουρασμένος από το «ασύμφορο» κέντρο που έκλεισε για την προστασία της Βουλής, μονολογούσε για τις παρανομίες των Ελλήνων. Η δική του ήταν το απαγορευμένο τσιγαράκι που απολάμβανε μέσα στο ταξί όσο αναζητούσαμε την οδό Καπνοκοπτηρίου και κάποιον να μιλάει ελληνικά.
Προστατευμένο σε έναν φωτεινό πεζόδρομο, το θέατρο «Προσκήνιο», που έφτιαξε η Νίκη Τριανταφυλλίδη, μοιράζεται μια πλούσια πολιτισμικά γειτονιά όπου συνυπάρχει ένας τόπος προσευχής των μεταναστών, μαγαζιά που έστησαν σόγια ολόκληρα από το Μπανγκλαντές, αλλά και το στέκι που προτιμούν απέναντι οι Ρουμάνοι. Με τις χρυσές αλυσίδες στο λαιμό και τα δαχτυλίδια – βαρίδια στα χέρια, απόδειξη μιας πιο άνετης ζωής, θύμιζαν κάποιους δικούς μας πρωταγωνιστές λαϊκών μαγαζιών της νύχτας της δεκαετίας του ’80.
Δύσκολη περιοχή, σε παρακμή, παραδέχεται ο Αρης Σερβετάλης, ο οποίος παίζει τα βράδια (Πέμπτη με Κυριακή) το έργο της Χάτι Νέιλορ «Ο Ιβάν και τα σκυλιά». «Ομως, πρέπει να γίνονται πράγματα σε τέτοιες γειτονιές, αλλιώς θα ρημάξουν». Μια ολόκληρη Αθήνα σε παρακμή, Κυψέλη, Πατησίων Αριστοτέλους και Αχαρνών, όπως επιμένει ο ταξιτζής, «ένας άλλος κόσμος, διαφορετικός το πρωί κι άλλος το βράδυ» όπως σχολιάζει με επιείκεια ο 35χρονος ηθοποιός.
Στη γειτονιά αυτή, χειρότερα είναι τα πρωινά, λένε όσοι τη ζουν. Τότε, πρεζόνια, έμποροι, παιδιά σαν τα κρύα τα νερά παίζουν το παιχνίδι της ανταλλαγής, όσο κάποια κορμιά ανακουφίζονται στις γωνίες. Από τις πιο τραγουδισμένες περιοχές, όπου για δεκαετίες ολόκληρες συνυπήρχαν οι ρεμπέτες και τα κλαρίνα, τα κορίτσια με τα πανύψηλα τακούνια και τα κατακόκκινα βαμμένα χείλη.

Τώρα οι περισσότερες αποσύρθηκαν, τα «σπίτια» στην πλατεία Βάθης μετακόμισαν και σε όσα έμειναν ανέλαβε δράση το «νέο αίμα» από τις χώρες του πρώην ανατολικού μπλοκ. «Πάντως, το βράδυ συμβαίνει κάτι περίεργο, σαν να καταλαγιάζει όλη η περιοχή», λέει ο Αρης Σερβετάλης. Μόνο τα σκυλιά και κάποιοι άστεγοι ψάχνουν στα σκουπίδια των κάδων.

Καταφύγιο
Στα σκουπίδια ψάχνει και ο δικός του ήρωας, ο Ιβάν. Ενα τετράχρονο κακοποιημένο από τον πατριό του αγόρι, το οποίο βιώνει την πείνα, το κρύο και το φόβο της Μόσχας της δεκαετίας του ’90 όταν φεύγει από το σπίτι του, για να γνωρίσει τελικά την αγάπη σε μια αγέλη σκύλων. Ειδικά στην Μπέλκα. Του άρεσε όταν του πρότεινε το έργο ο Γιώργος Οικονόμου. «Κυρίως γιατί ήταν μια αληθινή ιστορία. Αλλά και γιατί ο ήρωας δεν βρήκε καταφύγιο σε μια ανθρώπινη ύπαρξη παρά στα ζώα. Αυτά τον προστάτευσαν».
Δεν είναι εύκολη υπόθεση ο μονόλογος για τον ηθοποιό, πολύ περισσότερο αν παίζει ένα τετράχρονο. Αλλά ιστορίες σαν του Ιβάν πάντα συγκινούν, είτε μιλούν για τους ήρωες της μυθολογίας είτε για την αγριότητα του σήμερα. Η Σεμίραμις ανατράφηκε με τη βοήθεια περιστεριών μάθαμε μικροί, ο Νηλέας και ο Πελίας σώθηκαν από μια φοράδα όταν εγκαταλείφθηκαν από τη μητέρα τους, ενώ ο Ρωμύλος και ο Ρέμος σώθηκαν αφότου τους ανέλαβε η λύκαινα Λούπα κι ένας δρυοκολάπτης.
Τα «άγρια» παιδιά» «πάντα θα συγκλονίζουν την ανθρώπινη κοινωνία», μας προετοιμάζει το πρόγραμμα της παράστασης, ενώ τα στατιστικά στοιχεία της Εταιρείας κατά της κακοποίησης των Παιδιών ΕΛΙΖΑ, στη διπλανή σελίδα, ανατριχιάζουν: 28.000 παιδιά κακοποιούνται κάθε χρόνο στην Ελλάδα κι απ’ αυτά τα 7.500 είναι κάτω των 5 ετών.
«Η δυσκολία όλη ήταν πώς μπορεί ένας άνθρωπος να αφηγηθεί μια ιστορία. Πολύ περισσότερο, που ο ήρωας είχε παρέα του τα σκυλιά. Μια αναπαράσταση θα έβγαινε γελοία αν έκανα το παιδί ή το σκύλο. Το να δηλώσεις με έναν απλό τρόπο, έμμεσα, τα πράγματα, είναι καλύτερο», λέει λίγες μέρες αργότερα ο Αρης Σερβετάλης, σιγοντάροντας και την άποψη του σκηνοθέτη, ο οποίος αντιμετώπισε το έργο σαν «μια άσκηση πάνω στα υλικά της θεατρικής αφήγησης».
Ο Αρης Σερβετάλης, βέβαια, έχει ξαναβγεί μόνος του στη σκηνή. Η εικαστική περφόρμανς «Ατιτλο», μια έρευνα πάνω σε ένα ραδιοφωνικό έργο του Μπέκετ, άφησε καλές εντυπώσεις, κι ας ήταν κάτι διαφορετικό. Εδώ, τα συναισθήματα της μοναξιάς στη σκηνή είναι εντονότερα και ποικίλα.

Σχέση με το κοινό
Ωστόσο, «αν δημιουργήσεις μια σχέση με το κοινό και την κατάσταση που θέλεις πάνω στην σκηνή, τα πράγματα εξελίσσονται ομαλά. Αν δεν υπάρχει αυτή η σχέση, νιώθεις περίεργα, ότι όλα γίνονται βεβιασμένα και ξερά».
Εκείνος προσπαθεί να φέρει έναν δικό του χρόνο πάνω στη σκηνή, «μια άλλη διάσταση μέσα από την οποία προσπαθώ να επικοινωνήσω αυτό που αισθάνομαι και αφηγούμαι». Η ιστορία του Ιβάν συνέβη το 1996. Τα χρόνια της κατάρρευσης και των ανατροπών, στη Μόσχα με τις συμμορίες παιδιών, τους άνδρες με τα κοστούμια και τις ύποπτες συναλλαγές. Είναι η Ρωσία του Γέλτσιν, που όταν σβήνουν τα φώτα και αρχίζει η παράσταση, αναρωτιέσαι πού σμίγει με τους νέους άστεγους της Ομόνοιας, εκείνους του Ζαππείου και τους άλλους κάτω από τη γέφυρα Πουλοπούλου, που κοιμούνται σε χαρτόνια με ένα τετράποδο πάντα να ακολουθεί. «Είναι πια τόσο έντονη αυτή η πραγματικότητα, που δεν μπορεί να μην τη συναντήσεις. Ο καθένας μας έχει δει ανθρώπους με καροτσάκια να συλλέγουν από τα σκουπίδια σίδερα για να τα πάνε στους παλιατζήδες ή ακόμη και φαγητό. Οι άνθρωποι που επιβιώνουν από τα απορρίμματα είναι δυστυχώς αρκετοί».

Με την πρώτη δυσχέρεια να μην παραιτηθούμε
Τον Αρη Σερβετάλη τον έχουμε ταυτίσει κυρίως με τον χορό και τον Δημήτρη Παπαϊωάννου. Δεν κρύβει άλλωστε πως τον ενδιαφέρει η έκφραση μέσα από την κίνηση και το σώμα. Πώς μπορεί αυτό να διηγηθεί μια ιστορία. Το είδαμε στο «2», στη «Μήδεια», όμως ακόμη κι όταν έπαιζε, το 2001, τον τηλεοπτικό Λάζαρο με το ιγκουάνα στην πλάτη και το κόκκινο λοφίο στο μαλλιά, καταλάβαινες ότι δεν ακολουθεί την πεπατημένη. Ούτε στόμφος ούτε πόζα.
Οσο για τη φωνή, μάλλον ακατάλληλη για όσα ζητάει το θέατρο. Αλλά έτσι κι αλλιώς η κλασική του μορφή δεν τον γοήτευσε ποτέ. Αλλα έψαχνε και άλλα ψάχνει από το 1998, που τελείωσε τη δραματική σχολή του Διομήδη Φωτιάδη. Στον Κινητήρα της Αντιγόνης Γύρα αλλά και δίπλα στον Γιάννη Κακλέα, μετά, του άρεσε ο κόσμος του θεάτρου. Κυρίως «ότι είναι ένα παιχνίδι με το οποίο μπορείς να ξαναγυρίσεις σε μια παιδικότητα. Τότε που παίζαμε χωρίς σκοπό. Για το ταξίδι. Με το παιχνίδι αυτό άρχισα να ανακαλύπτω πράγματα όχι μόνο για τον εαυτό μου, αλλά και να εισχωρώ σε άλλες τέχνες και κόσμους διαφορετικούς». Και όμως, ούτε το θέατρο ούτε το σινεμά ονειρεύτηκε σαν έφηβος στο Κουκάκι όπου γεννήθηκε και μεγάλωσε. Δεν είχε καμία σχέση με όλα αυτά. Υπάλληλος ήταν η πρώτη του δουλειά σε μια αποθήκη ηλεκτρικών ειδών, ως μαραγκός εργάστηκε –την τέχνη του επιπλοποιού πατέρα του– όταν μετά την επιτυχία της σειράς «Είσαι το ταίρι μου» θέλησε να πάρει αποστάσεις.
«Ηθελα να απομακρυνθώ από τη διαδικασία του θεάτρου και την τρέλα της τηλεόρασης. Ειδικά αυτή έχει μια τεράστια δύναμη. Δημιουργεί μια περίεργη σχέση και οικειότητα, που δεν μπορώ ακόμη να καταλάβω.
Είναι πολύ δυνατό μέσο, το οποίο δεν διαχειρίζεται σωστά τη δύναμή του, καλλιεργεί ανούσια το κοινό παρότι θα μπορούσε να το εκπαιδεύει και να του ανοίγει δρόμους». Ενα τηλεφώνημα του Γιώργου Λάνθιμου για να παίξει στην «Κινέττα» τον επανέφερε. Φέτος παίζει στις «Αλπεις», στη νέα του ταινία, αφού μεσολάβησε η θεατρική τους συνεργασία στον «Πλατόνοφ».
Πόσο τον ενδιαφέρει αυτό το νέο ελπιδοφόρο σινεμά με την κλινική ματιά; «Με ενδιαφέρει γενικά ο δρόμος που ακολουθεί ο Λάνθιμος. Οτι είναι πιστός σε αυτό που χάραξε από την πρώτη του δουλειά και δεν παρεκκλίνει. Μου αρέσει που δεν αναμασά τις ίδιες αναγνώσεις».
Τον ρωτάω για τους νέους καλλιτέχνες και το άγχος της επιβίωσης στην νέα Ελλάδα: «Ολοι το έχουν πια. Το καλό που υπάρχει όμως στην τέχνη είναι ότι μπορείς να κάνεις κάτι που να σε καλύπτει δημιουργικά. Ισως δεν σε διευκολύνει οικονομικά, αλλά σε δύο χρόνια βλέπεις πού οδηγεί και επιλέγεις». Και αυτοί που δεν πληρώνονται; «Συμβαίνει και εκτός τέχνης να δουλεύεις και να σου χρωστάνε».

No comments: