Αφορμή για τα πιο κάτω μού έδωσε η «τελετή» που οργανώθηκε πριν από λίγες μέρες στον Γράμμο, όπου ο μητροπολίτης Κονίτσης μαζί με χρυσαυγίτες γιόρτασαν τη «νίκη του ελληνικού στρατού απέναντι στην κομμουνιστική ανταρσία του 1949». Δεν θα σχολιάσω όσα έγιναν εκεί, αλλά θα μιλήσω για τη στάση του μέγιστου τραγικού ποιητή, του Αισχύλου, απέναντι στο φαινόμενο του εμφυλίου.
Το πολιτικό μήνυμά του στους «Επτά επί Θήβας» και στις «Ικέτιδες»
Στους «Επτά επί Θήβας» ο Αισχύλος μάς μιλά για έναν εμφύλιο ελληνικό, ανάμεσα σε δύο ελληνικές πόλεις - κράτη, το Άργος και τη Θήβα. Η κατάρα ξεκινά από την κατάρα που έδωσε ο Οιδίποδας στους δύο γιούς του, τον Ετεοκλή και τον Πολυνείκη: «να μοιραστούν με το σίδερο το βιός τους, τη γη τους». Κανείς δεν έχει προσέξει μέχρι σήμερα ότι αυτή είναι μια κατάρα - ευχή που εμπεριέχει την αυτοϋπέρβασή της. Είναι οι λέξεις: «να μοιραστούν τη γη τους». Υπονοεί ότι θα καταλήξουν σε έναν κοινό τάφο - μνημείο. Μαζί, όχι χώρια, ο ένας άταφος, δίχως τιμές, κι ο άλλος θαμμένος με τιμές ήρωα και σωτήρα. Καλύτερα να πάρουμε, όμως, το πράγμα από την αρχή. Όταν οι επτά πολεμοχαρείς Αργείτες αρχηγοί έχουν φθάσει έξω από τη Θήβα, τελούν μια μακάβρια «μαύρη» τελετή, θυσιάζοντας έναν ταύρο, συγκεντρώνοντας το αίμα του μέσα σε μια μαύρη ασπίδα, βουτώντας τα χέρια τους σε αυτό, δίνοντας όρκο: «Να ξεθεμελιώσουν τη Θήβα ή να πεθάνουν».
Είναι μια «θυσία όρκου» όπου, άνθρωποι προερχόμενοι από διαφορετικούς χώρους (ο στρατός των Αργείων είναι μια τέτοια σύναξη, ένα «μάζωμα»), επιδιώκουν τη συνδρομή μιας ανώτερης δύναμης, που να εγγυάται την ενότητά τους. Αυτή η δύναμη είναι η κατάρα του Οιδίποδα, η Ερινύα.
Ανάμεσα στους Αργείτες αρχηγούς ο μάντης Αμφιάραος, παρότι αντίθετος στην εκστρατεία, την ακολουθεί επειδή τον καταναγκάζει μια προγενέστερη δέσμευσή του. Ο ακέραιος Αμφιάραος κατηγορεί τους συντρόφους του ότι με την τελετή θα «ξυπνήσουν» την πατρική κατάρα που «κοιμάται», την παντοδύναμη Ερινύα. Και αυτό συμβαίνει. Η Ερινύα ξυπνά, με τη γνωστή κατάληξη: οι δυο γιοι του Οιδίποδα να αλληλοσφαγούν και να «μοιραστούν με το σίδερο» τη γη τους.
Ο Αισχύλος, ιερέας ο ίδιος των Ελευσινίων, δεν ασκεί τρέχουσα πολιτική, δεν κάνει διάκριση αθώου και ενόχου, εχθρού και φίλου, αποφεύγει να δώσει δίκιο στον έναν, άδικο στον άλλον. Επειδή η γενιά του Αισχύλου είναι σε θέση να αντιληφθεί κάτι που όσοι έζησαν σε εμφύλιους καιρούς γνωρίζουν πολύ καλά: ότι σε αυτούς ένα πρόσωπο μπορεί συγχρόνως να συνδυάζει τις ιδιότητες θύματος και θύτη, σωτήρα και καταστροφέα, να είναι συνάμα δόξα και ντροπή της πόλης του. Όχι επιμεριστικά, αλλά με το συναμφότερον: τη διπλότητα των ανθρώπινων πραγμάτων που ανέπτυξε στην «Ιστορία» του ο Θουκυδίδης αργότερα.
Οι «Επτά», κανονικά, τελειώνουν έτσι: με την τελετουργική ταφή των δύο αδελφών. Στοκοινό τους μνήμα ιδρύεται ένα ιερό στον «Δαίμονα Σωσίπολι», προστάτη εφεξής της πόλης, στον οποίο έχουν αμφότεροι μεταμορφωθεί! Τα υπόλοιπα, η άρνηση του Κρέοντα να θάψει τον Πολυνείκη, η εμφάνιση της Αντιγόνης και όσα ακολουθούν, γίνεται πλέον δεκτό ότι αποτελούν μεταγενέστερη προσθήκη αγνώστου ποιητή, υπό την επήρεια της Σοφόκλειας «Αντιγόνης». Προέρχονται από μια εποχή που έχει λησμονήσει το συναμφότερον και χρειάζεται να έρθει, πάλι, μια Αντιγόνη να της το θυμίσει.
Στις «Ικέτιδες» κριτήριο διάκρισης ανάμεσα στις διωκόμενες Ελληνίδες, τις Δαναΐδες, που ζητούν άσυλο στην Αθήνα, και τους «ξένους», πρωτεξαδέλφους διώκτες τους, δεν είναι το αίμα, που έχουν άλλωστε κοινό, αλλά η γλώσσα! Με την έννοια ότι των Δαναΐδων η γλώσσα είναι ελληνική, ενώ των διωκτών τους μια «κάρβανος αυδά». Τι σημαίνει αυτό; Όχι ότι μιλούν «βαρβαρικά», αλλά ότι «μιλούν» μια στρατιωτική γλώσσα ωμής, ένοπλης βίας: την άξεστη διεθνή διάλεκτο των «καραβανάδων»! Η λέξη «κάρβανος», άγνωστης προέλευσης και ετυμολογίας, δεν άλλαξε σημασία από τότε. Αυτά προς γνώσιν.
No comments:
Post a Comment