The following two tabs change content below.
Ο Ευγένιος Ιονέσκο [Eugène Ionesco] γεννήθηκε στη Σλάτινα [Slatina] της Ρουμανίας στις 26 Νοεμβρίου 1912. Πέθανε στις 28 Μαρτίου 1994. Από τη Ρουμανία ήρθε μικρό παιδί με τους γονείς του στη Γαλλία, ξαναγύρισε έφηβος (13 ετών) στην πατρίδα του. Το 1929 αρχίζει να σπουδάζει στο Πανεπιστήμιο του Βουκουρεστίου. Το 1930 γράφει τα πρώτα άρθρα του στο περιοδικό Zodiac. To 1936 νυμφεύεται τη φοιτήτρια της Φιλοσοφικής Rodica Burileano, με την οποία και θα αποκτήσει μία κόρη, την Marie-France που γεννήθηκε το 1944. Το 1937 αρχίζει να διδάσκει ως καθηγητής σε Λύκειο του Βουκουρεστίου. Παίρνει μια υποτροφία από τη ρουμανική κυβέρνηση και φεύγει για τη Γαλλία, με σκοπό να γράψει μια εργασία – που δεν την τελείωσε ποτέ – για την αμαρτία και το θάνατο στη σύγχρονη γαλλική ποίηση.
Επέστρεψε στη Γαλλία λίγο πριν ξεσπάσει ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος. Τον πρώτο καιρό έμεινε στη Μασσαλία και στη συνέχεια πήγε στο Παρίσι, όπου μπλέχτηκε με την ομάδα «Collège de Pataphysique»[1] κι έγινε φίλος με τον Ρεϊμόν Κενό [Raymond Queneau] και τον Μπορίς Βιάν [Boris Vian] που ήσαν και οι πιο μαχητικοί. Η παρέα αφιερώθηκε στη μηδενιστική ειρωνεία, στα αστεία και στην κατεδάφιση της κουλτούρας. Επηρεάστηκε από το σουρεαλισμό και το ντανταϊσμό και ειδικά από το μαύρο χιούμορ του Αντρέ Μπρετόν [André Breton], του Ρομπέρ Ντεσνός [Robert Desnos] και του Τριστάν Τζαρά [Tristan Tzara]. Ο Ιονέσκο θεωρούσε ότι σπουδαίοι συγγραφείς γι’ αυτόν ήσαν οι Κάφκα, Ντοστογιέφσκι και ο Μπέκετ. Ανήκει στην ομάδα των συγγραφέων που χάραξαν οριστικά τις γραμμές για να οριοθετήσουν το Θέατρο του Παραλόγου.
Το 1948 έγραψε το πρώτο του «αντιθεατρικό έργο» H φαλακρή τραγουδίστρια [La Cantatrice Chauve], και παρουσιάστηκε στις 11 Μαΐου του 1950 στο Théâtre des Noctambules, σκηνοθετημένο από τον Νικολά Μπατάιγ, δηλαδή περίπου δυόμισι χρόνια πριν το Περιμένοντας τον Γκοντό του Σάμουελ Μπέκετ (05/01/1953), ενώ δυο χρόνια νωρίτερα είχαν ανέβει οι Δούλες του Ζαν Ζενέ. Με το έργο του αυτό, που θα είναι μια παρωδία του θεάτρου και της αστικής γλώσσας, ο Ιονέσκο (που τότε ήταν 44 χρόνων) θα προκαλέσει τους πάντες: κοινό και κριτικούς. Θ’ αποκτήσει αμέσως εχθρούς και φίλους. Ο Κώστας Σταματίου που υπήρξε ένας από τους καλύτερους μεταφραστές του Ιονέσκο, μας μεταφέρει ένα απόσπασμα του κριτικού του Φιλολογικού Φιγκαρό Ζακ Λεμαρσάν, από τον πρόλογό του στην έκδοση των Απάντων του Ιονέσκο (εκδόσεις Gallimard), που αναφέρεται στην υποδοχή της παράστασης της Φαλακρής τραγουδίστριας:
Θυμάμαι πάντα με αγαλλίαση τους ψιθύρους δυσαρεσκείας, την αυθόρμητη αγανάκτηση, τις κοροϊδίες που υποδέχθηκαν την πρώτη παρουσίαση της Φαλακρής τραγουδίστριας. Είχα περάσει μια εκπληκτικά ευχάριστη βραδιά, που οι γκρίνιες και τα ειρωνικά γέλια ενός μέρους απ’ τους παρευρισκόμενους «πρόκριτους» είχαν κάνει ακόμα πιο εξαίσια… Θέλοντας, ωστόσο, να καταλάβω τι δεν είχε αρέσει στους «πρόκριτους» απ’ τη Φαλακρή τραγουδίστρια, χρησιμοποίησα εκείνο το βράδυ την «τεχνική της εξόδου», που από καιρό είχα συστηματοποιήσει… Να ο τρόπος ενέργειάς μου: μόλις πέσει η αυλαία, φωνάζω «Μπράβο, μπράβο!», συμμετέχω στη φασαρία κι ύστερα το βάζω στα πόδια, εξαφανίζομαι ιλιγγιωδώς, ορμάω ακάθεκτος και φτάνω πρώτος στην έξοδο. Εκεί, κάνω μεταβολή, στέκομαι απέναντι στο πλήθος κι ύστερα ξαναγυρίζω προς τη σκηνή, κόντρα στο ρεύμα των θεατών: δημιουργούνται έτσι «ρεμού», συνωστισμός, καθυστερεί η εκκένωση της αίθουσας… κι εγώ έχω όλο τον καιρό να συλλέξω τα παράπονα, τις γκρίνιες, τις κατηγορίες κι ό,τι άλλα πικρά λόγια μπορεί να εμπνεύσει στους «πρόκριτους» ένα θέαμα που δεν τους άρεσε. Εκείνο το βράδυ δεν άκουσα μία, αλλά δέκα δεκαπέντε, είκοσι φορές παρόμοια αποσπάσματα διαλόγων: «Μα γιατί, τέλος πάντων, να λέγεται Φαλακρή τραγουδίστρια; Καμιά τραγουδίστρια δεν εμφανίσθηκε, νομίζω καλή μου φίλη;» – «Εγώ τουλάχιστο δεν την παρατήρησα. Ακούς φαλακρή! Μα, είδατε κανένα φαλακρό;…» – «Κι αυτός ο πυροσβέστης, άλλο κι αυτό. Τι ήθελε στη μέση ο πυροσβέστης; Μα ποιον κοροϊδεύουν;»…
Είναι χαρακτηριστική η αρνητική στάση που κράτησαν ορισμένοι κριτικοί και ιδιαίτερα ο κριτικός θεάτρου της εφημερίδας Le Figaro, ο Ζαν-Ζακ Γκοτιέ, ο οποίος θα γράψει: «Δεν πιστεύω ότι ο κ. Ιονέσκο είναι μεγαλοφυία ή ποιητής. Δεν πιστεύω ότι είναι σημαντικός συγγραφέας. Δεν πιστεύω ότι ο κ. Ιονέσκο έχει κάτι να πει… Πιστεύω ότι ο κ. Ιονέσκο είναι απλώς ένας φαρσέρ, ένας απατεώνας»! Το βασικό πάντως είναι ότι η εμφάνιση του Ιονέσκο στο θέατρο θα σημάνει συγχρόνως και την έναρξη ενός πολέμου εναντίον του παραδοσιακού θεάτρου που ήταν εγκλωβισμένο στη σύμβαση και την προσποίηση.
Μετά από είκοσι χρόνια, τον Ιανουάριο του 1970, σε μια συνέντευξή του στον Αντρέ Μπουρέν των Nouvel Λιτερέρ, ο Ιονέσκο έλεγε πως εκείνο το βράδυ της πρεμιέρας ελάχιστος κόσμος υπήρχε στο Théâtre des Noctambules και ο σκηνοθέτης αναρωτιόταν πριν από την παράσταση αν το έργο ήταν μεγάλης αξίας ή απλώς ηλίθιο! Μετά την παράσταση όμως αποφάνθηκε: «Θα δουλέψει! Τώρα ή αργότερα, αυτό το έργο θα δουλέψει. Για πολλά χρόνια…». Αλλά και στο περιοδικό που διηύθυνε ο Σαρτρ (τον οποίο ο Ιονέσκο δεν συμπαθούσε), στους Μοντέρνους Καιρούς, ο Ζαν Μπουγιόν έγραψε ένα καλό άρθρο και ήταν το πρώτο που στοιχειοθετούσε ορισμένα θετικά στοιχεία για το είδος αυτό του θεάτρου. Πάντως οι θεατές και στις επόμενες μέρες ήσαν ελάχιστοι, ή σπάνιοι. Μια βραδιά πήγαν να δουν την παράσταση ο Αρμάν Σαλακρού, ο Ρεϊμόν Κενό και ο Ροζέ Βιτράκ. Την άλλη μέρα η εφημερίδα Φρανς Σουάρ θα γράψει: «Αν δεν υπάρχει ποσότης, τουλάχιστον υπάρχει ποιότης!». Βέβαια, κάποια στιγμή και αναγκαστικά διακόπηκαν οι παραστάσεις, αφού και οι ηθοποιοί δεν πληρώνονταν…
Είναι αλήθεια ότι τον πρώτο καιρό οργιζόταν και τον ενοχλούσε το γεγονός ότι χαρακτήριζαν το έργο του με τον όρο «θέατρο του παραλόγου». Βέβαια, σύντομα το ξεπέρασε, λέγοντας με χιούμορ ότι αυτό προήλθε «από ένα αγαπητό, αλλά ενοχλητικό φίλο, τον Μάρτιν Έσλιν»! Άλλωστε παραδεχόταν ότι έγραφε για να επιβεβαιώσει και στον εαυτό του αυτό που πάντοτε γνώριζε, ότι δηλαδή ο κόσμος είναι παράδοξος και η καθημερινή ζωή είναι γεμάτη ρουτίνα και τρόμο και προϊόντος του χρόνου ένιωθε να επιτείνεται η απελπισία και η απέχθειά του. Πάντως, σε μια συνέντευξή του είχε πει σχετικά: «Εγώ το έργο μου δεν θα το ονόμαζα ποτέ “παράλογο”, θα το ονόμαζα χιουμοριστικό, απελπισμένο, τραγικό, αντιθέατρο ή ό,τι άλλο, αλλά ποτέ “παράλογο”. Τον όρο τον υιοθετώ όμως γιατί φέρει τίτλους υψηλής ευγενείας, αφού τον χρησιμοποίησε ο Σέξπιρ στο μονόλογο του Μάκβεθ “Η ζωή είναι μια ιστορία που λέει ένας ηλίθιος γεμάτη βουητό και μανία…”. Ο Σέξπιρ άλλωστε είναι ο πρόγονος του θεάτρου του παραλόγου» (Γ. Μπρουνιάς: «Ιονέσκο: Περιμένοντας τη φώτιση». Τα Νέα, 30/03/1986).
Το 1961 θα ανεβεί στο Θέατρο Τσέπης η δραματική κωμωδία του To μάθημα [La Leçon], από τον Μαρσέλ Κιβελιέ, ένα έργο για το οποίο πάλι ο Λεμαρσάν θα σημειώσει ότι ήταν «μια περίπου πιστή αναπαράσταση ενός μαθήματος του στρατάρχη Φος στη Σχολή Πολέμου»!
Για τις Καρέκλες [Les Chaises], που ανέβηκε το 1952 στο Θέατρο Nouveau-Lancry, σε σκηνοθεσία Σιλβέν Ντομ, ο ίδιος ο Ιονέσκο γράφει: «Το θέμα δεν είναι η αποτυχία ούτε η ηθική καταστροφή των γέρων, αλλά οι καρέκλες, δηλαδή η απουσία των άλλων, η απουσία του Θεού, η απουσία της ύλης, η εξωπραγματικότητα του κόσμου, το μεταφυσικό κενό. Το θέμα του έργου είναι το τίποτα… οι αόρατοι (καλεσμένοι) πρέπει να ’ναι όλο και πιο πραγματικοί (για να κάνουν εξωπραγματική την πραγματικότητα), ώσπου να φτάσουν – πράγμα ακατανόητο για τη λογική! – να μιλάνε, σχεδόν να σαλεύουν…». Οι δυο ηλικιωμένοι ήρωες, κοινωνικά αποτυχημένοι αλλά ερωτευμένοι μεταξύ τους, πρωταγωνιστές του έργου, βρίσκονται εκεί μόνο και μόνο για να μετακινούν τις καρέκλες κι όχι για να εκφράσουν το οντολογικό κενό που είναι και το θέμα του έργου. Οι Καρέκλες επαναλήφθηκαν το 1956 στο Studio des Champs-Elysées.
Το έργο Ιάκωβος ή Η υποταγή [Jacques ou la Soumission] παίχτηκε το 1950 στο Théâtre de la Huchette, σε σκηνοθεσία Ρομπέρ Παστέκ.
Το 1953 ανεβαίνει το έργο του Θύματα του καθήκοντος [Victimes du devoir], στο θέατρο του Quartier Latin, και το 1954 το έργο Αμεδαίος ή πώς να το ξεφορτωθούμε [Amédée ou Comment s’ en débarrasser], στο Théâtre de Babylone, σε σκηνοθεσία Ζαν-Μαρί Σερό.
Ο Ρινόκερος [Rhinocéros] σε τρεις πράξεις, διαβάζεται το 1958 στο Vieux-Colombier, παίζεται στο Ντίσελντορφ και το 1960 ανέβηκε στο Théâtre de France, σε σκηνοθεσία Ζαν-Λουί Μπαρό, ο οποίος ήταν και πρωταγωνιστής.
O καινούργιος ενοικιαστής [Le nouveau locataire] ανεβαίνει το 1955 στη Φινλανδία και το 1957 στο Παρίσι, στο Théâtre d’Aujourd’hui. Tο 1962 θα παρουσιαστούν Το μέλλον είναι στα αβγά [L’Avenir est dans les œufs], στο Théâtre de la Gaité-Montparnasse, και Ο βασιλιάς πεθαίνει [Le Roi se meurt] στην Alliance Francaise, σε σκηνοθεσία Ζακ Μοκλέρ. To 1963 το έργο Πεζός στον αέρα [Le piéton de l’air], θα παιχτεί στο Ντίσελντορφ, όπως επίσης στην ίδια πόλη το 1965 και το έργο H δίψα και η πείνα [La soif et la faim], το οποίο στη συνέχεια θα παρουσιαστεί την επόμενη χρονιά στην Κομεντί Φρανσέζ.
O Μακμπέττ [Macbett] που παρουσιάστηκε στις 24 Ιανουαρίου 1972, σε σκηνοθεσία του Ζακ Μοκλέρ, στο θέατρο της Γαλλικής Συμμαχίας, έχει την αφετηρία του στον Σέξπιρ. Ο ίδιος ο συγγραφέας σημείωνε ότι γράφει τον τίτλο «ττ» για να μην γίνεται σύγχυση με τον σεξπιρικό Μάκβεθ: «Γίνεται και σ’ αυτό λόγος για το θάνατο, θέμα αναπόφευκτο εφόσον στο έργο μου μιλώ για τη ζωή. Λένε ότι κατατρύχομαι από την ιδέα του θανάτου. Είναι γιατί είμαι ομαλός και συνειδητός. Το ασυνείδητο, μας διδάσκει ο Φρόιντ, δεν ξέρει το θάνατο. Μόνον ο συνειδητός κόσμος τον γνωρίζει. Ο θάνατος, είναι η αγωνία μου, η φυλακή μου και η ελευθερία μου, η ελευθερία της γνώσης μου. Το να μην τον σκέπτεσαι και να μην θέλεις να τον γνωρίσεις, αυτό είναι παθολογικό και ανώμαλο, εφόσον εκείνοι που δεν τον γνωρίσουν, μας στερούν από τη γνώση του μέλλοντός μας…». Κατά βάση αυτό για το οποίο μιλάει το έργο είναι «το πρόβλημα της εξουσίας, της φιλοδοξίας και της απάνθρωπης δράσης».
Σταμάτης Φιλιππούλης, Στάθης Αναγιάννης, Μαρία Ρεζάν, και στ’ αριστερά η αγαπημένη μας φίλη Εμυ Πανάγου η οποία όπως γράφει στην προσωπική σελίδα στο facebook, «πιτσιρίκα, δεν νομίζω ότι είχα κλείσει μήνα τότε στη δημοσιογραφία!!!» Η φωτογραφία είναι από την συνέντευξη Τύπου που έδωσε ο Ινέσκο, όταν είχε έρθει στην Αθήνα καλεσμένος από τον Κάρολο Κουν, για να δει μια παράσταση των μονόπρακτων του (Οι Καρέκλες, Το μάθημα, Η Φαλακρή τραγουδίστρια ).
Άλλα έργα: Γυμνός [Nu, 1934], Η έκθεση αυτοκινήτων [Le salon de l’automobile, 1953], Φονιάς χωρίς αμοιβή [Teur sans gages, σε τρεις πράξεις, 1958], Αυτοσχεδιασμός [L’impromptu de l’alma, 1958], Ο αρχηγός [Le maître, 1958], Η φωτογραφία του συνταγματάρχη [La photo du colonel, διηγήματα, 1962], Ντελίριο για δύο [Délire à deux, 1963], Η εικόνα[Le tableau, 1963], Ο θυμός [La colère, 1963], Σκηνή για τέσσερις [Scène á quatre, 1963], Η ρωγμή [La lacune, 1966], Στο πόδι του τοίχου [Au pied du mur, 1966], Μαθήματα γαλλικών για Αμερικανούς [Leçons De français pour Américains, 1966], Παιχνίδι σφαγής [Jeux de massacre, 1970], Αυτός ο τρομερός οίκος ανοχής [Ce Formidable Bordel, 1973], Ο άνθρωπος με τις βαλίτσες [L’homme aux valises, 1975], Αντίδοτα [Antidotes, 1977], Ένας άνθρωπος κάνει την αυτοκριτική του [Un homme en question, 1979], Ταξίδια στους νεκρούς [Voyages chez les morts, 1981], Το άσπρο και το μαύρο [Le blank et le noir, 1981]. Όλα τα θεατρικά του εκδόθηκαν σε επτά τόμους με τίτλο «Théâtre, 1954-1981». Σε μια νουβέλα του, Το βάζο [La vase, 1961], στηρίχτηκε και το σενάριο μιας ταινίας που γύρισε ο Γερμανός σκηνοθέτης Χάιντς φον Κράμερ και στην οποία πρωταγωνίστησε ο ίδιος ο Ιονέσκο. Δηλαδή ερμήνευσε τον ήρωα, που στα 61 του χρόνια ξεκίνησε την καριέρα του στο θέατρο, ένας άνθρωπος που καταρρέει από την αγωνία της μοναξιάς και του θανάτου. Όπως είχε ομολογήσει ο Ιονέσκο η συμμετοχή του στην ταινία ήταν γι’ αυτόν μια τρομερή εμπειρία κι ένιωσε φρίκη βλέποντας τον εαυτό του στην οθόνη!
Eπίσης έγραψε: Σημειώσεις και αντι-σημειώσεις [Notes et contre-notes], Κομμάτια ημερολογίου [Journal en miettes, 1967], Παρόν παρελθόν, παρελθόν παρόν [Présent passé, passé présent, 1968].
Την Πέμπτη 22 Ιανουαρίου 1970 ο Ιονέσκο εξελέγη μέλος της Γαλλικής Ακαδημίας.
Τα 1973 κυκλοφόρησε το πρώτο του μυθιστόρημα με τίτλο Ο μοναχικός [Le solitaire], όπου ο συγγραφέας, σε πρώτο πρόσωπο διαπραγματεύεται τη χαμοζωή ενός ευτυχισμένου συνταξιούχου 35 ετών! Μια ανέλπιστη κληρονομιά θα εξασφαλίσει στον ήρωα μια ζωή άνετη, υπερβολικά χαλαρή, που θα τον φορτώσει όμως με μοναξιά, αλκοόλ, άσκοπο χάσιμο του χρόνου, χωρίς εκπλήξεις, μονοτονία… Ο ίδιος ο Ιονέσκο είχε πει ότι ο «μοναχικός» είναι ένα πρόσωπο που εκφράζει τις θέσεις του απέναντι στη ζωή. «Είναι όπως κι εγώ “αποτυχημένος”. Γιατί, παρ’ όλες τις τιμές, την επιτυχία, έτσι αισθάνομαι ως προς τις σχέσεις μου με τους άλλους. Θέλησα να τους πλησιάσω, μα δεν μπόρεσα ποτέ να τους καταλάβω. Να γιατί θεωρώ τον εαυτό μου εξοφλημένο. Γράφοντας το πρώτο μου μυθιστόρημα προσπάθησα να παρουσιάσω την πλευρά του ανθρώπου που παίρνει απόσταση από την τρέχουσα πραγματικότητα, επιχειρώντας να την αναλύσει, να βρει απαντήσεις. Για το θέμα αυτο που αποτελεί μονόλογο, αυτοανάλυση μου φάνηκε πιο πρόσφορο έδαφος η λογοτεχνία απ’ ό,τι το θέατρο, όπου η δράση είναι απαραίτητη…»
Το 1982 έγραψε την Ουγκολιάδα [Hygoliades], ένα σατιρικό πορτρέτο του Victor Hugo. Το 1961, ο Ionesco απαντώντας σε μια έρευνα (Eugène Ionesco, «Έκανα αντι-θέατρο;» Απάντηση σε έρευνα δημοσιευμένη στο περιοδικό L’ Express, 01/06/1961. Περιλαμβάνεται στο βιβλίο Σημειώσεις και Αντισημειώσεις, μτφ. Ιουλία Ιατρίδη, Αρίων 1971) είπε τα εξής: «Αυτό που πάνω απ’ όλα ήθελα, ήταν να πω πράγματα και γύρευα, πέρα από τις συνηθισμένες λέξεις ή ανάμεσα ή παρ’ όλες τις συνηθισμένες λέξεις, να τα πω. Βρήκαν πως έκανα “πρωτοπορία”, πως έκανα “αντι-θέατρο” – εκφράσεις αόριστες ετούτες αλλά που σαφώς αποδείκνυαν ότι έκανα κάτι καινούργιο. Η τεχνική ανανέωση ίσως να βρισκόταν στην προσπάθεια να επεκτείνω τη θεατρική έκφραση, κάνοντας τις σκηνογραφίες και τα διάφορα αντικείμενα της σκηνής να παίζουν, συνάμα με το απλοποιημένο, το ελευθερωμένο παίξιμο του ηθοποιού. Οι ηθοποιοί μπόρεσαν και βρήκαν ένα εντελώς φυσικό ύφος και ταυτόχρονα υπερβολικό, ένα παίξιμο ανάμεσα στο πρόσωπο της πραγματικότητας και τη μαριονέτα: παράδοξοι μέσα στο φυσικό. Φυσικοί μέσα στο παράδοξο…».
Την πρώτη φορά που ήρθε στην Ελλάδα ο Ευγένιος Ιονέσκο ήταν το 1936 μαζί με τη σύζυγό του. Ξαναήρθε το Μάιο του 1963. Η τρίτη φορά ήταν τον Αύγουστο του 1977. Πήγε τότε και παρακολούθησε τις εκδηλώσεις του Φεστιβάλ Ιθάκης, όπου μάλιστα είχαν οργανώσει και μια βραδιά προς τιμήν του (28 Αυγούστου 1977), όπου παίχτηκε το έργο του «Αυτό το υπέροχο μπορντέλο», σε σκηνοθεσία του Ντίνου Κουμπάτη από το θίασο της Λίας Δημοπούλου.
Μίλησε για το πολιτικό θέατρο: «Είμαι κατά του πολιτικού θεάτρου. Τα έργα που το συνθέτουν αποτελούν πολιτική καθοδήγηση και προορίζονται για πλύση εγκεφάλου. Αρνούμαι αυτό το θέατρο που προσπαθεί να μας στρατεύσει και μάλιστα με ειδικό τρόπο κάθε φορά. Το πολιτικό θέατρο στις ανατολικές χώρες είναι μονόπλευρο και δεν θίγει καίρια και ουσιαστικά προβλήματα». Σε αντίθεση, βέβαια, με το μεταφυσικό θέατρο: «Μιλάει για τη μοίρα του ανθρώπου, για τον έρωτα, για το θάνατο, προβλήματα που το πολιτικό θέατρο αποκλείει. Οι άνθρωποι έχουν ανάγκη από αυτό το θέατρο που θα τους μιλάει για το πεπρωμένο τους. Αν σκεπτόμαστε μόνο πολιτικά χάνουμε την ανθρώπινη διάστασή μας».
Τα έβαλε με τους σκηνοθέτες: «Αντιδικώ συνεχώς με τους σκηνοθέτες γιατί δεν σέβονται τις υποδείξεις μου. Οι σκηνοθέτες είναι δικτάτορες. Παριστάνουν τους αρχιτέκτονες ενώ είναι απλοί χτίστες και ροκανίζουν τα έργα που θα πέσουν στα χέρια τους, όπως τους αρέσει. Εκτιμώ τον σκηνοθέτη όταν παραμένει αυτό που είναι, δηλαδή μαέστρος».
Ωστόσο, δεν παρέλειπε πάντα να αναφέρεται στον Κάρολο Κουν που τον θεωρούσε «εξαιρετικό φίλο» του. Είχε μιλήσει πάντως και για το έργο της Μαργαρίτας Λυμπεράκη την οποία εκτιμούσε.
Τον Απρίλιο του 1978 ήρθε πάλι στην Αθήνα. Συμμετείχε σε εκδήλωση στο Γαλλικό Ινστιτούτο με θέμα «Διάλογος πάνω στη θεατρική πράξη», προλόγισε την ταινία Η ιλύς του Λάιντς φον Κράμερ, όπου είχε γράψει το σενάριο και πρωταγωνιστούσε και τιμήθηκε από το Εθνικό Θέατρο με την ευκαιρία της παρουσίασης μονοπράκτων του από τη Νέα Σκηνή. Ωστόσο, η παρουσία του στην Αθήνα δεν πέρασε απαρατήρητη, αφού όταν κλήθηκε να προεδρεύσει στη διεθνή συνάντηση συγγραφέων που οργανώθηκε από την Εθνική Εταιρεία Ελλήνων Λογοτεχνών στο Εθνικό Κέντρο Ερευνών, αρνήθηκε: «Αρνήθηκα να προεδρεύσω σε μια από τις συνεδριάσεις αυτής της συνάντησης συγγραφέων γιατί παρίστανται συγγραφείς σταλμένοι από τους Σοβιετικούς και τους δορυφόρους τους, συγγραφείς που είναι κρατικοί υπάλληλοι. Θα είχα δεχτεί αν παρίσταντο και αντιφρονούντες, μερικοί από τους οποίους βρίσκονται στη φυλακή στη Σοβιετική Ένωση, στην Τσεχοσλοβακία… Δεν προεδρεύω σε αστυνομικές συγκεντρώσεις. Οι Ανατολικοί συγγραφείς είναι υπάλληλοι που προσλαμβάνει η αστυνομία»…
Έκανε κι άλλη επίσκεψη στην Αθήνα, τον Σεπτέμβριο του 1981, όταν παρευρέθηκε στα εγκαίνια δικής του έκθεσης ζωγραφικής (στην Αίθουσα Τέχνης Αθηνών). Ήδη είχε κάνει εκθέσεις του σε άλλες ευρωπαϊκές πόλεις με τη συνεργασία του Αλέξανδρου Ιόλα. Φαίνεται ότι αγαπούσε την Ελλάδα και γι’ αυτό ξανάρθε τον Μάρτιο του 1986 κι έκανε πάλι μια ομιλία στο Γαλλικό Ινστιτούτο («Ευρωπαίοι συγγραφείς στη γαλλική γλώσσα»).
Μεταξύ άλλων είχε πει: «Μόνο για τον εαυτό μου γράφω. Αλλά συμβαίνει κάτι περίεργο. Γράφοντας για μένα, ανακαλύπτω ότι γράφω για τους άλλους. Είναι ακριβώς όπως και ο έρωτας. Νομίζει κανείς ότι κάνει έρωτα για τη δική του μόνο ευχαρίστηση, αλλά στην πραγματικότητα κάνει έρωτα για να πολλαπλασιάσει το ανθρώπινο είδος». («Μιλάει ο Ιονέσκο: Το γράψιμο μοιάζει με τον έρωτα. Δεν υπάρχει επανάσταση στην τέχνη», Τα Νέα, 15/11/1974).
Άλλοτε είχε πει: «Επιχορηγήστε με για να σώσετε τον πολιτισμό!» (Ελευθεροτυπία, 25-7-1976). Σε νεανικό του έργο είχε επιτεθεί κατά του Βίκτορα Ουγκό χαρακτηρίζοντας το δημιουργό των Αθλίων «μετριότητα»! Κάποτε έβαλλε κατά της λογοτεχνίας («Έχω την εντύπωση πως η λογοτεχνία δεν είναι σημαντική…») και εξαιρούσε τον Μπέκετ ως τον μόνο συγγραφέα που μπορούσε να υποφέρει…
Το 1961, απαντώντας σε μια έρευνα είπε τα εξής: «Αυτό που πάνω απ’ όλα ήθελα, ήταν να πω πράγματα και γύρευα, πέρα από τις συνηθισμένες λέξεις ή ανάμεσα ή παρ’ όλες τις συνηθισμένες λέξεις, να τα πω. Βρήκαν πως έκανα “πρωτοπορία”, πως έκανα “αντι-θέατρο” – εκφράσεις αόριστες ετούτες αλλά που σαφώς αποδείκνυαν ότι έκανα κάτι καινούργιο. Η τεχνική ανανέωση ίσως να βρισκόταν στην προσπάθεια να επεκτείνω τη θεατρική έκφραση, κάνοντας τις σκηνογραφίες και τα διάφορα αντικείμενα της σκηνής να παίζουν, συνάμα με το απλοποιημένο, το ελευθερωμένο παίξιμο του ηθοποιού. Οι ηθοποιοί μπόρεσαν και βρήκαν ένα εντελώς φυσικό ύφος και ταυτόχρονα υπερβολικό, ένα παίξιμο ανάμεσα στο πρόσωπο της πραγματικότητας και τη μαριονέτα: παράδοξοι μέσα στο φυσικό. Φυσικοί μέσα στο παράδοξο…»[2].
«Το ότι σταμάτησα να γράφω θεατρικά έργα οφείλεται κατά πολύ στις διαρκείς αντιδικίες μου με τους σκηνοθέτες: Δεν σέβονται τις υποδείξεις μου. Αλλά ούτε κι εγώ, όποτε ανέλαβα τη σκηνοθεσία κάποιου έργου μου, δεν σεβάστηκα τις υποδείξεις μου…». Αυτά είχε δηλώσει με αφορμή την πρεμιέρα (15/04/1988) του έργου του Οι καρέκλες που ανέβηκε ξανά, μετά 32 χρόνια, σε σκηνή του Παρισιού, σε σκηνοθεσία του Λικ Μπουτέ και πρωταγωνιστές τον Πιέρ Ντιξ και την Ντενίζ Ζανς.
Ο Γιαν Κοτ[3] που είχε δει τη Φαλακρή τραγουδίστρια και το Μάθημα στη Βαρσοβία το 1956, ξαναείδε την παράσταση στο Παρίσι στο θέατρο της οδού ντε λα Ισέτ αρκετές φορές και την τελευταία φορά, το 1965, δεν ήταν σίγουρος «αν έπαιζε η ίδια ηθοποιός ακόμα τη Μαθήτρια». Μετά την παράσταση επισκέφθηκε τον Ιονέσκο και στο Θεατρικό Σημειωματάριό του κατέγραψε την εξής στιχομυθία:
«Φυσικά και είναι η ίδια ηθοποιός», είπε ο Ευγένιος. «Το Μάθημα θα συνεχίσει να παίζεται για τα επόμενα πενήντα-εβδομήντα χρόνια. Κάποια μέρα η μαθήτρια θα πεθάνει. Εννοώ ότι θα πεθάνει στ’ αλήθεια, όχι απλώς επί σκηνής. Θα πάει στον Παράδεισο και ο Άγιος Πέτρος θα τη ρωτήσει αυστηρά: “Τι έκανες στη ζωή σου, τέκνον μου;”. Κι αυτή θα απαντήσει: “Τι έκανα; Ήμουν δεκαοχτώ όταν άρχισα να παίζω τη Μαθήτρια στο έργο του κυρίου Ιονέσκο στο θέατρο της οδού ντε λα Ισέτ. Μετά αρραβωνιάστηκα και συνέχισα να παίζω τη Μαθήτρια. Μετά ξαναπαντρεύτηκα. Συνέχισα να παίζω τη Μαθήτρια. Μετά γεννήθηκε ο γιος μου. Συνέχισα να παίζω τη Μαθήτρια. Μετά ξαναχώρισα. Συνέχισα να παίζω τη Μαθήτρια. Μετά η κόρη μου ξαναγέννησε δίδυμα. Έπρεπε να αφήσω το Παρίσι για δύο βδομάδες. Μετά συνέχισα να παίζω τη Μαθήτρια”. Και ο Άγιος Πέτρος θα πει: “Ο κύριος Ιονέσκο σας περιμένει ανυπόμονα. Παρακολουθεί μία πρόβα του Μαθήματος”. Ο Ιονέσκο με κοίταξε· έπεσε ξαφνικά σε μία βαριά θλίψη και είπε μ’ ένα πνιγμένο ψίθυρο: «Δεν είναι αλήθεια· εγώ δεν πρόκειται να πεθάνω». Τον πιστεύω· είναι αθάνατος…
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1] Το Collège de ‘pataphysique, ιδρύθηκε στις 11/05/1948, στο Παρίσι, και ήταν μια ομάδα από συγγραφείς και καλλιτέχνες που ενδιαφέρονταν για τη φιλοσοφία της «pataphysics». Το σύνθημα της ομάδας ήταν «Eadem mutata resurgo» («I arise again the same though changed»). Οι Γάλλοι συγγραφείς Raymond Queneau, Jean Genet, Boris Vianand Jean Ferry έχουν παραδεχτεί ότι ακολούθησαν την «παταφυσική» παράδοση.
[2] Ευγένιος Ιονέσκο: «Έκανα αντι-θέατρο;» Απάντηση σε έρευνα δημοσιευμένη στο περιοδικό L’ Express, 01/06/1961. Περιλαμβάνεται στο βιβλίο Σημειώσεις και Αντισημειώσεις, μτφ. Ιουλία Ιατρίδη, Αρίων 1971.
[3] «Ιονέσκο ή Ένας θάνατος που εγκυμονεί» στο βιβλίο του Για ένα θέατρο ουσίας. Εισαγωγή Μάρτιν Έσλιν, γλωσσική επιμέλεια-πρόλογος Έλενα Πατρικίου, μετάφραση Έλενα Πατρικίου και Ελένη Παπάζογλου. Εκδόσεις Χατζηνικολή 1988, σσ.129-144.
No comments:
Post a Comment