Monday, November 21, 2011

Ελιξίριο του έρωτα για τη νέα αρχή της ΕΛΣ


  • Λουκάκος Κ.
  • Η ΑΥΓΗ: 20/11/2011
Ο μεσαιωνικός μύθος του ερωτικού ελιξιρίου που οδηγεί σε τυφλή παραφορά τους παράνομους εραστές αξιοποιήθηκε με φροϋδικές προεκτάσεις στον «Τριστάνο και Ιζόλδη» του Ρίχαρντ Βάγκνερ, σφραγίζοντας μάλιστα, μέσα από την περιώνυμη γ' πράξη, τη συνολική εξέλιξη της μουσικής. Παρόμοιες αξιώσεις δεν προβάλλει στο ελάχιστο ο Gaetano Donizetti με το δικό του ιλαρό μελόδραμα «Το Ελιξίριο του Έρωτα» (Teatro della Cannobiana του Μιλάνου, 12/05/1832), που συνέθεσε πάνω σε διασκευή του φημισμένου Felice Romani επί παρόμοιου λιμπρέτου για την όπερα «Το Φίλτρο» του Γάλλου ομότεχνού του «Εσπρί» Ωμπέρ. Όπως συχνά παρατηρούμε αναφερόμενοι στον Μότσαρτ, ο βορειοϊταλός νεότερός του δεν ανατρέπει τις συμβάσεις του είδους, αλλά το καταξιώνει μέσα από την εμπνευσμένη χρήση τους. Και ας μας συγχωρηθεί η -τηρουμένων των αναγκαίων αναλογιών- προβολή του ισχυρισμού ότι, όπως και ο Μότσαρτ (π.χ. στον «Ντον Τζοβάννι»), έτσι και ο Ντονιτζέττι στο «Ελιξίριο του Έρωτα» πραγματοποιεί σοβαρά βήματα προς τη συνεκτική δομή της durchkomponierte Oper (πρβλ. το μεγάλο μπλοκ της έναρξης του έργου ή την ιδιοφυή ανάπτυξη του πρώτου φινάλε), ενώ μεταπίπτει με αντίστοιχη πειθώ από το κωμικό στο τραγικό στοιχείο: το σπαρακτικό ξέσπασμα του Νεμορίνο «Adina credimi» μέσα σ' ένα πλαίσιο φαρσοκωμωδίας ανήκει στους ελάχιστους και εκλεκτούς.

Σε καιρούς γενικής κατάθλιψης η επιλογή του δροσερού αλλά και τρυφερού αυτού έργου ως εναρκτηρίου λακτίσματος για την πρώτη σεζόν με το προγραμματικό στίγμα του Μύρωνος Μιχαηλίδη δεν θα μπορούσε να είναι ευτυχέστερη. Ο καλλιτεχνικός διευθυντής της ΕΛΣ προκρίνει την ανάθεση της παραγωγής των έργων σε «επώνυμους» αλλά άπειρους στην όπερα σκηνοθέτες, ένα εγχείρημα που, όπως ίσως θα έπρεπε να αναμένεται, επιφυλάσσει ανάμεικτα αποτελέσματα. Εν προκειμένω συντηρούμε σοβαρές επιφυλάξεις για τη διαπίστωση στο συνοδευτικό πρόγραμμα ότι ο υπεύθυνος της παραγωγής Σταμάτης Φασουλής (Μεγάλο Βραβείο Κριτικών Θεάτρου 2010 για το «Τρίτο Στεφάνι» του Κ. Ταχτσή), σε αυτή την πρώτη λυρική του απόπειρα, «έδωσε νέα πνοή στο αριστούργημα του Ντονιτσέττι τονίζοντας το συναισθηματικό στοιχείο και αναδεικνύοντας τους πολυδιάστατους χαρακτήρες του έργου». Η αίσθησή μας από τις 2 παραστάσεις που παρακολουθήσαμε (14 και 23/10/11) παραπέμπει σε άγευστη, μη οχληρή συμβατικότητα, με απουσία κεντρικής καθοδήγησης των ηθοποιών, οι οποίοι έμοιαζαν να αυτοσχεδιάζουν με όπλο το μέτρο υποκριτικού χαρίσματος εκάστου και την αλληλεγγύη ενός πνεύματος συνόλου. Ελπίζουμε, τουλάχιστον, το δημοφιλές όνομα του σκηνοθέτη να προσείλκυσε τα τόσο πολύτιμα εισιτήρια την κρίσιμη περίοδο που διανύουμε.
Απόσταση, ωστόσο, τηρούμε και από την εισαγωγική διαπίστωση του προγράμματος ότι «η μουσική διεύθυνση του Ισίν Μετίν φωτίζει τις λεπτές αποχρώσεις της μουσικής». Κάθε άλλο: παρά το γεγονός ότι τα πράγματα βελτιώθηκαν κάπως στον ρου των παραστάσεων, η λεπτότητα απουσίαζε εντελώς από την ασφυκτική μετρικότητα της μπαγκέτας του Μετίν, που ταλαιπωρούσε επίμονα τους τραγουδιστές του αρνούμενος να τους ακολουθήσει. Ίσως εκεί να οφείλεται και η παράδοξη αποστασιοποίηση της συνήθως υποκριτικά χαρισματικής Έλενας Κελεσσίδη που, ως Αντίνα, πολέμησε με πείσμα στην εναρκτήρια της άρια για να υπαγορεύσει στον δυνάστη της τάφρου την εύλογη πλαστικότητα, για την οποία βοά το μπελκάντο. Περισσότερο προσαρμόσιμη -αλλά επίσης με κόστος- στην άκαμπτη υπαγόρευση του μαέστρου αναδείχθηκε η Βασιλική Καραγιάννη που κατηύθυνε τον ρόλο στην επικράτεια της σουμπρέτας και κράτησε δυνάμεις για ένα εντυπωσιακό τελικό «Prendi, per me sei libero». Καλύτερη και η σκηνική χημεία της με τον Νεμορίνο Αντώνη Κορωναίο, που όμως θα προτιμήσουμε να θυμόμαστε με βάση την επίδοσή του στην πρεμιέρα, κατά την οποία υπήρξε νεανικός, άνετος και ηδύφωνος, χάρισε στο ρόλο την ανεπιτήδευτη αφέλεια που τον εξυψώνει, ενώ δεν φοβήθηκε τις πέραν του πενταγράμμου εκτινάξεις, όπως στο εναρκτήριο σόλο του που έστεψε με έναν ενδιαφέροντα καταληκτικό αυτοσχεδιασμό. Πληθωρικός και καλοτραγουδισμένος ο Ντουλκαμάρα του Δημήτρη Κασιούμη. Ο Μπελκόρε της πρεμιέρας Χάρης Ανδριανός, παρά τη γνωστή του τελειοθηρία, δεν υπερέβη το γενικό κλίμα αμηχανίας, ενώ το συνολικό ερμηνευτικό έπαθλο οφείλεται στον συνάδελφό του Διονύσιο Σούρμπη που σκιαγράφησε έναν αξιωματικό γεμάτο από συμπαθή φανφαρονισμό και μας κατέκτησε τόσο με την αιχμή και το κύρος της βαρυτονικής του εκφοράς όσο και με την ενδιαφέρουσα βίωση του αδόμενου κειμένου.
Η ζωηρή χορωδία της ΕΛΣ είχε προφανώς υπ' όψιν της την ιστορική ηχογράφηση του Tullio Serafin που τόσο υπαινικτικά «καταδικάζει» η δισκογραφική περιήγηση του προγραμματικού τομιδίου. Όσοι αναγνώστες την αντιμετωπίσουν με επιφύλαξη θα αποζημιωθούν, μεταξύ άλλων, με τον ιδιωματικό Tito Gobbi ως Μπελκόρε (έκδοση Σαντίνι, 1953), τη θερμότερη συμμετοχή χορωδίας (της Σκάλας του Μιλάνου) στη σχετική δισκογραφία, καθώς και μαθήματα φωνητικής υποκριτικής από τους Luigi Alva ως Νεμορίνο, Giuseppe Taddei ως Ντουλκαμάρα και Rolando Panerai ως Μπελκόρε (έκδοση Σεραφίν, 1958), ενώ θα έχουν την ευκαιρία να σταθμίσουν πώς ηχεί ως Αντίνα μια μεγάλη Λουτσία σαν την Joan Sutherland, ιδίως εν όψει της «αυθεντικής» διττής ανάθεσης από τον ίδιο τον συνθέτη στη Fanny Tacchinardi - Persiani...

No comments: