Του ΓΡΗΓΟΡΗ ΙΩΑΝΝΙΔΗ, ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ / 2 - 04/10/2008
Ο Χρήστος Καλαβρούζος (Προμηθέας) και ο θίασος του ΔΗΠΕΘΕ Ρούμελης στον «Προμηθέα Δεσμώτη» |
Τι να πει κανείς για την παράσταση του «Προμηθέα» από το ΔΗΠΕΘΕ Ρούμελης; Με τον Χρήστο Καλαβρούζο στο τιμόνι και στο κατάρτι του κεντρικού ρόλου η ανάγνωση της τιτάνιας τραγωδίας του Αισχύλου δεν μπορεί παρά να παραπέμπει σε μια εποχή όπου οι ηθοποιοί διέθεταν και φωνή και παρουσία, οι διδασκαλίες είχαν σαφή διδακτικό και καλλιτεχνικό στόχο και όλοι έφευγαν στο τέλος από το θέατρο εκστασιασμένοι από το μέγεθος του αρχαίου λόγου ή, έστω, του σύγχρονού τους, εθνικού ηθοποιού.
Δεν ξέρω αν υπάρχει στο ανέβασμα αυτού του «Προμηθέα» κάτι άλλο. Αν υπάρχει κάποιος κόκκος διδασκαλίας που να απομακρύνεται από τη σωστή (ορθή) μεταφορά του κλασικού λόγου και ήθους, σύμφωνα με το πρότυπο που ανέπτυξε το Εθνικό και οι σκηνοθέτες του. Απέναντι σε ένα τέτοιο μασίφ παραδοτέο δεν μπορεί κανείς παρά να σηκώσει τους ώμους και να παραδεχθεί ότι πρόκειται για εξαιρετική επίδοση, στο δικό της καλλιμάρμαρο στάδιο. Σπουδαία σαν άσκηση, σημαντικότατη σαν μάθημα για νέους ηθοποιούς και θεατρολόγους, ανακουφιστική ως παράδοση για τους απανταχού φιλολόγους, μοιάζει καλή για τον καθένα. Εκτός από εκείνους που ζητούν από το ανέβασμα του αρχαίου θεάτρου μια κίνηση, μια πρόκληση, μια πρόταση που να ξεπερνά το ακαδημαϊκό πρότυπο και να προκαλεί φρέσκια συζήτηση. Εδώ, στην παράσταση της Ρούμελης, κάθε τέτοια φιλοδοξία περισσεύει. Ή, μάλλον, σταματά όταν αρχίζει να μιλά ο Προμηθέας του Καλαβρούζου.
Είναι να αναρωτιέται κανείς πόσοι από τους νεότερους ηθοποιούς μπορούν να παραβγούν σε αυτή την ερμηνεία (το ποιος ενδιαφέρεται να παραβγεί είναι μια άλλη ιστορία). Δεν κρύβω ότι είχα έντονα την επιθυμία να ακούσω το κείμενο από αυτόν τον ηθοποιό. Ανοιξα το πρόγραμμα της παράστασης, όπου δημοσιεύεται η κλασική πια μετάφραση του Παναγιώτη Μουλά, και παρακολούθησα -σπάνιο μάθημα- τον Καλαβρούζο να απαγγέλλει. Να διδάσκει. Εξαιρετικοί τονισμοί, βαθιά αίσθηση της γλώσσας και μια αυτοπεποίθηση που ξεκινά όχι από τη θέση του ηθοποιού, αλλά από την αποστολή του. Σπάνια πράγματα πια και δυσθεώρητα.
Δεν αμφιβάλλει κανείς ότι ο «Προμηθέας», λόγω των επικών του απαιτήσεων, κινδυνεύει να θεωρηθεί έργο του ενός. Είναι λοιπόν ευτύχημα ότι δίπλα στον Καλαβρούζο βρέθηκαν αυτή τη φορά και άλλοι ηθοποιοί που ένιωσαν από τη μεριά τους την ευγενική πρόκληση. Το ύφος παρέμεινε έτσι σταθερό μέχρι το τέλος, σε μια παράσταση που και αν έμοιαζε κάποιες φορές να καλύπτεται από την πατίνα μιας άλλης εποχής και την πεποίθηση ενός ορθού τρόπου, παρέμενε ωστόσο ζηλευτή στην πληρότητά της... Περικλής Καρακωνσταντόγλου σαν Κράτος και Ωκεανός, Βασίλης Κολοβός σαν Ηφαιστος, Θωμάς Βούλγαρης σαν Βία και Ερμής έσμιξαν σε ένα αρμονικό και συμπαγές σύνολο, στο οποίο ήταν δύσκολο να διακρίνει κανείς κάποιον και να τον προβάλλει.
Νομίζω όμως το πιο μεγάλο κέρδος της παράστασης ήταν η Ιώ της Γιούλης Τάσιου. Αυτή η αλλοπαρμένη μορφή δόθηκε με ελάχιστες υποδείξεις και μεστή λιτότητα. Το αποτέλεσμα; Μια στιβαρή ερμηνεία, που αφήνει κατά μέρος τις υπερβολές για να ακουστούν ο λόγος και το δέος της. Ο «Χορός των Ωκεανίδων», στο πλαίσιο της παράστασης, ήταν ένα σύνολο μουσικό, με ελαφριές νύξεις της καταγωγής του στο ρυθμικό τρικύμισμα που δίδαξε η χορογράφος Ερση Πήττα. *
Είναι να αναρωτιέται κανείς πόσοι από τους νεότερους ηθοποιούς μπορούν να παραβγούν σε αυτή την ερμηνεία (το ποιος ενδιαφέρεται να παραβγεί είναι μια άλλη ιστορία). Δεν κρύβω ότι είχα έντονα την επιθυμία να ακούσω το κείμενο από αυτόν τον ηθοποιό. Ανοιξα το πρόγραμμα της παράστασης, όπου δημοσιεύεται η κλασική πια μετάφραση του Παναγιώτη Μουλά, και παρακολούθησα -σπάνιο μάθημα- τον Καλαβρούζο να απαγγέλλει. Να διδάσκει. Εξαιρετικοί τονισμοί, βαθιά αίσθηση της γλώσσας και μια αυτοπεποίθηση που ξεκινά όχι από τη θέση του ηθοποιού, αλλά από την αποστολή του. Σπάνια πράγματα πια και δυσθεώρητα.
Δεν αμφιβάλλει κανείς ότι ο «Προμηθέας», λόγω των επικών του απαιτήσεων, κινδυνεύει να θεωρηθεί έργο του ενός. Είναι λοιπόν ευτύχημα ότι δίπλα στον Καλαβρούζο βρέθηκαν αυτή τη φορά και άλλοι ηθοποιοί που ένιωσαν από τη μεριά τους την ευγενική πρόκληση. Το ύφος παρέμεινε έτσι σταθερό μέχρι το τέλος, σε μια παράσταση που και αν έμοιαζε κάποιες φορές να καλύπτεται από την πατίνα μιας άλλης εποχής και την πεποίθηση ενός ορθού τρόπου, παρέμενε ωστόσο ζηλευτή στην πληρότητά της... Περικλής Καρακωνσταντόγλου σαν Κράτος και Ωκεανός, Βασίλης Κολοβός σαν Ηφαιστος, Θωμάς Βούλγαρης σαν Βία και Ερμής έσμιξαν σε ένα αρμονικό και συμπαγές σύνολο, στο οποίο ήταν δύσκολο να διακρίνει κανείς κάποιον και να τον προβάλλει.
Νομίζω όμως το πιο μεγάλο κέρδος της παράστασης ήταν η Ιώ της Γιούλης Τάσιου. Αυτή η αλλοπαρμένη μορφή δόθηκε με ελάχιστες υποδείξεις και μεστή λιτότητα. Το αποτέλεσμα; Μια στιβαρή ερμηνεία, που αφήνει κατά μέρος τις υπερβολές για να ακουστούν ο λόγος και το δέος της. Ο «Χορός των Ωκεανίδων», στο πλαίσιο της παράστασης, ήταν ένα σύνολο μουσικό, με ελαφριές νύξεις της καταγωγής του στο ρυθμικό τρικύμισμα που δίδαξε η χορογράφος Ερση Πήττα. *