Sunday, October 21, 2012

«Είμαστε στην καρδιά του σκότους»


  • Εκ βαθέων εξομολόγηση για την τέχνη και τις ιδεολογίες, από την Ολια Λαζαρίδου

  • Της Γιωτας Συκκα, Η Καθημερινή, 21/10/2012
Στα 17 της, φορώντας την ποδιά του σχολείου, έτρεχε στο δισκάδικο της Ρηνιώς Παπανικόλα και εμπιστευόταν τα βινύλια που της διάλεγε ο ενημερωμένος περί μουσικής Αντώνης. Από τότε κρατάει η γνωριμία της Ολιας Λαζαρίδου με τον Αντώνη Καφετζόπουλο, τον νεαρό υπάλληλο που δούλευε στο «Blow Up», κοντά στο κατάστημα ρούχων της μητέρας της. Λίγο αργότερα, τον συμβούλεψε να πάει στην οντισιόν που έκανε η Ελλη Λαμπέτη για τη «Φιλουμένα Μαρτουράνο». Σε εκείνη την παράσταση του Μάουρο Μπολονίνι έπαιξαν για πρώτη φορά μαζί στη σκηνή κι έκτοτε βρίσκονταν τακτικά στα κινηματογραφικά πλατό, για τις ταινίες «Το στίγμα», «Τεριρέμ», «Παραγγελιά», «Ολγα Ρόμπαρντς». Τώρα συναντιούνται στις «Ροές», όπου ο νεότερός τους Ευριπίδης Λασκαρίδης τούς σκηνοθετεί στις «Καρέκλες» του Ιονέσκο (πρεμιέρα στις 9/11). Της αρέσει να συνεργάζεται με νεότερους. Δεν είναι μόνο η ανταλλαγή και η φρέσκια ματιά, αλλά νιώθει κάτι περισσότερο. «Την ευθύνη ότι παραδίνουμε έναν κόσμο και ότι έχω υποχρέωση να στηρίξω τους νέους». Πολύ περισσότερο που με τον 37χρονο σκηνοθέτη είχαν δουλέψει στο «Κορίτσι μπαταρία», ένα δικό της κείμενο εμπνευσμένο από προσωπικές ιστορίες και αναμνήσεις. Εκείνη ήταν μια εναλλακτική πρόταση και ένα ποιητικό ταξίδι από τη δεκαετία του ’60.

Στις «Καρέκλες», οι δύο πρωταγωνιστές υποδύονται δύο 90άρηδες. Και αν αυτό είναι κάτι που «σε απελευθερώνει», όπως λέει η ηθοποιός, το γεγονός ότι πρόκειται για μια «μαύρη κωμωδία που μιλάει για την ανθρώπινη συνθήκη ειδικά σε τέτοιους καιρούς σε ξελαφρώνει». Σαν δυο φιγούρες καρτούν στις πρόβες, δεν στηρίζονται στη μεταμόρφωση, αλλά μιλούν συμπυκνωμένα για τη γελοιότητα. Στην ουσία αποχαιρετούν τον παλιό κόσμο. Μήπως και εμείς σήμερα δεν αποχαιρετούμε ό, τι συνηθίσαμε; «Ο κόσμος του Ιονέσκο δεν είναι ακριβώς ο κόσμος μου», εξηγεί. Ομως, «ο κόσμος της πνευματικότητας που με εμπνέει έχει τρεις διαστάσεις, που σου επιτρέπει να μην ταυτίζεσαι με την πραγματικότητα και στο βάθος του τούνελ –όσο μαύρο κι αν είναι– να υπάρχει πάντα η ελπίδα. Χωρίς, βέβαια, αυτό να σημαίνει ότι αγνοείς το τι βάσανο μπορεί να ’ναι μερικές φορές η ζωή. Παρ’ όλα αυτά, ένα γέλιο μέσα στη μαυρίλα είναι λυτρωτικό». Οσο για το τώρα, «είμαστε σε μεταβατική κατάσταση. Αυτό που θα έρθει νομίζω πως δεν θα μοιάζει σε τίποτα με όσα γνωρίζουμε έως τώρα». Δεν είναι αισιόδοξη ούτε απαισιόδοξη. «Βρισκόμαστε στο τέλος πολλών πραγμάτων όχι μόνο των ιδεολογιών, σαν να ανατράπηκε το τρένο που μας έφτασε ώς εδώ. Αυτό το κάτι δεν έχει βρει ακόμη τη γλώσσα του».

Ηταν σάπια

Αυτό που ενοχλεί την Ολια Λαζαρίδου είναι ότι «τίποτε απ’ όσα αξίζουν δεν έχει συνέχεια. Ερχεται μια σκούπα και τα σαρώνει όλα, και φτου και από την αρχή. Φοβάμαι γι’ αυτά που θα χαθούν. Από την άλλη, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι πολλά πια δεν λειτουργούσαν, ήταν σάπια. Τώρα είμαστε στην καρδιά του σκότους. Δεν μπορούμε ακόμη να δούμε. Η τέχνη μπορεί να οραματιστεί το καινούργιο, αλλά αυτή τη στιγμή είναι δύσκολο. Είναι όλοι μουδιασμένοι. Καταλαβαίνω τον κόσμο κι όσα περνάει, μα πιο πολύ απ’ όλα στενοχωριέμαι για τους νεότερους. Το αίμα μιας κοινωνίας είναι οι νέοι της. Δεν είναι θέμα χρημάτων το πρόβλημά τους, αλλά ότι τους ευνουχίζουν, δεν τους επιτρέπουν να ονειρευτούν. Αισθάνομαι ευθύνη: τι είναι αυτό που παραδίνουμε;».

Δεν είναι η μόνη που πλανήθηκε. Από τις ιδεολογίες, τις υποσχέσεις, το καλύτερο που δεν ήρθε. «Οταν ήμασταν παιδιά με τον Αντώνη, θυμάμαι, όπως ξεκουραζόμασταν σε κάποια γυρίσματα, μου λέει: “Ολια, στην Αλβανία είναι ο παράδεισος, αλλά δεν μας το λένε, μας το κρύβουν”. Κουνούσα κι εγώ το κεφάλι με δέος κι έλεγα στοχαστικά: “Ναι, Αντώνη”. Οταν άνοιξαν οι μπουκαπόρτες, είδαμε την τρομακτική πλάνη παντού».

Η Ολια Λαζαρίδου δεν θέλει να αποδέχεται μόνο όσα αναγνωρίζει. «Αυτό το λάθος κάνουν όσοι δεν μπορούν να αποδεχτούν ότι μεγαλώνουν. Το θέμα είναι να σέβεσαι και αυτό που έρχεται κι ας μην αναγνωρίζεις τους όρους του». Αυτό το έμαθε καλά στο θέατρο. «Για να μπορέσεις να μην αποκτήσεις μανιέρα, πρέπει να αντέξεις κάποιες στιγμές να μην είσαι καλός ή αποτελεσματικός. Από εκεί, κάτι άλλο θα σου αποκαλυφθεί. Αλλιώς θα κάνεις μόνο αυτά που ξέρεις».

Εκείνη πάντως από το ξεκίνημά της άλλαξε πολλά. Ετσι εξηγείται η ανησυχία που είχε για τα πράγματα. «Είναι μια διαδικασία να παραμείνεις δημιουργικός. Αλλωστε, δημιουργικός είναι να συντηρείς τη χαρά που ένιωσες στην αρχή και, στην πορεία, να τη βρεις και μέσα από καινούργιους δρόμους».


  • Μπλαζέ βλέμμα

Η δεκαετία του ’80, αμέσως μετά τη «Φιλουμένα» με την Ελλη Λαμπέτη και τη «Βιρτζίνια Γουλφ» με την Τζένη Καρέζη και τον Κώστα Καζάκο, ήταν καθοριστική γι’ αυτήν. Ολοι μιλούσαν για το ταλέντο αυτού του κοριτσιού με το εύπλαστο πρόσωπο και το μπλαζέ βλέμμα, ενώ τα περιοδικά την πίεζαν για συνεντεύξεις. «Εδώ κάποιοι είπαν ότι έπαιρνα ναρκωτικά. Ηταν αυτό το αφηρημένο ύφος, ένα είδος προστασίας για μένα, να κοιτάζω τα πράγματα κάπως λοξά».

Η πορεία της άλλαξε ρότα με το που αρνήθηκε μια πρόταση του Ζυλ Ντασσέν. «Ημουν σε μια στιγμή που ήθελα κάτι άλλο, να δαγκώσω το πικρό λεμόνι. Ηθελα να πάω στη Γαλλία, στη σχολή Vitez, να κάνω άλλα πράγματα. Του είπα την αλήθεια, πώς ένιωθα, και εκείνος όχι μόνο δεν θύμωσε που αρνήθηκα, αλλά με παρότρυνε να πάω. Πάντα τον θυμάμαι, είχε μεγάλη ευγένεια ο Ντασσέν». Επιστρέφοντας άνοιξε ο δρόμος για συνεργασίες με τους: Μάγια Λυμπεροπούλου, Βίκτωρα Αρδίττη, Λευτέρη Βογιατζή, Βασίλη Παπαβασιλείου, Θόδωρο Τερζόπουλο, Δημήτρη Παπαϊωάννου, Γιάννη Κόκκο, Αντζελα Μπρούσκου κ. ά.

Τώρα, πιο ανοιχτή από ποτέ στα λόγια της, έχει έναν νεανικό ενθουσιασμό που σε παρασύρει. Μιλάει για την εποχή, για την αγένεια, τον νόμο της ζούγκλας που επέλεξαν κάποιοι. «Με τρομάζει πόσο εύκολα περνάει η σκληρότητα γύρω μας». Φέρνει το παράδειγμα της Λένας Κιτσοπούλου και του Γιώργου Λούκου. «Εκείνη λοιδορήθηκε όσο κανείς. Δημοσίευσαν πρωτοσέλιδη γυμνή φωτογραφία της από μια άσχετη έκδοση. Ενιωσα σαν να ήμουν εγώ στη θέση της». Το θέμα της ανανέωσης ή μη της θητείας του Γ. Λούκου στο Φεστιβάλ μοιάζει διαφορετικό. «Και όμως, κάποιοι φίλοι που υπέγραψαν την επιστολή υποστήριξης είδαν το όνομά τους σε εθνικιστικά μπλοκ γιατί είναι Εβραίοι. Συμβαίνουν τρομερά πράγματα γύρω μας και τα κοιτάμε μουδιασμένοι. Σαν να φύσηξε σκοτάδι. Πριν από την άνοδο του φασισμού επικρατούσε ο φόβος και η σιωπή· ο Μπρεχτ τα έχει πει μια χαρά. Ομως, οφείλουμε να πάρουμε θέση για όσα συμβαίνουν».


  • «Τώρα πια, έχω ελπίδα μέσα μου»

Αν και μεγάλωσε μοιάζει να άνθησε με το πέρασμα των χρόνων. «Είχα πολύ σκοτάδι μέσα μου μικρή κι έκανα αγώνα να το πετάξω. Με το παραμικρό, νόμιζα ότι αναποδογύριζε το πλοίο. Τώρα έχω ελπίδα μέσα μου. Ξέρω ότι ακόμη κι αν το χτυπούν κύματα, το πλοίο δεν θα αναποδογυρίσει. Θέλει δουλειά αυτό». Φαντάζεται τον εαυτό της στο μέλλον. Μια τρελή γριούλα που θα κάθεται με μια κουβερτούλα και θα λέει ιστορίες και παραμύθια. «Ιδανικό θα ήταν να το κάνω στη Νίσυρο. Σε ένα αγαπημένο δρομάκι, που κάθονται οι ηλικιωμένες και χαζεύουν». Κι εγώ που νόμιζα ότι η Ολια Λαζαρίδου είναι πιστό παιδί της πόλης. «Δεν βλέπω την ώρα να φεύγω. Ενα από τα όνειρά μου είναι να κάνω παραστάσεις εκτός». Ετσι έγινε η «Περσεφόνη» του Ρίτσου πριν από τέσσερα χρόνια, που φέτος την πήγε σε κάτι ανεμόμυλους στη Λήμνο. «Μου αρέσει το ανεμισμένο, όχι να είμαι κλεισμένη σε ένα χώρο. Είμαι αλητάκι σ’ αυτό».

No comments: