- Του Απόστολου Πούλιου, Η ΑΥΓΗ: 28/10/2012
Και διαβάζαμε όλοι απορημένοι, μ' όλο που το' χαμε κιόλας ακουστά, πώς επανηγύριζαν στην πρωτεύουσα [...] / και το βράδυ στα θέατρα λέγανε τραγούδια και παριστάνανε / στη σκηνή τη ζωή μας για να χειροκροτά ο κοσμάκης.
Ο. Ελύτης, Άξιον Εστί
Η απορία των στρατιωτών που ζωντανεύει μέσα από τον λόγο του Οδυσσέα Ελύτη γεννιέται ενδεχομένως και σήμερα, αν ανατρέξει κανείς στις θεατρικές στήλες των αθηναϊκών εφημερίδων της περιόδου 1940-41. Παρά τα ανησυχητικά πρωτοσέλιδα, έκπληκτοι διαβάζουμε ειδήσεις μιας θεατρικής πρωτεύουσας που σφύζει από ζωή. «Η εμπόλεμη Αθήνα έχει πάρει άλλη όψη» έλεγε κάθε βράδυ από σκηνής η Μιράντα Μυράτ, σχολιάζοντας την κοσμική ζωή της πόλης. Η εμπόλεμη θεατρική Αθήνα είχε σίγουρα τη δική της ξεχωριστή όψη, ίσως και τη δική της γοητεία.
Θέατρα πολέμου
Παρόλο που αρκετοί ηθοποιοί (ιδιαίτερα του -τότε- Βασιλικού Θεάτρου) στρατολογούνται, οι θίασοι ανασυγκροτούνται και λίγες μέρες μετά την κήρυξη του πολέμου επαναλαμβάνουν τις παραστάσεις τους. Πέντε είναι όλα κι όλα τα θέατρα της πρωτεύουσας που επαναλειτουργούν τον Νοέμβριο του 1940 και αρχικά αντιμετωπίζουν την επιφύλαξη και την αμηχανία του κοινού. Οι δύο ήδη παιζόμενες επιθεωρήσεις εμπλουτίζονται με επίκαιρες αναφορές στον πόλεμο, αλλά σύντομα παρουσιάζονται ολοκληρωμένες πολεμικές επιθεωρήσεις που γνωρίζουν θριαμβευτική επιτυχία. Η αρχή γίνεται στις 9 Νοεμβρίου 1940, στο μουσικό θέατρο «Μοντιάλ», με τηνΠολεμική Επιθεώρηση. Ανάμεσα στους πρωταγωνιστές της η Σοφία Βέμπο, που η επιτυχία της στα πολεμικά τραγούδια θα της χαρίσει τον τίτλο «Τραγουδίστρια της Νίκης». Στη συνέχεια θα ασχοληθούν με το επιθεωρησιακό είδος όλοι οι θίασοι της πρωτεύουσας. Ηθοποιοί αρμόδιοι, λόγω της πολύχρονης θητείας τους στο ελαφρό μουσικό θέατρο (Άννα και Μαρία Καλουτά, Μίμης Κοκκίνης, Μάνος Φιλιππίδης, Ολυμπία Ριτσιάρδη, Νίκος Μηλιάδης, Πέτρος Κυριακός, Κυριάκος Μαυρέας, Μαρίκα Νέζερ, Μαρίκα Κρεβατά, Ηρώ Χαντά, Ρένα Ντορ), αλλά και ηθοποιοί που είτε απείχαν χρόνια από την επιθεώρηση, όπως η Μαρίκα Κοτοπούλη, είτε δεν είχαν ποτέ τους σχέση με το είδος, όπως η Κατερίνα Ανδρεάδη και ο Βασίλης Αργυρόπουλος, συνειδητοποιούν πως το κοινό αναζητά την εκτόνωση και τη σάτιρα που προσφέρει το ελαφρό μουσικό θέατρο. Οι τίτλοι των έργων που ανεβαίνουν είναι ενδεικτικοί: Πολεμική σπίθα, Μπράβο κολονέλο, Το τσαρούχι, Φινίτα λα μούζικα, Μάρε νόστρουμ, Νοκ άουτ,Αθήναι-Ρώμη, Μπέλλα Γκρέτσια, Μολών λαβέ, Πολεμική Αθήνα...
- Σάτιρα
Στα νούμερα των επιθεωρήσεων αναζητείται κάθε ευκαιρία για να ρεζιλευτούν οι Ιταλοί και η κουλτούρα τους. Η οικογένεια του Μουσολίνι σατιρίζεται στο «Σάκρα φαμίλια», οι ιταλικές όπερες και οπερέτες διασκευάζονται για να παρουσιαστούν τα παθήματα των Ιταλών στο φινάλε της επιθεώρησης Φούσκωστον (αξίζει να σημειωθεί ότι στην αρχή του πολέμου γίνονται απόπειρες να αντικατασταθεί η ιταλική λέξη φινάλε με τον ελληνικό όρο τελική σκηνή, απόπειρες που εγκαταλείφθηκαν πολύ γρήγορα, όπως μαρτυρούν τα θεατρικά προγράμματα της περιόδου ’40-41). Στις Πολεμικές καντρίλιεςη κυρία Ευρώπη δεξιώνεται στο σαλόνι της όλα τα κράτη που χορεύουν καντρίλιες: εκεί ο τσολιάς θα χορέψει τον Ιταλό και θα τον παραδώσει στον Εγγλέζο -το Ευζωνάκι αποτελεί σταθερή αξία σε όλα τα έργα αυτής της περιόδου. Στη «Φασιστική ζούγκλα» σατιρίζονται οι μεραρχίες των Ιταλών.
Πάντως, οι επιθεωρήσεις αυτές, παρά τη σάτιρα του ιταλικού φασισμού, δεν επιδίωκαν καμία ρήξη με το καθεστώς της 4ης Αυγούστου. Απεναντίας, το τρίπτυχο «πατρίς-θρησκεία-οικογένεια» υπηρετείται με προπαγανδιστική συνέπεια: στα περισσότερα έργα πλέκονται εγκώμια για τον Μεταξά και τον βασιλιά -η Μαρίκα Κοτοπούλη εμφανίζεται ως φαλαγγίτισσα της ΕΟΝ και υποκλίνεται άλλοτε στα πορτρέτα τους και άλλοτε στους ίδιους, αφού παρακολουθούν τις παραστάσεις των Πολεμικών Παναθηναίων που παρουσιάζει ο ημικρατικός θίασός της- ενώ στο φινάλε του Μπράβο κολονέλο ο θίασος ψάλλει τον «Ακάθιστο Ύμνο» που θα αντικατασταθεί αργότερα από τον Εθνικό Ύμνο, για να τονωθεί ακόμα περισσότερο το πατριωτικό αίσθημα του κοινού.
- Τα πολεμικά τραγούδια
Ξεχωριστή θέση στις πολεμικές επιθεωρήσεις έχουν τα τραγούδια που είτε αποτελούν μέρος των νούμερων και εκτελούνται από τους/τις ηθοποιούς είτε είναι «αυτόνομες» ρομάντζες που εκτελούν οι δημοφιλείς τραγουδίστριες της εποχής -με προεξάρχουσα βεβαίως τη Βέμπο. Και στις δυο περιπτώσεις δημοφιλέστερα αναδεικνύονται εκείνα που είναι ήδη γνωστά τραγούδια των τελευταίων ετών και οι συγγραφείς, πιστοί στην επιθεωρησιακή παράδοση, παραλλάσσουν τους στίχους τους.
Πιο δημοφιλή από όλα όμως τα πολεμικά τραγούδια αναδείχτηκαν το «Παιδιά, της Ελλάδος παιδιά» των Σουγιούλ-Τραϊφόρου, το μοναδικό, παραδόξως, τραγούδι που αντιπροσωπεύει τη μητέρα του στρατιώτη, αλλά και η σπάνια περίπτωση του «Κορόιδο Μουσολίνι»: πρόκειται για ένα ιταλικό τραγουδάκι, το «Reginella Campagnola», που ως παρωδία του Γ. Οικονομίδη γυρίζει... μπούμερανγκ στους Ιταλούς.
- Πέρα από την επιθεώρηση
Δεν είναι βέβαια όλοι οι θίασοι σταθεροί υποστηρικτές της πολεμικής επιθεώρησης: είτε επειδή τους λείπουν τα έμπειρα επιθεωρησιακά στελέχη, όπως ο θίασος Αργυρόπουλου, είτε επειδή ενδεχομένως επηρεάζονται από συντηρητικά αρνητικές κριτικές που στηλιτεύουν το ελαφρό ρεπερτόριο (ο θίασος Κοτοπούλη επικρίνεται από τον Λέοντα Κουκούλα για τη στροφή του στην επιθεώρηση) εγκαταλείπουν τις επιθεωρησιακές απόπειρες και στρέφονται σε πιο οικείες επιλογές ρεπερτορίου. Δεν εγκαταλείπουν όμως την πολεμική θεματολογία, καθώς παρουσιάζουν καινούργια έργα με επίκαιρο θέμα (Στα μετόπισθεν του Χρήστου Γιαννακόπουλου, Συναγερμός του Θεόδωρου Συναδινού) ή έργα που διατηρούν τη σπονδυλωτή δομή της επιθεώρησης, αποβάλλοντας όμως τα μουσικοχορευτικά της στοιχεία (Πολεμικές εικόνες του Χ. Γιαννακόπουλου).
Επιπλέον, αξίζει να αναφερθεί πως η πρώτη, μετά την κήρυξη του πολέμου, επιλογή του Βασιλικού Θεάτρου ήταν οι Πέρσες του Αισχύλου, με το «Ίτε παίδες Ελλήνων» να συναρπάζει τους θεατές, ενώ η Λυρική Σκηνή, σε μια προσπάθεια να δώσει περισσότερο ελληνικό χρώμα στις δικές της παραστάσεις, επαναλαμβάνει τη Νυχτερίδατου Στράους με την παρεμβολή ελληνικών συνθέσεων των Σαμάρα και Καλομοίρη στη σκηνή της δεξίωσης. Σε ό,τι αφορά, τέλος, την ελληνική οπερέτα, πρέπει να αναφέρουμε ότι συμβάλλει κι εκείνη στο όλο κλίμα, αφενός με τη σύντομη χριστουγεννιάτικη επανάληψη του Βαφτιστικού του Θεόφραστου Σακελλαρίδη -το τραγούδι «Ψηλά στο μέτωπο» προφανώς ξεσηκώνει τους θεατές- και αφετέρου με τη μοναδική καινούργια μουσική ηθογραφία που γράφεται στη διάρκεια του ελληνοϊταλικού πολέμου, το... συνονόματο Ψηλά στο μέτωπο του Δημήτρη Μπόγρη, με μουσική του Νίκου Χατζηαποστόλου, που ανεβαίνει στις 25 Μαρτίου του 1941 από τον θίασο της Κατερίνας.
- Φινίτα λα Μούζικα
Μια μέρα πριν μπουν οι Γερμανοί στην Αθήνα, στις στήλες των θεαμάτων διαβάζουμε πως παίζεται μόνο μία πολεμική επιθεώρηση (σε αντίθεση με τις τρεις-τέσσερις που παίζονταν ταυτόχρονα τους προηγούμενους μήνες): το Φινίτα λα Μούζικα είναι μια τραγική υπενθύμιση της κατάστασης στην οποία βρισκόταν πλέον ολόκληρη η χώρα. Ωστόσο, το κατοχικό θέατρο, τόσο της πρόζας όσο και το μουσικό, βρήκε σχετικά γρήγορα τους ρυθμούς του και η μουσική άρχισε και πάλι. Αυτό όμως είναι μια άλλη ιστορία.
ΠΗΓΕΣ: Ο Τύπος της εποχής και οι διατριβές Η επιθεώρηση του 1940-41 της Βιργινίας Φωτιάδου (ΑΠΘ, χ.χ.) και Ελληνική σκηνή και θέατρο της Ιστορίας 1936-1944: Οι θεσμοί και οι μορφές της Δηώς Καγγελάρη (ΑΠΘ, 2003).
* Ο Απόστολος Πούλιος είναι ερευνητής του μουσικού θεάτρου.
No comments:
Post a Comment