Στο σπαρακτικό, εξομολογητικό βιβλίο του, De Profundis («Εκ Βαθέων»), μια επιστολή προς τον νεαρό εραστή του λόρδο Άλφρεντ Ντάγκλας, που υπήρξε η αιτία της καταστροφής του, ο Όσκαρ Ουάιλδ επιχειρεί να ταυτίσει τον εαυτό του με τον «πρίγκηπα της Δανίας», ενώ συγκρίνει τον Ντάγκλας με τους δύο αυλικούς, Ρόζενκραντζ και Γκίλντενστερν, οι οποίοι, στο έργο του Σαίξπηρ, συνοδεύουν τον Άμλετ σε ένα «ταξίδι χαμού» στην Αγγλία... Όπου, το υποψήφιο θύμα, με μια επιδέξια λαθροχειρία στέλνει αυτούς στον άδοξο θάνατο, στη λήθη, και διεκδικεί για τον εαυτό του τον ρόλο εκείνου που θα τιμήσει η Ιστορία.

«Σε όλο το δραματολόγιο δεν ξέρω τίποτε ικανό να συγκριθεί με τον υποβλητικό τρόπο που ο Σαίξπηρ σκιαγραφεί τον Ρόζενκραντζ και τον Γκίλντεστερν», γράφει ο Ουάιλδ. «Είναι φίλοι του Άμλετ. Ήταν σύντροφοί του και μοιράζονται μαζί του αναμνήσεις όμορφων ημερών. Τη στιγμή που τον συναντούν στο έργο, εκείνος κλονίζεται κάτω από το βάρος ενός φορτίου δυσβάστακτου για κάποιον με τη δική του ιδιοσυγκρασία. Οι νεκροί έχουν βγει πάνοπλοι από τον τάφο τους για να του αναθέσουν μιαν αποστολή που είναι γι' αυτόν πολύ υψηλή αλλά και πολύ μικρόψυχη ταυτόχρονα. Είναι ένας ονειροπόλος, αλλά τώρα καλείται να δράσει. Έχει χαρακτήρα ποιητή και του ζητείται να αναμετρηθεί με το σύνθετο πλέγμα αιτίων και αιτιατών, με τη ζωή στην πρακτική της διάσταση, για την οποία δεν ξέρει τίποτα, όχι με τη ζωή στην πραγματική της ουσία, για την οποία ξέρει πολλά. Δεν γνωρίζει τι πρέπει να κάνει και η τρέλα του είναι να παριστάνει... τον τρελό. Γίνεται κατάσκοπος των ίδιων των πράξεών του, και, ακούγοντας τα ίδια του τα λόγια, ξέρει πώς δεν πρόκειται για τίποτε άλλο από... 'λόγια, λόγια, λόγια'. Αντί να γίνει ήρωας της ιστορίας του, επιδιώκει να γίνει ο θεατής της τραγωδίας του. Αμφιβάλλει για όλα, ακόμη και για τον εαυτό του. Και όμως, οι αμφιβολίες του δεν τον βοηθούν, καθώς δεν είναι απόρροια σκεπτικισμού αλλά διχασμένης βούλησης. Ο Ρόζενκραντζ και ο Γκίλντενστερν δεν αντιλαμβάνονται τίποτε από όλα αυτά. Κάνουν υποκλίσεις, προσποιούνται ότι χαμογελούν, και ό,τι λέει ο ένας το επαναλαμβάνει ο άλλος σε πιο γλοιώδη τόνο. Δεν βλέπουν στη συμπεριφορά του Άμλετ παρά μια μάλλον δυσάρεστη παραβίαση της εθιμοτυπίας της αυλής. Μέχρις εκεί μπορούν να φθάσουν. Βρίσκονται πολύ κοντά στο μυστικό του Άμλετ και δεν ξέρουν τίποτε για αυτό, ούτε θα τους ωφελούσε να το μάθουν. Είναι 'μικρά κύπελλα', τόσο μόνο μπορούν να χωρέσουν...» (μετάφραση του Ανδρέα Παππά, στις εκδόσεις «Σμίλη»).
Εβδομήντα χρόνια μετά από αυτήν τη μεταρομαντική ανάγνωση του Άμλετ από τον Ουάιλδ, ο Άγγλος Τομ Στόπαρντ, με μια εξ ίσου επιδέξια λαθροχειρία, κατορθώνει να ανατρέψει το ήδη ανεστραμμένο «ουαϊλδικά» αμλετικό τοπίο και να αναγορεύσει τους αδαείς κομπάρσους της Ιστορίας, Ρόζενκραντζ και Γκίλντενστερν, σε πρωταγωνιστές της. Έρχονται στο προσκήνιο, και παρακολουθούμε το έργο - Άμλετ, μέσα από τα δικά τους μάτια, να το «σκηνοθετούν» ερήμην του κειμένου "εική και ως έτυχε", αποσπασματικά. Τι άλλο από αυτό συμβαίνει σήμερα σε παγκόσμια κλίμακα; Η φράση: «ο Ρόζενκραντζ και ο Γκίλντενστερν είναι νεκροί !», με την οποία τελειώνει το έργο του Στόπαρντ, δεν πρέπει να μας παραπλανά. Όχι, δεν είναι νεκροί, το αντίθετο, ζουν και βασιλεύουν! Ο Στόπαρντ προλαβαίνει επάνω στο νήμα τον Μπέκετ! Παρακολουθούμε σήμερα ως θεατές τις οιονεί μπεκετικές φιγούρες των πιο πάνω να έχουν αποκτήσει, με τις δικές μας ευλογίες, εξουσία του λύειν και δεσμείν και να παίζουν στα ζάρια τον πλανήτη! Θα ήταν πράγματι κωμικό, αν δεν ήταν τραγικό! Το έργο του Στόπαρντ δεν ανήκει στο κλασικό «παράλογο». Είναι μια προφητική πολιτική αλληγορία της ανάπηρης ύπαρξης και της αδύναμης Ιστορίας. Θα χρειαστεί, όμως, άλλο ένα σημείωμα, για την παράσταση του έργου στο «Επί Κολωνώ».