Monday, September 17, 2012

Μαύρη κωμωδία για την εξαπάτηση και τη διαφθορά


Το νέο έργο του Σέρβου συγγραφέα Κοβάτσεβιτς
  • Της Τιτικας Δημητρουλια, Η Καθημερινή, 16/9/2012

ΝΤΟΥΣΑΝ ΚΟΒΑΤΣΕΒΙΤΣ
Γενική πρόβα αυτοκτονίας. Μια πικρή κωμωδία για το ψεύδος
μετ.: Γκάγκα Ρόσιτς, εκδ. Βιβλιοπωλείον της Εστίας

Ενας απελπισμένος άνθρωπος, αρχιτέκτονας κατεστραμμένων κτιρίων, καταχρεωμένος σε τοκογλύφους, ετοιμάζεται να πηδήξει από μια γέφυρα στον Δούναβη. Εμφανίζεται ένας λαθραίος ψαράς και τον ικετεύει να αλλάξει γνώμη για να μην του χαλάσει τα παραγάδια, πεθάνουν από την πείνα τα παιδάκια του και βρεθεί κι αυτός στη φυλακή. Καταφτάνει οδυρόμενη η νεαρή ερωμένη του, για να τον αποτρέψει. Τέλος, ένας έξαλλος καπετάνιος τον καθυβρίζει για τον ατομικισμό του, που δεν σκέφτεται τον αντίκτυπο της πτώσης του στον τουρισμό γενικά, στο ποτάμι ειδικά και στον ίδιον και στο κρουαζιερόπλοιό του ειδικότερα, αν πέσει στο κατάστρωμα και σκοτώσει αθώο κόσμο. Για να τον διώξει από τη γέφυρα, ο καπετάνιος τον στέλνει τελικά να πιάσει δουλειά στον εργολάβο αδελφό του.

Ετσι αρχίζει το νέο θεατρικό έργο του μεγάλου Σέρβου θεατρικού συγγραφέα και σεναριογράφου Ντούσαν Κοβάτσεβιτς (Mρτζένοβατς, 1948), μια μαύρη κωμωδία για το ψεύδος και την εξαπάτηση, τη διαφθορά και την ανομία που καταλύουν την έννοια και την αξία του ανθρώπου: ο αρχιτέκτονας, αποδεχόμενος τη δουλειά που του προτείνουν, πέφτει θύμα μιας συμμορίας που σώζει αυτόχειρες, εξαφανίζει τα ίχνη τους και τους πουλάει, ολόκληρους ή κομματάκι κομματάκι, κατά το δοκούν.
Η υπεσχημένη σωτηρία, στην οποία γεμάτος ευγνωμοσύνη παραδίδεται, αποδεικνύεται έτσι μια ατελείωτη κόλαση, στην οποία συναντά στο τέλος –πολύ σημαντικό– και τους φτωχοδιαβόλους συνεργούς στο παιχνίδι της παγίδευσής του.
Το έργο σχολιάζει την άρνηση του ανθρώπου να αντιληφθεί την πραγματικότητα, την έφεσή του να παραδίνεται σε ψευδαισθήσεις και αυταπάτες, αλλά και τον κυριολεκτικό κανιβαλισμό της νέας τάξης πραγμάτων. Ο τρόπος του Κοβάτσεβιτς είναι αυτός της ιλαροτραγωδίας, του γκροτέσκου, της υπερβολής των προσώπων και των καταστάσεων – ο τεράστιος εργολάβος που τρώει ακατάπαυστα, σάντουιτς των 80 εκατοστών, δέκα κιλά γουρουνόπουλο, ολόκληρα αρνιά ή και πλαστικά σταφύλια, η ερωμένη του αρχιτέκτονα με στολή λάτιν χορεύτριας και κασετόφωνο πάνω στη γέφυρα και χορεύει ταγκό με τον ψαρά, όλοι μαζί χωρίς πόδια, μάτια και νεφρά και πάλι στη γέφυρα, που αποδεικνύεται θεατρική και ούτω καθεξής.
Αναρωτιέται κανείς αν η γέφυρα αυτή δεν είναι η ίδια η χώρα του συγγραφέα ή και η δική μας: ευπιστία, εθελοτυφλία και μια τραγωδία, η οποία παρότι δηλώνει τον θεατρικό της χαρακτήρα εντός κειμένου ήδη –κλασικό θέατρο μέσα στο θέατρο, που εδώ χρησιμοποιείται εξόχως ειρωνικά–, παραμένει εξαιρετικά μακάβρια.
Εχοντας ζήσει τις φοιτητικές εξεγέρσεις του 1968 στο Βελιγράδι, όπου φτάνει στα είκοσί του χρόνια φτωχός και αποφασισμένος να αφοσιωθεί στην τέχνη, αντιφρονών και ρηξικέλευθος, μαθητής στο περίφημο «Ατελιέ 212», το πιο πρωτοποριακό θέατρο της ανατολικής Ευρώπης, το οποίο ανέβασε πρώτο Μπέκετ, Ιονέσκο, ο Κοβάτσεβιτς γράφει ήδη το 1973, ενώ ακόμα σπουδάζει, το πρώτο έργο του, «Οι μαραθωνοδρόμοι κάνουν το γύρο του θριάμβου».
Γνωρίζει τεράστια επιτυχία, απαρχή μιας γεμάτης θριάμβους καριέρας: σενάρια δημοφιλή και πολυβραβευμένα (έχει βραβευτεί τόσο για το γνωστό «Underground» όσο και για τον «Σπιούνο των Βαλκανίων» και το «Λεωφορείο της συμφοράς») · θεατρικά έργα πολυμεταφρασμένα που προσελκύουν τα πλήθη στο Βελιγράδι και όπου αλλού ανεβαίνουν (στην Ελλάδα έχουν εκδοθεί και παρασταθεί τα έργα του «Ο Αγιος Γεώργιος σκοτώνει τον δράκο», «Ο επαγγελματίας», «Ο σπιούνος των Βαλκανίων).
Με τα έργα του να έχουν χαραχτεί στη συλλογική συνείδηση –στα ΜΜΕ, στα πανό των διαδηλώσεων, στους καθημερινούς διαλόγους επανέρχονται διαρκώς στίχοι και ατάκες του–, ο Κοβάτσεβιτς μιλάει πάντα πολιτικά και μαζί υπαρξιακά, περισσότερο ή λιγότερο αλληγορικά, φτάνοντας με το μαχαίρι του γέλιου ώς το κόκαλο μιας πραγματικότητας που στη χώρα του, αλλά και σε ολόκληρο τον κόσμο πια, μοιάζει να ξεπερνά κάθε φαντασία.
Ενα συγκλονιστικό έργο από έναν μείζονα δραματουργό της εποχής μας, που διαβάζεται απνευστί, έως ότου το απολαύσουμε και επί σκηνής.

No comments: