Μετά από μια περίοδο σιωπής δέκα χρόνων, τα ΔΡΩΜΕΝΑ ξανακυκλοφορούν! Όσο κι αν φαίνεται απίστευτο, είναι αλήθεια. Να και το εξώφυλλο! Ένα τεύχος αποκλειστικά φιερωμένο στον ιρλανδο-γάλλο θεατρικό συγγραφέα και πεζογράφο Σάμιουελ Μπέκετ - στον άνθρωπο που σημάδεψε τον εικοστό αιώνα με το έργο του και που άλλαξε το παγκόσμιο θέατρο. Αφιέρωμα στον άνθρωπο που άλλαξε το παγκόσμιο θέατρο
Το θεατρικό περιοδικό «Δρώμενα» ξανακυκλοφορεί και η επανεμφάνισή του συνδέεται με ένα αφιέρωμα στον Σάμιουελ Μπέκετ, που δεν είναι παρά η ελάχιστη απόδοση τιμής σε έναν μεγάλο συγγραφέα που άλλαξε το παγκόσμιο θέατρο. Αρκεί να λάβουμε υπόψη μας αυτό που έχει πει ο Peter Hall, ότι δηλαδή μετά το Περιμένοντας το Γκοντό, το θέατρο δεν μπορεί πλέον να είναι το ίδιο!
Περισσότερο συναισθηματική είναι η προσέγγιση που επιχειρούν τα ΔΡΩΜΕΝΑ στον Σάμιουελ Μπέκετ [Samuel Beckett]. Τα εκατό χρόνια από τη γέννησή του ήταν η αφορμή για την οργάνωση εκδηλώσεων σε όλο σχεδόν τον κόσμο και στην ιδιαίτερη πατρίδα του, την Ιρλανδία. Ωστόσο, ο χωρισμός του ανθρώπου Μπέκετ από το έργο του δεν είναι εύκολο, επειδή ο άνθρωπος είναι σε μεγάλο μέρος το έργο του, και ασφαλώς τα θεατρικά έργα του, τα μυθιστορήματα ή τα ποιήματά του, τα τοπία που περιγράφει, οι χαρακτήρες που δημιούργησε, και η σκέψη που αποτέλεσε την αφετηρία των εμπνεύσεων για το συνολικό έργο του, στην πραγματικότητα είναι οι αντανακλάσεις της προσωπικότητάς του.
Ο Μπέκετ ήταν ένας απλός άνθρωπος που έζησε απλά, και με ένα εξαιρετικό μυαλό που είχε λάβει μια εκτεταμένη εκπαίδευση. Διακρινόταν για την ακραία ευγένειά του και την προθυμία του να βοηθήσει, να ενθαρρύνει ή να ανακουφίσει τους άλλους από κάποιο φορτίο. Πάντως, αρκετά χαρακτηριστικά στοιχεία ή περιστατικά της αγαθότητας του ανθρώπου αναφέρει με λεπτομέρειες ο εκδότης και φίλος του John Calder, όπως ας πούμε ότι μια φορά που περίμενε στο Ιρλανδικό προξενείο για την ανανέωση του διαβατηρίου του, έδωσε όλα τα χρήματα από την τσέπη του σε έναν Ιρλανδό τουρίστα που τον είχαν κλέψει και δεν είχε φάει από την προηγούμενη ημέρα. Κατόπιν ο Σαμ έπρεπε να περπατήσει μέχρι το σπίτι του, μην έχοντας αρκετά χρήματα για να πληρώσει την τιμή εισιτηρίου στο λεωφορείο. Τέτοιες ιστορίες για τον Μπέκετ αφθονούν και όλα τα μη αμελητέα ποσά που ήρθαν με το βραβείο Νόμπελ πήγαν να βοηθήσουν άλλους, συχνά συγγραφείς και καλλιτέχνες…
Κανείς πλέον δεν μπορεί να αμφισβητήσει ότι ο Μπέκετ σαν συγγραφέας είχε το βάθος, τη λαμπρότητα και την ποιητική ένταση του Shakespeare. Στη χώρα μας το έργο του Μπέκετ αξιοποιήθηκε - όχι τόσο τα μυθιστορήματά του ή τα ποιητικά βιβλία του, όσο τα θεατρικά έργα. Στο αφιέρωμα Τα «Δρώμενα» ψηλαφούν τον άνθρωπο Μπέκετ και το έργο του.
ΤΑ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
«Godotmania» του Peter Hall. Η πρεμιέρα του έργου Περιμένοντας τον Γκοντό, πενήντα χρόνια πριν, αγνοήθηκε. Όταν έφθασε στο Λονδίνο, χλευάστηκε. Αλλά, λέει ο Peter Hall, από τον Γκοντό του Μπέκετ, το θέατρο δεν είναι ποτέ το ίδιο.
«Ο Μπέκετ στο Παρίσι» του Herbert Mitgang. Καθώς μπήκε στο μικρό καφέ, στο μπουλβάρ St. Jacques στο 14ο Διαμέρισμα, όλα για τον Σάμουελ Μπέκετ φάνηκαν οικεία και απροσδόκητα. Τα διαπεραστικά γαλάζια μάτια του, το δυνατό ράμφος, το αυλακωμένο πρόσωπο που φάνηκε σαν ήταν χαραγμένο στο γυαλισμένο γρανίτη: Ήσαν όλα εκεί. Αλλά η εντύπωση της σκληρότητας και της έλλειψης αυτοπεποίθησης που αντλήθηκαν από τις φωτογραφίες και τις ιστορίες δεν ταίριαξε με αυτό το άτομο.
«I Can't Go On, Alan. I'll Go On» του Robert Brustein. Ο Αμερικανός σκηνοθέτης Άλαν Σνάιντερ πρωτοσυναντήθηκε με τον Ιρλανδό θεατρικό συγγραφέα Σάμουελ Μπέκετ το 1955, όταν είχε προσληφθεί για να σκηνοθετήσει για πρώτη φορά το Περιμένοντας τον Γκοντό στις ΗΠΑ, και συγκεκριμένα στο Μαϊάμι. Ο Σνάιντερ είχε πάει στο διαμέρισμα του Μπέκετ στο Παρίσι θέτοντας εκρηκτικές ερωτήσεις που αφορούσαν στην παραγωγή του έργου, και ιδιαίτερα σχετικά με την ταυτότητα του Γκοντό. Στην πρωταρχική ερώτηση του Σνάιντερ για το ποιος είναι ο Γκοντό, ο λακωνικός δραματουργός απάντησε «Εάν ήξερα, θα το εξηγούσα μέσα στο έργο».
«Ο Μπέκετ απέδωσε απόλυτα τη θλίψη, τον οίκτο, και την απώλεια». Συνέντευξη της Μπίλι Ουάιτλο, αγαπημένης ηθοποιού του Μπέκετ, στον Τζέιμς Νόουλσον που έγραψε τη γνωστή βιογραφία του συγγραφέα. Μπίλι Ουάιτλο: «Πρέπει να ομολογήσω, με ντροπή, πως δεν ήξερα απολύτως τίποτα για το Σάμιουελ Μπέκετ. Το μόνο που γνώριζα είναι πως ήταν ένας συγγραφέας που έγραφε παράξενα έργα που δεν είχαν καμία σχέση με μένα. Όταν το χειρόγραφο από το Παιχνίδι μού εστάλη, παρόλο που δεν το κατάλαβα, το κείμενο με συγκίνησε πάρα πολύ, αν και δεν μπόρεσα να καταλάβω το γιατί. Δεν φοβόμουν καθόλου να αντιμετωπίσω το έργο αυτό. Η εικόνα που συγκρατώ για τον Μπέκετ είναι εκείνη όπου ο Μπέκετ είναι με ένα αδιάβροχο παλτό, σιωπηλός και σκεπτικός…».
«Το Σώμα στο θέατρο» του Μπέκετ του Pierre Chabert. Το σώμα είναι πάντα παρόν στο είδος του θεάτρου που χρησιμοποιεί ηθοποιούς, αλλά μπορεί να είναι παρόν και ενεργό με πολλούς διαφορετικούς τρόπους. Στο θέατρο που βασίζεται σε χαρακτήρες (τα περισσότερα έργα), το σώμα του ηθοποιού υποτάσσεται σε ψυχολογικούς παράγοντες: ο ηθοποιός πρέπει να ενσαρκώσει διαφορετικούς χαρακτήρες και να εκφράσει διαφορετικές ψυχολογικές καταστάσεις. Σε αυτό το πλαίσιο το σώμα είναι ένα μέσο, που υπάγεται εξ ολοκλήρου στην πλοκή και στην ψυχολογική περιγραφή. Υποστηρίζει τη δράση και ενεργεί σαν ηλεκτρονόμος για να δώσει ζωή στο χαρακτήρα.
«Το σώμα στο σώμα του θεάτρου του Μπέκετ» του S. E. Gontarski. Μεγάλο μέρος αυτού που αποκαλούμε σε ελεύθερη απόδοση η θεατρική καινοτομία του Σάμιουελ Μπέκετ, η συνεισφορά του στη νεωτεριστική και μετα-νεωτεριστική σκηνή, αποτέλεσε μία επίθεση στο θέατρο, ή τουλάχιστον μία επίθεση κατά της θεατρικής συνθήκης. Το θέατρο ήταν ίσως ένας ιδιαίτερα δελεαστικός στόχος για τις αποικοδομήσεις του Μπέκετ εφόσον είναι το μόνο λογοτεχνικό είδος στο οποίο διαμεσολαβεί το σώμα. Το παράδοξο του σώματος ορατού ή αόρατου, επί ή εκτός σκηνής, υλικού ή άυλου, και στα επόμενα τηλεοπτικά έργα, πραγματικού ή ηλεκτρονικού, εξετάζονται από το πρώτο κιόλας έργο του που ανέβηκε επί σκηνής έως τα τελευταία τηλεοπτικά του. «Αναθεωρώντας τον εαυτό του: Η ερμηνεία ως κείμενο στο θέατρο του Μπέκετ» του S. E. Gontarski. «…Ο Μπέκετ θέλησε να αγκαλιάσει το θέατρο όχι σαν μέσο στο οποίο ένα ήδη σχηματισμένο έργο βρίσκει την εναργή έκφρασή του, αλλά ως το βασικό μέσο από το οποίο το θέατρο πραγματώνεται. Καθώς ο Μπέκετ εξελίσσεται από σύμβουλο στις παραγωγές των έργων του στο να αναλάβει την πλήρη ευθύνη για το ανέβασμά τους επί σκηνής, μαθητεία που διήρκεσε περίπου δεκαπέντε χρόνια, η πρακτική του θεάτρου τού προσφέρει τη μοναδική ευκαιρία για συνεργασίες με τον εαυτό του μέσα από τις οποίες ξαναγράφει (τον Μπέκετ), δηλαδή εφευρίσκει ξανά τον εαυτό του ως καλλιτέχνη και στη διαδικασία αυτή επαναπροσδιορίζει το πρόσφατο Νεωτεριστικό θέατρο…»«Κανένα σύμβολο δεν ήταν σκόπιμο: Μια μελέτη του συμβολισμού και της νύξης στο Περιμένοντας τον Γκοντό του Μπέκετ» του Michael Gurnow. «Όπως συμβαίνει με τη λογοτεχνία σπουδαίων συγγραφέων, σπανίως υπάρχει κάτι άσχετο στο κείμενο, κάτι που να είναι περιττό και να αφαιρεί από το έργο αξία, αποσπώντας τον αναγνώστη χωρίς να υπάρχει λόγος, με συνέπεια το έργο του λογοτέχνη να μην έχει το αποτέλεσμα που θα είχε αν οι ασήμαντες αυτές λεπτομέρειες εξέλειπαν. Τέτοιου είδους λεπτομέρειες υφίστανται στο Περιμένοντας τον Γκοντό του Μπέκετ και εξυπηρετούν κάποιον σκοπό, είτε για να σκιαγραφηθεί πιο ολοκληρωμένα το προφίλ ενός χαρακτήρα, είτε για να υποστηριχθεί η θεματική συνοχή του έργου, είτε για να προκληθεί η αντίδραση του κοινού…»«Ακινησία και λόγος στο θεατρικό έργο του Μπέκετ» της Ασπασίας Βελισσαρίου. «…Πιστεύω ότι στο θέατρο του Μπέκετ ο λόγος τείνει να καταλάβει την ίδια θέση που έχει η μουσική στην αισθητική του Σοπενάουερ· τείνει δηλαδή να αυτοκαθοριστεί σαν «Ιδέα» έξω από υλικές συντεταγμένες και σε σχέση πάντα με μια μόνο διάσταση: αυτή του χρόνου. Και λέω πάντα τείνει, διότι δεδομένης της αντίληψης του συγγραφέα ότι η τέχνη είναι η αποθέωση της μοναξιάς και της έλλειψης επικοινωνίας, η ταύτιση του θεατρικού λόγου με την Ιδέα δεν θα μπορούσε παρά να οδηγήσει στη σιωπή. Κάτι τέτοιο όμως θα ισοδυναμούσε με την αυτοαναίρεση του ίδιου του συγγραφέα…»«Οι φωνές του Σάμιουελ Μπέκετ» της Katharine Worth. «Αρχίζοντας θα ’θελα να κάνω μια μικρή αναφορά στον τίτλο του άρθρου «Οι Φωνές του Σάμιουελ Μπέκετ». Αλήθεια, τι φωνές είναι αυτές; θα διερωτηθεί κανείς. Μήπως είναι σαν τις φωνές που εμπνέουν την Αγία Ιωάννα ή τον τυφλό Μίλτονα όταν τον επισκέπτεται κάθε βράδυ η Μούσα του; Ή μήπως είναι φωνές λιγότερο ευπρόσδεκτες, κάτι όπως οι απειλητικές και παραισθητικές φωνές που ζει ο Γκίλμπερτ Πίνφορντ του Έβελιν Ουό και τις οποίες «δεν γίνεται να μην τις ακούς»; Ή μήπως, τέλος, ο τίτλος αναφέρεται στους ηθοποιούς του Μπέκετ ή ακόμα και στους χαρακτήρες των έργων του οι οποίοι είναι συχνά και οι ίδιοι ηθοποιοί (όπως άλλωστε τόσο σαρδόνια υποδηλώνει το όνομα ενός από αυτούς, του Χαμ;) Ή μήπως θα μπορούσαν να εκληφθούν ως μεταφορές που μας έρχονται στο μυαλό όταν σκεφτόμαστε τα έργα, όπως λ.χ. η φωνή της μνήμης, η φωνή της συνείδησης, οι φωνές του παρελθόντος κ.λπ.»«Οι ευτυχισμένες μέρες του Σαμ» του John Calder. «…Σε μια πρόσφατη διάσκεψη στο Παρίσι, άκουσα έναν Αμερικανικό συνθέτη, που μίλησε γι’ αυτόν ότι τάχα ήταν μισογύνης με μια απέχθεια προς τις γυναίκες και μια ιδιαίτερα προσωπική στάση απέναντι στην τέχνη. Η αλήθεια ήταν πολύ διαφορετική. Η δυσπιστία του προς τους δημοσιογράφους, μετά από μερικές κακές εμπειρίες, ήταν η αιτία για να τον περιγράψουν συχνά ως ένα είδος ερημίτη, το οποίο ήταν εξίσου αναληθές. Ούτε θάφτηκε στη μόνιμη κατάθλιψη, όπως μερικοί έχουν υποθέσει…» «Η αφήγηση ως υλικό παράστασης στην όψιμη δραματουργία του Σάμουελ Μπέκετ» της Λίνας Ρόζη. «…Ο τελευταίος μοντερνιστής ή ένας από τους πρωτοπόρους του μεταμοντέρνου, ο Μπέκετ συγκαταλέγεται στους κορυφαίους και πιο πολυσυζητημένους λογοτέχνες του 20ού αιώνα. Στο επίκεντρο της δημιουργικής του περιπέτειας βρίσκεται η εικόνα του σύγχρονου ανθρώπου, ο οποίος, έχοντας βιώσει την κατάρρευση των πολιτισμικών αξιών που στήριζαν τον δυτικό κόσμο, αποπειράται να τις επαναδιαπραγματευτεί καταφεύγοντας στο μοναδικό πεδίο στο οποίο είναι εγγεγραμμένες, στο λόγο…». «Παραστάσεις έργων του Μπέκετ στη Θεσσαλονίκη» του Κωνσταντίνου Κυριακού. Ένας πρώτος ασφαλής επιμερισμός των σκηνικών ανεβασμάτων των έργων του Μπέκετ στην Ελλάδα θα μπορούσε να έχει δύο, μάλλον εξωτερικά, κριτήρια: (α) την έκταση των παρασταινόμενων κειμένων (δίπρακτα ή έργα που εξασφαλίζουν πλήρες θεατρικό πρόγραμμα, μονόπρακτα, σύντομα-ακόμα και ολιγόλεπτα έργα, διασκευές πεζογραφημάτων) και (β) το χαρακτήρα του θιάσου όπου παρασταίνεται έργο του Μπέκετ (θίασος ρεπερτορίου, κρατικό θέατρο, πειραματικός νεανικός θίασος, ημι-ερασιτεχνική θεατρική ομάδα)…«Ο Μπέκετ στην Ελλάδα. Τα έργα» του Νίκου Λαγκαδινού. «…Η ποικιλομορφία των προσεγγίσεων του μπεκετικού έργου είναι εντυπωσιακή: ιστορικές, φιλοσοφικές, θεματικές, και ψυχολογικές μελέτες, μεταξύ των άλλων, αναλύουν το περιεχόμενο και το ύφος των έργων του, ενώ οι βιογραφίες και οι μελέτες των χειρογράφων του δίνουν το βάθος της σκέψης του, προσεγγίζουν το όραμά του και το μηχανισμό γένεσης του πεζογραφικού και θεατρικού έργου του, καλύπτοντας όλες τις πτυχές. Επιπλέον, ο Beckett είχε μια εξαιρετική γνώση της παγκόσμιας λογοτεχνίας, της φιλοσοφίας, των μαθηματικών, και γενικώς των επιστημών, τα έργα του είναι πυκνά σε νόημα και έχουν προκαλέσει μια ευρεία σειρά κρίσιμων προσεγγίσεων…»
Το θεατρικό περιοδικό «Δρώμενα» ξανακυκλοφορεί και η επανεμφάνισή του συνδέεται με ένα αφιέρωμα στον Σάμιουελ Μπέκετ, που δεν είναι παρά η ελάχιστη απόδοση τιμής σε έναν μεγάλο συγγραφέα που άλλαξε το παγκόσμιο θέατρο. Αρκεί να λάβουμε υπόψη μας αυτό που έχει πει ο Peter Hall, ότι δηλαδή μετά το Περιμένοντας το Γκοντό, το θέατρο δεν μπορεί πλέον να είναι το ίδιο!
Περισσότερο συναισθηματική είναι η προσέγγιση που επιχειρούν τα ΔΡΩΜΕΝΑ στον Σάμιουελ Μπέκετ [Samuel Beckett]. Τα εκατό χρόνια από τη γέννησή του ήταν η αφορμή για την οργάνωση εκδηλώσεων σε όλο σχεδόν τον κόσμο και στην ιδιαίτερη πατρίδα του, την Ιρλανδία. Ωστόσο, ο χωρισμός του ανθρώπου Μπέκετ από το έργο του δεν είναι εύκολο, επειδή ο άνθρωπος είναι σε μεγάλο μέρος το έργο του, και ασφαλώς τα θεατρικά έργα του, τα μυθιστορήματα ή τα ποιήματά του, τα τοπία που περιγράφει, οι χαρακτήρες που δημιούργησε, και η σκέψη που αποτέλεσε την αφετηρία των εμπνεύσεων για το συνολικό έργο του, στην πραγματικότητα είναι οι αντανακλάσεις της προσωπικότητάς του.
Ο Μπέκετ ήταν ένας απλός άνθρωπος που έζησε απλά, και με ένα εξαιρετικό μυαλό που είχε λάβει μια εκτεταμένη εκπαίδευση. Διακρινόταν για την ακραία ευγένειά του και την προθυμία του να βοηθήσει, να ενθαρρύνει ή να ανακουφίσει τους άλλους από κάποιο φορτίο. Πάντως, αρκετά χαρακτηριστικά στοιχεία ή περιστατικά της αγαθότητας του ανθρώπου αναφέρει με λεπτομέρειες ο εκδότης και φίλος του John Calder, όπως ας πούμε ότι μια φορά που περίμενε στο Ιρλανδικό προξενείο για την ανανέωση του διαβατηρίου του, έδωσε όλα τα χρήματα από την τσέπη του σε έναν Ιρλανδό τουρίστα που τον είχαν κλέψει και δεν είχε φάει από την προηγούμενη ημέρα. Κατόπιν ο Σαμ έπρεπε να περπατήσει μέχρι το σπίτι του, μην έχοντας αρκετά χρήματα για να πληρώσει την τιμή εισιτηρίου στο λεωφορείο. Τέτοιες ιστορίες για τον Μπέκετ αφθονούν και όλα τα μη αμελητέα ποσά που ήρθαν με το βραβείο Νόμπελ πήγαν να βοηθήσουν άλλους, συχνά συγγραφείς και καλλιτέχνες…
Κανείς πλέον δεν μπορεί να αμφισβητήσει ότι ο Μπέκετ σαν συγγραφέας είχε το βάθος, τη λαμπρότητα και την ποιητική ένταση του Shakespeare. Στη χώρα μας το έργο του Μπέκετ αξιοποιήθηκε - όχι τόσο τα μυθιστορήματά του ή τα ποιητικά βιβλία του, όσο τα θεατρικά έργα. Στο αφιέρωμα Τα «Δρώμενα» ψηλαφούν τον άνθρωπο Μπέκετ και το έργο του.
ΤΑ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
«Godotmania» του Peter Hall. Η πρεμιέρα του έργου Περιμένοντας τον Γκοντό, πενήντα χρόνια πριν, αγνοήθηκε. Όταν έφθασε στο Λονδίνο, χλευάστηκε. Αλλά, λέει ο Peter Hall, από τον Γκοντό του Μπέκετ, το θέατρο δεν είναι ποτέ το ίδιο.
«Ο Μπέκετ στο Παρίσι» του Herbert Mitgang. Καθώς μπήκε στο μικρό καφέ, στο μπουλβάρ St. Jacques στο 14ο Διαμέρισμα, όλα για τον Σάμουελ Μπέκετ φάνηκαν οικεία και απροσδόκητα. Τα διαπεραστικά γαλάζια μάτια του, το δυνατό ράμφος, το αυλακωμένο πρόσωπο που φάνηκε σαν ήταν χαραγμένο στο γυαλισμένο γρανίτη: Ήσαν όλα εκεί. Αλλά η εντύπωση της σκληρότητας και της έλλειψης αυτοπεποίθησης που αντλήθηκαν από τις φωτογραφίες και τις ιστορίες δεν ταίριαξε με αυτό το άτομο.
«I Can't Go On, Alan. I'll Go On» του Robert Brustein. Ο Αμερικανός σκηνοθέτης Άλαν Σνάιντερ πρωτοσυναντήθηκε με τον Ιρλανδό θεατρικό συγγραφέα Σάμουελ Μπέκετ το 1955, όταν είχε προσληφθεί για να σκηνοθετήσει για πρώτη φορά το Περιμένοντας τον Γκοντό στις ΗΠΑ, και συγκεκριμένα στο Μαϊάμι. Ο Σνάιντερ είχε πάει στο διαμέρισμα του Μπέκετ στο Παρίσι θέτοντας εκρηκτικές ερωτήσεις που αφορούσαν στην παραγωγή του έργου, και ιδιαίτερα σχετικά με την ταυτότητα του Γκοντό. Στην πρωταρχική ερώτηση του Σνάιντερ για το ποιος είναι ο Γκοντό, ο λακωνικός δραματουργός απάντησε «Εάν ήξερα, θα το εξηγούσα μέσα στο έργο».
«Ο Μπέκετ απέδωσε απόλυτα τη θλίψη, τον οίκτο, και την απώλεια». Συνέντευξη της Μπίλι Ουάιτλο, αγαπημένης ηθοποιού του Μπέκετ, στον Τζέιμς Νόουλσον που έγραψε τη γνωστή βιογραφία του συγγραφέα. Μπίλι Ουάιτλο: «Πρέπει να ομολογήσω, με ντροπή, πως δεν ήξερα απολύτως τίποτα για το Σάμιουελ Μπέκετ. Το μόνο που γνώριζα είναι πως ήταν ένας συγγραφέας που έγραφε παράξενα έργα που δεν είχαν καμία σχέση με μένα. Όταν το χειρόγραφο από το Παιχνίδι μού εστάλη, παρόλο που δεν το κατάλαβα, το κείμενο με συγκίνησε πάρα πολύ, αν και δεν μπόρεσα να καταλάβω το γιατί. Δεν φοβόμουν καθόλου να αντιμετωπίσω το έργο αυτό. Η εικόνα που συγκρατώ για τον Μπέκετ είναι εκείνη όπου ο Μπέκετ είναι με ένα αδιάβροχο παλτό, σιωπηλός και σκεπτικός…».
«Το Σώμα στο θέατρο» του Μπέκετ του Pierre Chabert. Το σώμα είναι πάντα παρόν στο είδος του θεάτρου που χρησιμοποιεί ηθοποιούς, αλλά μπορεί να είναι παρόν και ενεργό με πολλούς διαφορετικούς τρόπους. Στο θέατρο που βασίζεται σε χαρακτήρες (τα περισσότερα έργα), το σώμα του ηθοποιού υποτάσσεται σε ψυχολογικούς παράγοντες: ο ηθοποιός πρέπει να ενσαρκώσει διαφορετικούς χαρακτήρες και να εκφράσει διαφορετικές ψυχολογικές καταστάσεις. Σε αυτό το πλαίσιο το σώμα είναι ένα μέσο, που υπάγεται εξ ολοκλήρου στην πλοκή και στην ψυχολογική περιγραφή. Υποστηρίζει τη δράση και ενεργεί σαν ηλεκτρονόμος για να δώσει ζωή στο χαρακτήρα.
«Το σώμα στο σώμα του θεάτρου του Μπέκετ» του S. E. Gontarski. Μεγάλο μέρος αυτού που αποκαλούμε σε ελεύθερη απόδοση η θεατρική καινοτομία του Σάμιουελ Μπέκετ, η συνεισφορά του στη νεωτεριστική και μετα-νεωτεριστική σκηνή, αποτέλεσε μία επίθεση στο θέατρο, ή τουλάχιστον μία επίθεση κατά της θεατρικής συνθήκης. Το θέατρο ήταν ίσως ένας ιδιαίτερα δελεαστικός στόχος για τις αποικοδομήσεις του Μπέκετ εφόσον είναι το μόνο λογοτεχνικό είδος στο οποίο διαμεσολαβεί το σώμα. Το παράδοξο του σώματος ορατού ή αόρατου, επί ή εκτός σκηνής, υλικού ή άυλου, και στα επόμενα τηλεοπτικά έργα, πραγματικού ή ηλεκτρονικού, εξετάζονται από το πρώτο κιόλας έργο του που ανέβηκε επί σκηνής έως τα τελευταία τηλεοπτικά του. «Αναθεωρώντας τον εαυτό του: Η ερμηνεία ως κείμενο στο θέατρο του Μπέκετ» του S. E. Gontarski. «…Ο Μπέκετ θέλησε να αγκαλιάσει το θέατρο όχι σαν μέσο στο οποίο ένα ήδη σχηματισμένο έργο βρίσκει την εναργή έκφρασή του, αλλά ως το βασικό μέσο από το οποίο το θέατρο πραγματώνεται. Καθώς ο Μπέκετ εξελίσσεται από σύμβουλο στις παραγωγές των έργων του στο να αναλάβει την πλήρη ευθύνη για το ανέβασμά τους επί σκηνής, μαθητεία που διήρκεσε περίπου δεκαπέντε χρόνια, η πρακτική του θεάτρου τού προσφέρει τη μοναδική ευκαιρία για συνεργασίες με τον εαυτό του μέσα από τις οποίες ξαναγράφει (τον Μπέκετ), δηλαδή εφευρίσκει ξανά τον εαυτό του ως καλλιτέχνη και στη διαδικασία αυτή επαναπροσδιορίζει το πρόσφατο Νεωτεριστικό θέατρο…»«Κανένα σύμβολο δεν ήταν σκόπιμο: Μια μελέτη του συμβολισμού και της νύξης στο Περιμένοντας τον Γκοντό του Μπέκετ» του Michael Gurnow. «Όπως συμβαίνει με τη λογοτεχνία σπουδαίων συγγραφέων, σπανίως υπάρχει κάτι άσχετο στο κείμενο, κάτι που να είναι περιττό και να αφαιρεί από το έργο αξία, αποσπώντας τον αναγνώστη χωρίς να υπάρχει λόγος, με συνέπεια το έργο του λογοτέχνη να μην έχει το αποτέλεσμα που θα είχε αν οι ασήμαντες αυτές λεπτομέρειες εξέλειπαν. Τέτοιου είδους λεπτομέρειες υφίστανται στο Περιμένοντας τον Γκοντό του Μπέκετ και εξυπηρετούν κάποιον σκοπό, είτε για να σκιαγραφηθεί πιο ολοκληρωμένα το προφίλ ενός χαρακτήρα, είτε για να υποστηριχθεί η θεματική συνοχή του έργου, είτε για να προκληθεί η αντίδραση του κοινού…»«Ακινησία και λόγος στο θεατρικό έργο του Μπέκετ» της Ασπασίας Βελισσαρίου. «…Πιστεύω ότι στο θέατρο του Μπέκετ ο λόγος τείνει να καταλάβει την ίδια θέση που έχει η μουσική στην αισθητική του Σοπενάουερ· τείνει δηλαδή να αυτοκαθοριστεί σαν «Ιδέα» έξω από υλικές συντεταγμένες και σε σχέση πάντα με μια μόνο διάσταση: αυτή του χρόνου. Και λέω πάντα τείνει, διότι δεδομένης της αντίληψης του συγγραφέα ότι η τέχνη είναι η αποθέωση της μοναξιάς και της έλλειψης επικοινωνίας, η ταύτιση του θεατρικού λόγου με την Ιδέα δεν θα μπορούσε παρά να οδηγήσει στη σιωπή. Κάτι τέτοιο όμως θα ισοδυναμούσε με την αυτοαναίρεση του ίδιου του συγγραφέα…»«Οι φωνές του Σάμιουελ Μπέκετ» της Katharine Worth. «Αρχίζοντας θα ’θελα να κάνω μια μικρή αναφορά στον τίτλο του άρθρου «Οι Φωνές του Σάμιουελ Μπέκετ». Αλήθεια, τι φωνές είναι αυτές; θα διερωτηθεί κανείς. Μήπως είναι σαν τις φωνές που εμπνέουν την Αγία Ιωάννα ή τον τυφλό Μίλτονα όταν τον επισκέπτεται κάθε βράδυ η Μούσα του; Ή μήπως είναι φωνές λιγότερο ευπρόσδεκτες, κάτι όπως οι απειλητικές και παραισθητικές φωνές που ζει ο Γκίλμπερτ Πίνφορντ του Έβελιν Ουό και τις οποίες «δεν γίνεται να μην τις ακούς»; Ή μήπως, τέλος, ο τίτλος αναφέρεται στους ηθοποιούς του Μπέκετ ή ακόμα και στους χαρακτήρες των έργων του οι οποίοι είναι συχνά και οι ίδιοι ηθοποιοί (όπως άλλωστε τόσο σαρδόνια υποδηλώνει το όνομα ενός από αυτούς, του Χαμ;) Ή μήπως θα μπορούσαν να εκληφθούν ως μεταφορές που μας έρχονται στο μυαλό όταν σκεφτόμαστε τα έργα, όπως λ.χ. η φωνή της μνήμης, η φωνή της συνείδησης, οι φωνές του παρελθόντος κ.λπ.»«Οι ευτυχισμένες μέρες του Σαμ» του John Calder. «…Σε μια πρόσφατη διάσκεψη στο Παρίσι, άκουσα έναν Αμερικανικό συνθέτη, που μίλησε γι’ αυτόν ότι τάχα ήταν μισογύνης με μια απέχθεια προς τις γυναίκες και μια ιδιαίτερα προσωπική στάση απέναντι στην τέχνη. Η αλήθεια ήταν πολύ διαφορετική. Η δυσπιστία του προς τους δημοσιογράφους, μετά από μερικές κακές εμπειρίες, ήταν η αιτία για να τον περιγράψουν συχνά ως ένα είδος ερημίτη, το οποίο ήταν εξίσου αναληθές. Ούτε θάφτηκε στη μόνιμη κατάθλιψη, όπως μερικοί έχουν υποθέσει…» «Η αφήγηση ως υλικό παράστασης στην όψιμη δραματουργία του Σάμουελ Μπέκετ» της Λίνας Ρόζη. «…Ο τελευταίος μοντερνιστής ή ένας από τους πρωτοπόρους του μεταμοντέρνου, ο Μπέκετ συγκαταλέγεται στους κορυφαίους και πιο πολυσυζητημένους λογοτέχνες του 20ού αιώνα. Στο επίκεντρο της δημιουργικής του περιπέτειας βρίσκεται η εικόνα του σύγχρονου ανθρώπου, ο οποίος, έχοντας βιώσει την κατάρρευση των πολιτισμικών αξιών που στήριζαν τον δυτικό κόσμο, αποπειράται να τις επαναδιαπραγματευτεί καταφεύγοντας στο μοναδικό πεδίο στο οποίο είναι εγγεγραμμένες, στο λόγο…». «Παραστάσεις έργων του Μπέκετ στη Θεσσαλονίκη» του Κωνσταντίνου Κυριακού. Ένας πρώτος ασφαλής επιμερισμός των σκηνικών ανεβασμάτων των έργων του Μπέκετ στην Ελλάδα θα μπορούσε να έχει δύο, μάλλον εξωτερικά, κριτήρια: (α) την έκταση των παρασταινόμενων κειμένων (δίπρακτα ή έργα που εξασφαλίζουν πλήρες θεατρικό πρόγραμμα, μονόπρακτα, σύντομα-ακόμα και ολιγόλεπτα έργα, διασκευές πεζογραφημάτων) και (β) το χαρακτήρα του θιάσου όπου παρασταίνεται έργο του Μπέκετ (θίασος ρεπερτορίου, κρατικό θέατρο, πειραματικός νεανικός θίασος, ημι-ερασιτεχνική θεατρική ομάδα)…«Ο Μπέκετ στην Ελλάδα. Τα έργα» του Νίκου Λαγκαδινού. «…Η ποικιλομορφία των προσεγγίσεων του μπεκετικού έργου είναι εντυπωσιακή: ιστορικές, φιλοσοφικές, θεματικές, και ψυχολογικές μελέτες, μεταξύ των άλλων, αναλύουν το περιεχόμενο και το ύφος των έργων του, ενώ οι βιογραφίες και οι μελέτες των χειρογράφων του δίνουν το βάθος της σκέψης του, προσεγγίζουν το όραμά του και το μηχανισμό γένεσης του πεζογραφικού και θεατρικού έργου του, καλύπτοντας όλες τις πτυχές. Επιπλέον, ο Beckett είχε μια εξαιρετική γνώση της παγκόσμιας λογοτεχνίας, της φιλοσοφίας, των μαθηματικών, και γενικώς των επιστημών, τα έργα του είναι πυκνά σε νόημα και έχουν προκαλέσει μια ευρεία σειρά κρίσιμων προσεγγίσεων…»
No comments:
Post a Comment