Sunday, April 1, 2012

Στον φίλο που χάσαμε

Κάθε άνθρωπος είναι αναντικατάστατος και κανένας αείμνηστος. Κανείς, εκτός κι αν κάποιοι αναλάβουν να αφηγηθούν γιατί αυτός που χάθηκε μας χρειαζόταν. Αυτό ήδη σημαίνει ότι το πένθος, που περιλαμβάνει τη δύσκολη διαδικασία του επαίνου στον νεκρό, είναι σε μεγάλο βαθμό μια υπόθεση εγωιστική. Σε κλαίω, γιατί χωρίς εσένα νιώθω ακόμα πιο γυμνός και σε επαινώ γιατί κάποια από όσα γράφτηκαν για σένα διαλύουν τη μνήμη, δηλαδή την ψυχή μου. Με μια προσθήκη: Ότι αυτή την στιγμή για να αντισταθούμε στη βαρβαρότητα, έχουμε ανάγκη όσο ποτέ τη μνήμη.
Τον Σοφοκλή Πέππα τον έχω δει να παίζει σχετικά λίγες φορές. Τραγωδία, Σαίξπηρ, Ίμπσεν, Τσέχωφ και λίγα ακόμα. Επίσης έχω συνεργαστεί μαζί του. Με αυτά τα εφόδια νομίζω ότι μπορώ να πω τι μου άφησε. Ήταν από τους πιο εύστοχους ηθοποιούς με το είδος εκείνο της υποκριτικής κομψότητας που του επέτρεπε να βρίσκεται πάντα στο σωστό μέρος της σκηνής, να κινείται και να μιλά με ένα πειστικό ρυθμό. Η αρετή ωστόσο αυτή, που απαντάται και σε άλλους καλούς ηθοποιούς, δεν ήταν καθόλου η πιο σημαντική του. Αντίθετα, θα μπορούσε να αποτελέσει και παγίδα, αυτό που οι ηθοποιοί ονομάζουν ευκολία, αν ισορροπούσε και δεν ελέγχονταν από μια άλλη πιο σπάνια ικανότητα: Να συνομιλεί κάθε στιγμή άμεσα με το θεατρικό κείμενο και, και αντί να καταφεύγει σε μοντερνιές και μεταμοντερνιές, να του υποτάσσεται για να το κατακτήσει.
Τον θυμάμαι από μια παράσταση του Μίνωα Βολανάκη, στο θέατρο Κεφαλληνίας, τονΦερνάντο Κραπ. Έργο σημαντικό και υποτίθεται δύσκολο, διότι έβλεπε τα ανθρώπινα πάθη εντελώς έξω από τα αυτονόητα στερεότυπα. Στην παράσταση αυτή στην οποία οφείλω, για λόγους που δεν είναι της ώρας, και την γνωριμία με τον σκηνοθέτη, φίλο και δάσκαλο, πρωτογνώρισα αυτή την ανάμνηση της δημιουργικής υποκριτικής υποταγής που χαρακτήριζε τον Σοφοκλή, που του επέτρεπε να ακούει, αλλά και να έχει τη δική του αντίδραση. Συχνά μιλώντας σε νέες και νέους που ασχολούνται με το θέατρο ή τις παραστατικές τέχνες αναφέρομαι σε ένα στιγμιότυπο από τις πρόβες των Βακχών του Κέντρου Δράματος του Παντείου: Θυμάμαι να ζητώ από τον Σοφοκλή / Κάδμο μπροστά στην πόρτα του ανακτόρου του Πανθέα να διασχίσει χορευτικά τη μισή σκηνή για να συναντήσει τον Γιώργο Μωρόγιαννη / Τειρεσία και κείνος να μου απαντά: Θέλω αλλά δεν με αφήνει… ο Ευριπίδης. Φυσικά, όπως φάνηκε ο Ευριπίδης και ο Πέππας είχαν δίκιο γιατί έτσι έσπαγε ο ρυθμός του έργου και η παράσταση καθόταν.
Προσθέτω μια ακόμη μνήμη από την ίδια παράσταση. Σχολιάζοντας τον ρόλο του μαντατοφόρου που αγγέλλει τον χαμό του Πενθέα, ο Σοφοκλής έλεγε. Μην μπεις παραπονιάρικα. Στον ρόλο του τραγικού αγγέλου πρέπει να μπαίνεις με την τέταρτη. Προφανώς η αναφορά στις ταχύτητες του αυτοκινήτου έκρυβε κάτι άλλο. Το ότι ο μαντατόφορος δεν πρέπει δεν πρέπει να εκφράζει απλώς την προσωπική του θλίψη για τα δρώμενα αλλά να γεννά το έλεος και τον φόβο, που είναι τα εργαλεία της περαίωσης δηλαδή της ολοκλήρωσης της τραγωδίας. Λίγο αργότερα βλέπαμε μαζί τις Βάκχες ενός ξένου σκηνοθέτη από τους μεγαλύτερους του αιώνα. Τα σημεία όπου συμφωνήσαμε ότι η παράσταση αστοχούσε ήταν ακριβώς αυτά του μαντατοφόρου και του ήθους του μάντη και του τραγικού τυράννου στα οποία από καιρό σκηνοθέτες από τον Ροντήρη και τον Μινωτή μέχρι τον Κουν και τον Βαλανάκη είχαν δώσει πειστικές λύσεις.
Χωρίς να διατυπώνει έτσι αυτή την σκέψη ο Σοφοκλής ήξερε και όσο λίγοι στην Ελλάδα, ότι αυτή η βασανισμένη χώρα που είχε στερηθεί το θέατρο για πολλούς αιώνες είχε καταφέρει ξεκινώντας από τις τελευταίες δεκαετίες του 19ου, να δημιουργήσει μια ζηλευτή σχολή ερμηνείας των κλασικών έργων που όμως πλούτιζε και κάθε άλλη ερμηνεία. Σχολή που σήμερα οι περισσότεροι ξεθεμελιώνουν από ασχετοσύνη ή μαζοχισμό που φτάνει στην πνευματική αυτοκτονία. Το να είσαι ανοιχτός σε κάθε άξιο ερέθισμα που έρχεται από τα έξω. Αλλά και το να υποδέχεσαι το ξένο ερέθισμα δημιουργικά βασισμένος στις δικές σου αποσκευές, σε αυτό που ο Μίνωας αποκαλούσε σοφά κεντρικό δρόμο της ελληνικής φωνής και -προσθέτω το αυτονόητο- υποκριτικής. Αυτό είναι το δώρο που μου έκανε ο Σοφοκλής. Και γι’ αυτό, τώρα που τον χάσαμε, τον ευχαριστώ.
Γιάγκος Ανδρεάδης, Η ΑΥΓΗ: 01/04/2012

No comments: