Sunday, October 30, 2011

Σκηνικό βίας


Η βία στο θέατρο είναι πραγματικότητα με την οποία ο θεατής έχει πλέον εξοικειωθεί. Κάθε χρόνο βλέπουμε έργα τόσο ακραία και σκληρά όσο η αλήθεια της σύγχρονης ζωής. Φέτος ξεχωρίζουν ήδη τρία, που το καθένα με τον τρόπο του φιλοδοξεί να καθηλώσει το κοινό.
* Τι σημαίνει να είσαι θεατής; Και κυρίως τι σημαίνει να είσαι θεατής ενός βίαιου έργου; Μήπως επιλέγοντας τη βία -στο όνομα της παραδοχής της- συγχρόνως νομιμοποιούμε την γέννησή της; Σ' αυτό το θέμα, την ευθύνη του ματιού, επικεντρώνεται μ' ένα πρωτότυπο δραματουργικά και φορμαλιστικά τρόπο το έργο του Βρετανού Τιμ Κράουτς «Ο συγγραφέας» που παίζεται στο Δώμα του Θεάτρου του Νέου Κόσμου. Το έργο που πρωτοανέβηκε στο Ρόγιαλ Κορτ διχάζοντας κριτικούς και κοινό, ανεβαίνει σε μετάφραση Δημήτρη Κιούση και συν-σκηνοθεσία των Παντελή Δεντάκη και των τεσσάρων ηθοποιών που παίζουν.
Ο Τιμ Κράουτς πιστεύει ότι οι συγγραφείς πρέπει να αναλαμβάνουν δημόσια τις ευθύνες τους, γι' αυτό και κείνος παίζει πάντα στα έργα του. Κράτησε τον ρόλο του συγγραφέα και μάλιστα με το όνομά του στην παράσταση του έργου. Η σύμβαση πλατείας-σκηνής έχει ανατραπεί εδώ και χρόνια. Αυτή τη φορά ο Κράουτς προχωρεί παραπέρα. Η φόρμα του «Συγγραφέα» θέλει τους ηθοποιούς ανάμεσα στο κοινό, χωρίς σκηνικό και κοστούμια και τους θεατές ελεύθερους να κινηθούν, να σχολιάσουν, ν' αποδοκιμάσουν, να εγκαταλείψουν την αίθουσα.

Το έργο ξετυλίγεται επίτηδες αργά, μερικές φορές παραπλανητικά αργά για τον θεατή, φέροντας σατιρικές αιχμές. Οι ήρωες είναι ο συγγραφέας ενός έργου (Γιάννος Περλέγκας), οι δυο ηθοποιοί που το έπαιζαν (Κατερίνα Λυπηρίδου, Χρήστος Σαπουντζής) κι ένας θεατής (Μάκης Παπαδημητρίου) από την παράστασή του στο πρόσφατο παρελθόν. Τέσσερα πρόσωπα αφηγούνται ο καθένας από το «πόστο» του εκείνη τη θεατρική εμπειρία η οποία σταδιακά μεταβάλλεται σ' ένα άλλο «έργο». Οι εικόνες που μας ζωντανεύουν καθώς και το περιβάλλον, οι συνθήκες άντλησης υλικού για την συγγραφή του κειμένου εκείνη την περίοδο δουλειάς, οδηγούν στο έργο του Τιμ Κράουτς «Ο συγγραφέας», αυτό που παρακολουθούμε εμείς, οι σημερινοί θεατές. Εργο που διερευνά την ύπουλη, καταλυτική δύναμη ακραίων εικόνων (κομμένα κεφάλια, βιασμοί, αιμομιξίες) στον ψυχισμό και το μυαλό των αποδεκτών τους.
Ο συγγραφέας μέσα από τον «Συγγραφέα» στρέφεται «εναντίον» του. Στηλιτεύει την ηδονοβλεπτική τάση του κοινού απέναντι στην αναπαράσταση αποτρόπαιων εικόνων κάνοντας ακριβώς το ίδιο: προβάλλει τη βία μέσα από τον λόγο και ζητάει απ' το κοινό να τον κρίνει, να προβληματιστεί, ν' αναγνωρίσει την ευθύνη του. Είναι σα να μας λέει: κοιτάξτε τι μου επιτρέπετε να σας δείχνω. Παρά το αντιφατικό του εγχειρήματος (το έργο είναι ακατάλληλο για ανηλίκους κάτω των 18 ετών) η «παγίδα» μπορεί να λειτουργήσει. Αρκεί το κοινό να έχει υπομονή και να μην βιάζεται να παίξει το ρόλο που εκ φύσεως του προσφέρει το έργο αλλά και καθ' υπερβολήν η σκηνοθεσία.
Με φωτισμούς κοινούς για κοινό και ηθοποιούς, οι οποίοι είναι σκορπισμένοι ανάμεσά του σε δυο αντικριστές κερκίδες, το έργο ξεκινά με τον «θεατή» να «ταυτίζεται» με τους θεατές σ' ένα άγνωστο γι' αυτούς παιχνίδι: «Πώς σε λένε;». «Αραγε τι πρόκειται να γίνει τώρα;». «Τι δουλειά κάνεις;». «Τι γνώμη έχεις γι' αυτό που λέω;». «Μήπως θέλετε να σταματήσω;».
Εκείνοι αμήχανα, δειλά κι αργότερα θαρραλέα γίνονται μέρος της παράστασης. Απαντούν, λένε εξυπνάδες, χασκογελούν, προβοκάρουν, ανοίγουν διάλογο με τους ηθοποιούς. Στο ακραία διαδραστικό θέατρο θεατές και ηθοποιοί εκτίθενται το ίδιο. Ο ρους της παράστασης διακόπτεται, το κείμενο ξεστρατίζει, ο ειρμός χάνεται. Κι αν οι θεατές, ενδόμυχα, λαχταρούν πάντα να έχουν ρόλο στην παράσταση, οι δεύτεροι πρέπει, με κάποιον τρόπο, να ορίζουν τη διαχωριστική γραμμή μέσα σ' αυτή την αόρατη σύμβαση σκηνής-πλατείας.
* Ενα σκληρό έργο με θέμα την ενδοοικογενειακή βία και την αιμομιξία σκηνοθετεί η Αννα Βαγενά στο θέατρο Μεταξουργείο. Πρόκειται για το μυθιστόρημα της Φρίντας Μπιούμπι «Σχέσεις Οργής» διασκευασμένο από τον Γιάννη Τσίρο, που αφορά την κοινωνική προκατάληψη και τον φόβο που κρατά κρυμμένα δραματικά μυστικά που σακατεύουν ανθρώπινες ζωές.
«Πρωτοδιάβασα το μυθιστόρημα πριν από δέκα χρόνια και συγκινήθηκα. Σκέφτηκα να το μεταφέρω στο θέατρο. Επικοινώνησα με τη Φρίντα, που ζούσε τότε, και δέχτηκε με χαρά την ιδέα μου. Ομως δεν αισθανόμουν ακόμα έτοιμη να καταπιαστώ μ' ένα τόσο σκληρό θέμα, την αιμομιξία. Φέτος ένιωσα ότι ήρθε η ώρα. Το έργο σπάει τη σιωπή που καταδικάζει πολλά ανίσχυρα πλάσματα να βιώνουν τραγικές καταστάσεις, χωρίς να βρίσκουν το κουράγιο να αντιδράσουν».
Η διασκευή που έκανε ο Γιάννης Τσίρος ακολούθησε μεικτή φόρμα: αφήγηση και δράση. Τα τρία από τα τέσσερα πρόσωπα του έργου, η μάνα, η κόρη και ο γιος, μέσα από μικρούς και μεγάλους μονολόγους, οδηγούν στη δράση των σκηνών και στην τελική κάθαρση. Η σκηνική ιδέα που κυριαρχεί είναι θερμοκήπια που κάποτε γίνονται ένα εφιαλτικό τοπίο. Η Αννα Βαγενά σκηνοθέτησε την παράσταση δίνοντάς της κινηματογραφική δομή. Γι' αυτό και συνεργάζεται στο σκηνικό και τους φωτισμούς με δύο νέους ανθρώπους, προερχόμενους από το χώρο του κινηματογράφου, τους Δημήτρη Πρέβε και Βλάσση Σκουλή. Μαζί της παίζουν οι Πασχάλης Τσαρούχας, Δημήτρης Πατσής, Κατερίνα Θεοχάρη.
«Σύμφωνα με στοιχεία που βρήκα, οι αιμομικτικές σχέσεις αφορούν το 30% των ελληνικών οικογενειών» λέει η Αννα Βαγενά. «Δηλαδή, η ιστορία του έργου μπορεί να είναι μία ιστορία αληθινή, της διπλανής πόρτας πνιγμένης στο σκοτάδι και τη σιωπή, σκεπάζοντας ατέλειωτους βιασμούς σωμάτων και ψυχών. Νομίζω ότι η παράσταση θα είναι δυνατή, σπαρακτική και οργισμένη, όπως και η εποχή μας. Θέλησα να ξεκινήσω τις παραστάσεις μας από τη Θεσσαλονίκη, για να τιμήσω μια πόλη που με τίμησε πάντα και μου έδειξε την απεριόριστη αγάπη της».
* Ο Μάρτιν Μακντόνα ανυπότακτος, ωμός, έξαλλος, τρυφερός, ήρθε στο ελληνικό θέατρο, άρεσε και έμεινε. Το έργο του «Μοναξιά στην Αγρια Δύση» παίζεται (είχε πρωτοπαρουσιαστεί σε σκηνοθεσία Αλ. Μυλωνά στο Θέατρο της Οδού Κεφαλληνίας) κάθε Δευτερότριτο στην Κεντρική Σκηνή του Νέου Ελληνικού Θεάτρου, στην απολαυστική παράσταση που σκηνοθετεί ο Βλαδίμηρος Κυριακίδης, σε μετάφραση του Ερρίκου Μπελιέ και με ηθοποιούς τέσσερα νέα παιδιά (Τίτος Λίτινας, Γιώργος Πολυχρονόπουλος, Πέτρος Γούτης, Μελίνα Χιλέλη).
Ο Μακντόνα είναι γνήσιος Ιρλανδός και το αποδεικνύει στα έργα του. Η πρώτη του επιτυχία έγινε με την «Βασίλισσα της ομορφιάς του Λινέιν» στο Λονδίνο. Ακολούθησαν κι άλλα έργα του στη Βρετανία και σε όλη την Ευρώπη. Στην ελληνική θεατρική σκηνή έχουμε δει το σουρεαλιστικό ντουέτο μάνας-κόρης «Η βασίλισσα της ομορφιάς», «Ο Υπολοχαγός του Ινισμορ», με ήρωα έναν τρομοκράτη του IRA που γεμίζει το πατρικό του διαμελισμένα πτώματα, επειδή μια άλλη οργάνωση δολοφόνησε την αγαπημένη του... γάτα, «Ο Πουπουλένιος» που ξανανεβαίνει σύντομα στο Θέατρο του Νέου Κόσμου.
Αρκετά από τα έργα του διαδραματίζονται στο Λινέιν της Β. Ιρλανδίας, μια μικρή πόλη στην άκρη του πουθενά. Εκεί ζουν και οι ήρωες της «Αγριας Δύσης». Τα αδέλφια Βαλέν και Κόλμαν είναι 30άρηδες, άνεργοι και, αναγκαστικά, συγκάτοικοι. Σνομπάρουν ό,τι μπορεί να ονομάζεται προσωπική ζωή, οικογένεια, αξίες. Διασκεδάζουν την πλήξη τους εκπονώντας σατανικά σχέδια αλληλοκαταρράκωσης. Μόλις έχουν κηδέψει τον μπαμπά τους επειδή ο Βαλέν, τσατισμένος από μια παρατήρηση για τα μαλλιά του, τον σκότωσε... Ο Κόλμαν, μοναδικός μάρτυρας, ανταλλάσσει τη σιωπή του με τη μεταβίβαση του μικρού, άθλιου πατρικού τους...
Ενας μοναχικός και ατάλαντος πάστορας μάταια προσπαθεί να αφυπνίσει το άπιστο ποίμνιο του Λινέιν. Βλέπει τους ενορίτες του να αλληλοσκοτώνονται και ν' αυτοκτονούν. Ανήμπορος να φέρει εις πέρας το εκκλησιαστικό χρέος πνίγει την αποτυχία του στο αλκοόλ. Καταναλώνοντας χρόνο, άπειρη υπομονή αλλά και άφθονο ουίσκι, νουθετεί τους Βαλέν και Κόλμαν να μονοιάσουν. Ομως στα αμαρτωλά αδέλφια δεν διαφαίνεται υποψία μετανοίας, ενώ μπροστά στα μάτια του εκτυλίσσονται κωμικοτραγικές καταστάσεις.

No comments: