Sunday, November 27, 2011

«Αμερικανικός βούβαλος» με νεύρο


  • Το γνωστό έργο του Μάμετ εξελληνίζεται και εκσυγχρονίζεται σε μια ξεχωριστή παράσταση
  • Του Σπυρου Παγιατακη
  • Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 27/11/2011


  • Ντέιβιντ Μάμετ Αμερικανικός βούβαλος, σκην.: Δημήτρης Τάρλοου. Θέατρο Πορεία


Με την πρώτη κιόλας φράση –«Και; Και λοιπόν, Μπομπ;»– ξαφνιάστηκα. Να ήταν ο τρόπος της εκστόμισης που με θορύβησε περισσότερο; Ηχούσε θορυβώδης και υπερβολικός – έτσι μου φάνηκε τουλάχιστον. Αρχικά. Μετά ήταν κι εκείνος ο συγκεκριμένος ηθοποιός, ο Αλέξανδρος Μυλωνάς, ο οποίος έλεγε την ατάκα. Μα αυτός, που εγώ τον θεωρώ ιδιαίτερα χαρισματικό και σπάνιο στις φωτοσκιάσεις, σκέφτηκα. Γιατί φωνάζει τώρα έτσι; Σε λίγο ακολούθησαν και οι άλλοι. Ο νεαρός Μπομπ –το πρεζόνι με τη χρυσή καρδιά– και ο ξερόλας «Δάσκαλος», παιγμένος από τον Γιώργο Γάλλο, έναν άλλο ηθοποιό τον οποίο θεώρησα όταν τον πρωτοείδα μια από τις πιο εντυπωσιακές θεατρικές αποκαλύψεις. Και οι τρεις σαν να υπερέβαλλαν στα ντεσιμπέλ τους. Δεν ήταν μόνο που κραύγαζαν, αλλά ήταν και η κίνησή τους πάνω στη μακρόστενη σκηνή που έμοιαζε χορογραφημένη μ’ έναν εξίσου νευρώδη τρόπο. Χρειάστηκε λίγος χρόνος για να καταλάβω ότι εδώ συμβαίνει κάτι το ξεχωριστό. Κάτι που έπρεπε να κατανοήσω.
Γιατί, πέρα από τον «παραδοσιακό» ρεαλισμό τον οποίο είχα συναντήσει –και συνηθίσει– τις προηγούμενες φορές που είχα δει το έργο (που αφηγείται πώς τρεις μικροκακοποιοί οργανώνουν μια, τελικά αποτυχημένη, διάρρηξη με στόχο κάποιους «αμερικανικούς βούβαλους», δηλαδή παλιά μεταλλικά πεντοδόλαρα), τώρα στην παράσταση όπως σκηνοθετήθηκε από τον Δημήτρη Τάρλοου, συμβαίνουν κι άλλα πράγματα. Πράγματα πολύ ουσιαστικότερα. Πρώτα απ’ όλα είναι οι ανθρώπινες σχέσεις μεταξύ των τριών. Με τη μοναξιά να ξεχειλίζει, καθένας τους αγωνίζεται να έχει την αποκλειστικότητα της φιλίας του άλλου.
Ο Τιτς διαβάλλει συνέχεια τον Μπομπ στον Ντον, και το ίδιο γίνεται και με τους άλλους δύο. Ο καθένας τους –ιδιαίτερα ο κρυφο-ανασφαλής Τιτς– θα ’θελε να πάρει τη θέση του άλλου. Τόσο στον συναισθηματικό του κόσμο όσο και στη μικρή συμμορία που έχουν σκαρώσει. Και σαν συμμορία που είναι και σέβεται τον ρόλο της, έχουν κύριο στόχο τον γρήγορο πλουτισμό – με κάθε μέσο.
Σ’ αυτήν τη διαδικασία ο σύγχρονος Ελληνας θεατής ανακαλύπτει έκπληκτος πόσο κοντινοί μας είναι οι μέθοδοι και η γλωσσική νοοτροπία του «Βούβαλου» με τις σημερινές πολιτικοκοινωνικές καταστάσεις. Παρ’ όλο που το έργο έχει γραφτεί το 1975 (εποχή που αναφέρεται στον αμερικανικό υπόκοσμο, όταν δεν υπήρχε εδώ σ’ εμάς ούτε καν η λέξη της «λαμογιάς»), είναι εντυπωσιακό πώς η παγκοσμιοποίηση έχει μετακινήσει πλέον όλα αυτά δίπλα μας.
Κι εδώ είναι που δικαιολογείται η σκηνοθετική έξαρση. Με τρεις σπάνιους ηθοποιούς δίπλα του, ο Δημήτρης Τάρλοου επέλεξε τον πλέον ριψοκίνδυνο τρόπο για να στήσει έναν απόλυτα σημερινό «Αμερικανικό βούβαλο» χωρίς το παραμικρό από κάποιον ξεπερασμένο σκηνικό ρεαλισμό του ’70 και του ’80. Συνειδητά η σκηνική αφήγηση είναι «ανεβασμένη» κατά μία ή δύο οκτάβες, ακριβώς όπως θα ’κανε κι ένας ταλαντούχος και πειραματιζόμενος διευθυντής ορχήστρας, ο οποίος θα αφαιρούσε ό,τι γλυκερό υπάρχει στη 2η –ας πούμε– Συμφωνία του Μπραμς.
Ακολουθώντας αυτήν την άποψη, ο Αλέξανδρος Μυλωνάς έπαιξε έναν οργισμένο 45άρη αντικέρ, ο Γιώργος Γάλλος έναν ανασφαλή αγράμματο τύπο, ο οποίος διαρκώς κοκορεύεται για τη δήθεν γραμματιζούμενη αυτοπεποίθησή του, και ο –νέος– Παναγιώτης Καλαντζής το αφελές αισθαντικό κάθαρμα.
Ολοι τους εμφανίζονται ως χαρακτήρες όχι μόνο απόλυτα σύγχρονοι, αλλά και πιο ελληνικοί ακόμα κι απ’ αυτούς της «Αυλής των Θαυμάτων». Κι όπως είπαμε, σ’ αυτή την εκδοχή, παρουσιάζονται υπαρξιακά κουρντισμένοι από τον σκηνοθέτη τους, κοντά στο παραπέντε πριν σπάσει το ελατήριο. 
Μια ξεχωριστή παράσταση που θέλω να ξαναδώ. Κι αυτό επειδή με μπέρδεψαν τα εμβριθή που διάβασα στο πρόγραμμα της παράστασης. Γιατί αδυνατώ να καταλάβω τι σχέση μπορεί να έχει ο νεοφιλελευθερισμός, όπως τον καταγράφει ο –85χρονος σήμερα– Γάλλος κοινωνιολόγος Alain Touraine στο πρόγραμμα, με το μεγαλειώδες ψυχορράγημα των ηρώων του Μάμετ. 
Θεωρητικά πάλι κείμενα όπως του Ρόμπερτ Νταν και άλλα βαθυστόχαστα νεο-φιλοσοφικά αποσπάσματα δεν με καθοδήγησαν διόλου στον σωστό δρόμο της κατανόησης. Αντίθετα, ο σκηνοθέτης και μεταφραστής ενός δυσκολομετάφραστου έργου, ο Δημήτρης Τάρλοου, και οι τρεις πανάξιοι στην ανάλυση των χαρακτήρων του έργου ηθοποιοί, που δεν έπεσαν ούτε στιγμή στην παγίδα που καιροφυλακτούσε να μεταμορφωθούν σε τύπους, εμένα τουλάχιστον μού έφτασαν και μάλιστα με το παραπάνω.

No comments: