- Της ΣΩΤΗΡΙΑΣ ΜΑΤΖΙΡΗ
- Ελευθεροτυπία, Δευτέρα 16 Μαΐου 2011
Ανάμεσα στην πόρτα εισόδου, την κουζίνα, το μπάνιο και το λευκό
διπλό κρεβάτι, νέοι άνθρωποι με τζιν, μπουφάν, σακίδια, αλογοουρές,
μπαίνουν, περιφέρονται σιωπηλοί μέσα στον άδειο χώρο-κοινόβιο, χάνονται.
Η απτόητη σπιτική καθημερινότητα με φόντο ένα υπέροχο άνοιγμα στον έξω
κόσμο. Αστικά τοπία που αλλάζουν συνεχώς, σαν να σαλπάρουν σε αέρα και
γη.
Η Αθήνα από το μπαλκόνι με τους θορύβους της σαν μακρινός ηχητικός βόμβος. Απέναντι πολυκατοικίες, ο ουρανός το ξημέρωμα και το δειλινό, η Ακρόπολις, κεντρικοί δρόμοι τη νύχτα, μπουγάδες σε ταράτσες, λιμάνια στη συννεφιά, η θάλασσα σε διάφορες αποχρώσεις, κάπου κάπου βεγγαλικά, ή πουλιά που διασχίζουν τον ορίζοντα.
Η Αθήνα από το μπαλκόνι με τους θορύβους της σαν μακρινός ηχητικός βόμβος. Απέναντι πολυκατοικίες, ο ουρανός το ξημέρωμα και το δειλινό, η Ακρόπολις, κεντρικοί δρόμοι τη νύχτα, μπουγάδες σε ταράτσες, λιμάνια στη συννεφιά, η θάλασσα σε διάφορες αποχρώσεις, κάπου κάπου βεγγαλικά, ή πουλιά που διασχίζουν τον ορίζοντα.
Ο χρόνος μοιάζει να 'χει σταματήσει σε αυτό το καταφύγιο, όμως
το ανώνυμο ομοιόμορφο πλήθος βρίσκεται στον ρουν της μεγάλης πορείας
προς το τέλος. Σε δυάδες ή ένας ένας, σαν κλώνοι σε μια κοινή
μοναχικότητα που θα θύμιζε Εντουαρντ Χόπερ, αν δεν περιείχε τόση
ελαφράδα, αγόρια και κορίτσια ανάβουν το θερμοσίφωνο, πίνουν νερό,
κάνουν ντους, αγναντεύουν από το μπαλκόνι, γδύνονται, ξαπλώνουν ξανά και
ξανά, ακούραστοι, δίχως όνειρα, δίχως ερωτισμό, δίχως τον πανικό της
«έξω» ζωής. Σαν γενεές ανθρώπων συμπυκνωμένες στο λίγο εμβαδόν ενός
αθηναϊκού διαμερίσματος. Μια παρηγοριά, τα σφριγηλά νεανικά σώματα.
Σχεδόν αθώα
Ο άνθρωπος παρασταίνει τον εαυτό του, τρωτός και απέραντα
κοινότοπος, χωρίς ναρκισσισμό, σε απόλυτη σιγή, καθαρά, σχεδόν αθώα.
Γοητευόμαστε από αυτό το κρυφοκοίταγμα σε ξένες ζωές, που είναι και οι
δικές μας. Το ηδονοβλεπτικό μας ένστικτο, τόσο κορεσμένο από την
παντοκρατορία εικόνων και παντός τύπου ριάλιτι, παίρνει αναπάντεχες
στροφές. Στο ημίφως της πλατείας, ο κόσμος πηγαινοέρχεται διακριτικά,
σαν προέκταση της κινούμενης εικαστικής εγκατάστασης στη σκηνή.
Μισή ώρα, μία, δύο ώρες. Ξέρουμε πια πως τα έχουμε δει όλα, όμως
δεν φεύγουμε. Περιμένουμε κάτι ή μας μαγνητίζει η μυρωδιά του μοιραίου.
Εξω κοπανιούνται οι ειδήσεις των οχτώ και των εννιά, μέσα το κοντέρ
έχει κατέβει στο μηδέν, δίνοντάς μας ανάσα από μια καθημερινότητα χωρίς
ουσία. Μας εκπλήσσει που η εμμονή στην ίδια άηχη εικόνα και ο απόλυτος
μινιμαλισμός ενός γεγονότος χωρίς νεωτερισμούς, πόζες, συμβολισμούς και
(επιτέλους) χωρίς το πάσχον γκέι σώμα στο επίκεντρο, επαρκούν ως
εργαλεία αφήγησης.
Παρακολουθούμε μια εκλεκτική, ολιγαρκή, πραϋντική χορογραφία τού
«τίποτε», ή αλλιώς του μυστηρίου της ζωής, που μας φέρνει «στα ίσα»
μας. Ισως η πιο σοφή, καταλαγιασμένη, αφτιασίδωτα σοφιστικέ δουλειά του
Δημήτρη Παπαϊωάννου.
No comments:
Post a Comment