ΚΡΙΤΙΚΗ ΘΕΑΤΡΟΥ
- «Πόλις - κράτος» από το θίασο «Κανιγκούντα»
Από
το φυσικό και αρχιτεκτονικό κάλλος της αρχαίας Αθήνας φθάσαμε στην
πολεοδομική, περιβαλλοντική και αρχιτεκτονική τερατωδία της σύγχρονης
Αθήνας. Από τη δουλοκτητική Αθηναϊκή Δημοκρατία φθάσαμε στον εμμέσως
δουλοκτητικό καπιταλισμό και στη σημερινή κρίση του. Από την αρχαία
παιδούλα Μύρτι που πέθανε από το λοιμό που επέφερε ο Πελοποννησιακός
Πόλεμος και η πολιορκία της Αθήνας, φθάσαμε στη σημερινή
πολιτικο-κοινωνική «ζούγκλα» που «δολοφονεί» - μεταφορικά και
κυριολεκτικά - παιδιά και ενήλικες, ντόπιους και μετανάστες. Το ελληνικό
κράτος, από τη σύστασή του, το 19ο αιώνα μέχρι σήμερα, κυβερνούν
φερέφωνα ξένων «προστατών» - κερδοσκόπων και εγχώριων «καρχαριών». Αυτό
είναι το θέμα της αλληγορικά πολιτικοσατιρικής παράστασης «Πόλις -
κράτος» του θιάσου «Κανιγκούντα» στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών. Μια
σπονδυλωτή παράσταση, που θυμίζει επιθεώρηση αλλά με νέα (θεματολογικά
και αισθητικά) μορφή, συνθεμένη με σπαράγματα στίχων Ελλήνων ποιητών,
κειμένων ιστορικών, δημοσιογραφικών, σχολίων του θιάσου, ελληνικά
τραγούδια διαφόρων περιόδων, βίντεο και εκφραστικό χορό, που σαρκαστικά
παραπέμπει στο «θίασο» που λέγεται «κράτος», το «κράτος» του εκάστοτε
κυβερνώντος κόμματος. Αυτός ο εκάστοτε «θίασος» έχει και το «χορηγό»
του, τον «κομπέρ» του, που ορίζει τα εκάστοτε τεκταινόμενα επί «σκηνής»
(της πολιτικής «σκηνής» του δικομματισμού). Λ.χ., προσφάτως, «χορηγός» -
«κομπέρ» του «θιάσου», όπως αποκαλύπτεται στο τέλος της παράστασης,
ήταν ο Χριστοφοράκος της «Ζήμενς»...
Τα κείμενα της παράστασης αναδράμουν στην Ιστορία μας, κυρίως στον 20ό αιώνα, με αναφορές στη Μικρασιατική Καταστροφή, την εκμετάλλευση των ξεριζωμένων στη «μητροπολιτική» πατρίδα, στην Εθνική Αντίσταση, στην επέμβαση των Αγγλων και το ματωμένο Δεκέμβρη του 1944, στις εκάστοτε κυβερνήσεις των οίκων Καραμανλή και Παπανδρέου (μέσω βίντεο οι παρελθόντες) και τη σημερινή (μέσω ενός ρόλου που ακούει στο όνομα «Γιώργος»). Μια παράσταση θεματολογικά επίκαιρη και ενδιαφέρουσα, που αρκετά τολμηρά καυτηριάζει τις «ημέρες», «τα έργα» και τις «συνέπειες» του πολιτικο-κοινωνικού μας συστήματος, με πικρόγευστης ειρωνείας κείμενα. Με χιουμοριστικά ευρηματική και γοργόρυθμη σκηνοθεσία του Γιάννη Λεοντάρη. Με λιτά σκηνικά και κοστούμια της Θάλειας Ιστικοπούλου. Και με εύφορα χιουμοριστικές, ομόψυχης υποκριτικής άμιλλας ερμηνείες από όλους τους ηθοποιούς: Μαρία Κεχαγιόγλου, Μαρία Μαγκανάρη, Ρεβέκκα Τσιλιγκαρίδου, Ανθή Ευστρατιάδου, Ευθύμη Θέου, Γιώργο Φριντζήλα.
Τα κείμενα της παράστασης αναδράμουν στην Ιστορία μας, κυρίως στον 20ό αιώνα, με αναφορές στη Μικρασιατική Καταστροφή, την εκμετάλλευση των ξεριζωμένων στη «μητροπολιτική» πατρίδα, στην Εθνική Αντίσταση, στην επέμβαση των Αγγλων και το ματωμένο Δεκέμβρη του 1944, στις εκάστοτε κυβερνήσεις των οίκων Καραμανλή και Παπανδρέου (μέσω βίντεο οι παρελθόντες) και τη σημερινή (μέσω ενός ρόλου που ακούει στο όνομα «Γιώργος»). Μια παράσταση θεματολογικά επίκαιρη και ενδιαφέρουσα, που αρκετά τολμηρά καυτηριάζει τις «ημέρες», «τα έργα» και τις «συνέπειες» του πολιτικο-κοινωνικού μας συστήματος, με πικρόγευστης ειρωνείας κείμενα. Με χιουμοριστικά ευρηματική και γοργόρυθμη σκηνοθεσία του Γιάννη Λεοντάρη. Με λιτά σκηνικά και κοστούμια της Θάλειας Ιστικοπούλου. Και με εύφορα χιουμοριστικές, ομόψυχης υποκριτικής άμιλλας ερμηνείες από όλους τους ηθοποιούς: Μαρία Κεχαγιόγλου, Μαρία Μαγκανάρη, Ρεβέκκα Τσιλιγκαρίδου, Ανθή Ευστρατιάδου, Ευθύμη Θέου, Γιώργο Φριντζήλα.
- «Λεόντιος και Λένα» στις «Ροές»
Αισθητική
χαρά κι ελπίδα προκαλεί όταν νέοι καλλιτέχνες καταπιάνονται - ιδιαίτερα
με την επικρατούσα σήμερα μετα-μεταμοντέρνα θεματολογική και
μορφολογική ασυναρτησία και ασχημία - με σοβαρότητα, σεβασμό, φαντασία
και καλαισθησία με ένα κλασικό έργο, όπως συμβαίνει με την παράσταση του
έργου του Γκέοργκ Μπύχνερ «Λεόντιος και Λένα». Με σίγουρο «εφόδιο» την
εξαιρετική (ξαναπαιγμένη), νοηματικά πιστή, αλλά και θεατρικά εύφορη,
μετάφραση του Γιώργου Δεπάστα, μια ομάδα νέων ανθρώπων έσμιξαν τις
δυνάμεις τους, την τολμηρή κοινωνικά κριτική σκέψη τους, τις αισθητικές
τους αναζητήσεις, την παιγνιώδη φρεσκάδα, αλλά και την έμφυτη ευαισθησία
της νιότης και έγιναν συνδημιουργοί μιας απολαυστικής και υψηλής
αισθητικής ποιότητας παράσταση που, χωρίς να καταφεύγει σε
«εκσυγχρονιστικά» τερτίπια, αναδεικνύει την πολύσημη και πολύπτυχη
θεαματικά αλληγορία αυτής της φαινομενικά ρομαντικής και αίσιας ερωτικής
κωμωδίας του πρόωρα χαμένου, μεγάλου και επαναστάτη ποιητή. Μια
«παραμυθική» κωμωδία, με κεντρικό πρόσωπο τον Λεόντιο, γιο ενός βασιλιά,
που επειδή ο πατέρας του αποφάσισε να παντρευτεί μια άγνωστή του
βασιλοπούλα, το σκάει, μαζί με τον υπηρέτη του από τη χώρα του και
περιπλανώμενος τυχαία συναντά μια - επίσης φευγάτη από τη χώρα της και
για τον ίδιο λόγο - πριγκιποπούλα. Οι δύο νέοι ερωτεύονται, παντρεύονται
και επιστρέφοντας στη χώρα του Λεόντιου διαπιστώνουν ότι αυτόν ακριβώς
το γάμο ήθελαν να επιβάλουν οι πατεράδες τους. Η «μοίρα» έπαιξε μαζί
τους. Και, βέβαια, κανείς δεν ξέρει αν αυτός ο γάμος αποδειχτεί ευτυχής ή
όχι. Ο Μπύχνερ αλληγορικά μιλά για τον παραλογισμό μιας αυταρχικής
εξουσίας και τις «μαριονέτες» της - όργανα επιβολής των θελήσεών της.
Για τη σύγκρουση εξουσιαστών - εξουσιαζομένων. Για το δικαίωμα της
ελευθερίας του ανθρώπου. Τη φλόγα του νεανικού έρωτα, αλλά και τις
«μοιραίες» συμπτώσεις στη ζωή του ανθρώπου, συμπτώσεις που τον
ξαναγυρίζουν στη «μοίρα» από την οποία προσπάθησε να ξεφύγει. Κάνοντας
μερικές περικοπές στο πρωτότυπο κείμενο, με συντελεστές το ευρηματικά
σκηνικό του Αaron Minerbrook που συμβολίζει τον περίπλοκο «μηχανισμό»
της εξουσίας, τα χρωματικά και σχεδιαστικά «παιγνιώδη» κοστούμια της
Ιωάννας Τσάμη, την εξαιρετικά ενδιαφέρουσα, καθοριστική του ήθους της
παράστασης, μουσική και ηχητική επιμέλεια του Αλέξανδρου Μάντζαρη, με
την πολύπειρη χορογραφική και κινησιολιογική καθοδήγηση της Σοφίας
Σπυράτου, η πρωτοδοκιμαζόμενη στη θεατρική σκηνοθεσία Χλόη Μάντζαρη, με
ένα αλληλοτροφοδοτικό «πάρε - δώσε» με τους νέους ηθοποιούς της
διανομής, έστησε μια παράσταση ευφρόσυνη, «παιγνιώδη», με υπαινικτικό
αλλά και άμεσο χιούμορ, που αναδεικνύει την ουσία και το ήθος του έργου.
Μια σκηνοθεσία που «θράφηκε» αλλά και «έθρεψε» από το υποκριτικό
ταλέντο, τη σκηνική χάρη, την κινησιολογική ελαφράδα, το χιούμορ των
νέων ηθοποιών Μιχάλη Σαράντη (Λεόντιος), Γιώργου Νούση (Βαλέριο),
Ζαφείρη Κουτελιέρη, Κωνσταντίνου Ραφαηλίδη (ακόλουθοι του βασιλιά),
Βένιας Σταματιάδη (σε δύο ρόλους) και Σοφίας Γεωργοβασίλη (Λένα).
Σαρκαστικά χιουμοριστικός ο «βασιλιάς» του έμπειρου Δημήτρη
Κουτρουβιδέα.
- «Δεσποινίς Τζούλι» στο «Τόπος αλλού»
Αριστουργηματικής
«οικονομίας» και ψυχογραφικής δύναμης, υπαρξιακό και ταυτόχρονα
κοινωνικό δράμα, το έργο του Στρίντεμπεργκ «Δεσποινίς Τζούλια»,
παραμένει «πειρασμός» για ηθοποιούς και σκηνοθέτες. Ποιος συγγραφέας δε
θα ήθελε να έχει γράψει εκείνος αυτό το έργο που συμπυκνώνει όχι μόνο
πολλές πτυχές των ανθρωπίνων πραγμάτων αλλά και της κοινωνίας. Τις
συγκρουσιακές σχέσεις των δύο φύλων, την ερωτική στέρηση, τον ταξικά
ανάρμοστο έρωτα, τη ανομολόγητη σαρκική έλξη, τη ζήλεια, την πίστη και
απιστία, το θεσμό του γάμου, τον πόθο για καλοζωία, τις ταξικές
διαφορές, τη φιλοδοξία για κοινωνική αναρρίχηση, την ψυχολογία υποταγής,
αλλά και το μίσος για τους ταξικά ισχυρότερους. Σε κάθε εποχή και τόπο
ενδέχεται κάποιες γυναίκες της άρχουσας τάξης να επιθυμήσουν και να
σμίξουν ερωτικά με τον υπηρέτη τους, αλλά και να «πληρώσουν» ακριβά γι'
αυτό. Η σκέψη ότι στην εποχή μας συμβαίνουν συχνά ανάλογα δράματα,
οδήγησε μάλλον τον Αγγλο συγγραφέα Πάτρικ Μάρμπερ να μεταγράψει το
στριμπεργκικό δράμα, τιτλοφορώντας του, επί το αγγλικότερο, «Δεσποινίς
Τζούλι». Ο Μάρμπερ το μόνο που έκανε ήταν να προσαρμόσει τη γλώσσα του
έργου και τη συμπεριφορά των προσώπων με το σήμερα. Η Τζούλι δεν είναι
κόρη ενός αριστοκράτη αλλά ενός μεγαλοαστού. Ο συνομίληκός της, υπηρέτης
Τζον, όπως και ο στριντμπεργκικός Ζαν, μεγάλωσε υπηρετώντας τον πατέρα
της Τζούλι, όπως χρόνια υπηρέτρια είναι και η αρραβωνιασμένη με τον
Τζον, Χριστίνα. Οπως και στο στριντεμπεργκικό έργο, έτσι και στο έργο
του Μάρμπερ η Τζούλι, θα σμίξει ερωτικά με τον Τζον, θα ταπεινωθεί από
το ταξικό του μίσος και το φαλλοκρατισμό του και θα οδηγηθεί στην
αυτοχειρία. Η Μίνα Αδαμάκη αγαπώντας το πρωτότυπο, σεμνά και μετρημένα
υπογράφει τη μετάφραση του έργου του Μάρμπερ, αλλά και τη σκηνοθεσία, το
σκηνικό και τη μουσική επιμέλεια, με συνεργάτριες τις Μίκα Πανάγου
(κοστούμια) και Κατερίνα Μαραγκουδάκη (φωτισμοί). Η σκηνοθεσία της
καθοδήγησε και απέσπασε καλές ερμηνείες από τους Μάξιμο Μουμούρη
(εκφραστικά κυνικός Τζον), Τζωρτζίνα Παλαιοθεοδώρου (λιτή και φυσική
Χριστίνα), και Μαρία Σολωμού (αρμόζουσα φυσιογνωμικά, αλλά κάπως
τηλεοπτική Τζούλι).
ΘΥΜΕΛΗ, ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ, Τετάρτη 18 Μάη 2011
No comments:
Post a Comment