- «Η μητέρα του σκύλου» Εθνικό Θέατρο - Νέα Σκηνή
Ακόμη μια αξιοσημείωτη επιτυχία, σε
μια γενικά επιτυχημένη χρονιά για το Εθνικό, η «Μητέρα του Σκύλου» του
Παύλου Μάτεσι, αναλαμβάνει και αυτή χρέη κολυμβήθρας του Σιλωάμ στην
περιρρέουσα κρίση.
Ο κόσμος σπεύδει να δει ένα σημαντικό -σημαντικότατο- σταθμό της
ελληνικής λογοτεχνίας των τελευταίων χρόνων, ένα ορόσημο που ούτε ο
ίδιος ο συγγραφέας δεν μπόρεσε να προσεγγίσει στη συνέχεια. Μέσα από την
ιστορία της Ραραούς -κατά κόσμον, Ρουμπίνης Μέσκαρη-, και στην πολιτεία
της από τα παιδικά της χρόνια, την Κατοχή, τη μεταπολεμική ανέχεια και,
τέλος, τον σύγχρονο αστικό συμφυρμό, ακούγεται η βουή της εξωτερικής
ιστορίας, που αφήνει όπως πάντα απέξω τους ταπεινούς και καταφρονεμένους
θιασώτες της.
Δεν είναι όμως μόνο αυτό: η Ιστορία πλαισιώνει το βιβλίο, ο
κόσμος όμως του Μάτεσι στήνεται πάνω σε έναν παραληρηματικό μονόλογο, σε
ένα δοξαστικό πρώτο πρόσωπο, που μπορεί να ρουφάει τα γύρω του ιστορικά
γεγονότα και να τα προσδιορίζει σύμφωνα με τη δική του οπτική, τη δική
του φωνή, το δικό του μύθο. Αυτό το επίτευγμα του μοντερνισμού της
ελληνικής γραφής δεν είναι παρά μια προσωπική μυθοπλασία της ιστορίας
και, μάλιστα, με το ύφος του ασεβούς, ανεστραμμένου ευαγγελίου. Γιατί
εκτός των άλλων, η «Μητέρα» υφολογικά αναπτύσσεται στους αντίποδες του
«Αξιον Εστί», σαν αντιφώνηση στο λυρισμό του, σαν κωμική και τραγική
αντίστιξη της ταπεινής και ανάξιας Ραραούς απέναντι στις αξίες του
γένους.
Για χρόνια υπήρχε η φήμη της μεταφοράς του βιβλίου στον
κινηματογράφο από τον Εμίρ Κουστουρίτσα -θα το θεωρούσα επίτευγμα, όμως
έχω δει πολλά θαύματα της έβδομης τέχνης, γιατί να μην δω κι αυτό;
Πρόλαβε ωστόσο το θέατρο και πήρε την πρωτιά, με την παρέμβαση ενός
άλλου σημαντικού Σέρβου σκηνοθέτη, του Νικίτα Μιλιβόγεβιτς. Ο οποίος
θέλησε πριν από όλα να σταθεί σεβαστικός απέναντι στο ίδιο το έργο και
στο ελληνικό κοινό του, με κάθε θεμιτό και αθέμιτο τρόπο.
- «Μητέρα»
Η παράσταση είναι στημένη στο ύφος μιας μεταμπρεχτικής
παραβολής, με κύρια στοιχεία τη μοντελοποίηση της χωριού της Ρουμπίνης
και τη χρήση του χώματός του ως πρώτου υλικού. Στην προσαρμογή του ίδιου
του σκηνοθέτη το κεντρικό πρόσωπο της «Μητέρας» διαμελίζεται σε πολλά
και εκτελούνται πάνω του διάφορα δραματουργικά τρικ (η Ραραού παιδί, η
Ραραού μεγάλη, πιο κει η μητέρα της κ.ο.κ.). Το πράγμα κυλάει αρχικά σαν
μια σύγχρονη εκδοχή της «Μικρής μας πόλης», ακόμα και όταν το ίδιο το
βιβλίο δεν δίνει αρκετό βήμα για να αναπτυχθούν τόσο πολλά πρόσωπα.
Χωρίς δραματουργικό βάθος και συνέπεια η παράσταση παραμένει
αναγκαστικά στο επίπεδο μιας χαλκομανίας, μετάδοσης πληροφοριών, συχνά
άχρηστων ή άσχετων με το αρχικό έργο. Η ουσία του έργου του Μάτεσι δεν
βρίσκεται έτσι κι αλλιώς στην περιγραφή της Κατοχής και των δεινών της
ούτε στην εύρεση ενός νήματος της μεταπολεμικής μας υπερκατανάλωσης.
Βρίσκεται στην ανάδειξη της αιώνιας ζωτικής δύναμης και της μητρικής
εξουσίας, που αποδεικνύονται δυνατότερες των φαινομένων, των ανθρώπων
και της βίας τους. Με δυο λόγια, η Μητέρα δεν ανήκει στον δημόσιο, αλλά
στον ιδιωτικό βίο και στο αφανές περιθώριο της νεοελληνικής θεώρησης των
πραγμάτων. Οταν χάνεται η ιδιωτικότητά της, χάνεται μαζί ο μυστικός της
ανθός και η πηγή του θαύματος που την περικλείουν.
Μπορούμε να χαρούμε την παράσταση από μόνη της (έχει πολλά καλά
στοιχεία από έναν έμπειρο σκηνοθέτη), αλλά αν επιμένουμε να τη βλέπουμε
σαν μεταφορά του μυθιστορήματος, φοβούμαι ότι θα πρέπει να τη θεωρήσουμε
προβληματική. Θα σταθώ στο πλέον ενοχλητικό σημείο της: μοιάζει να
κολακεύει το κοινό της και μάλιστα με τον πιο υπόγειο τρόπο - με την
υπόμνηση των εθνικών καταβολών του. Σαν τέτοια, όμως, δεν συνάδει με ένα
βιβλίο που φτιάχτηκε ακριβώς για να ενοχλεί, να στηλιτεύει, να
κατεδαφίζει.
Διακρίνω ακόμη ένα πρόβλημα εστιασμένο αυτή τη φορά στην
προσαρμογή του Μιλιβόγεβιτς. Καθώς απουσιάζει ο εξωτερικός αφηγητής -εν
προκειμένω ο ψυχίατρος-, η διασκευή μένει χωρίς τη διαφορετική,
«αντικειμενική» οπτική στα λεγόμενα της Ραραούς. Ετσι, όλα καταλήγουν
για ακόμη μία φορά στη διαχρονική φιγούρα της μάνας Κουράγιο, που στην
ελληνική, μελοδραματική εκδοχή της δίδεται στο πλαίσιο της μεταπολεμικής
Ιστορίας. Η «Μητέρα» γίνεται έτσι η κολακευτική επιτομή της γενναίας
φυλής, που επιβίωσε παρά τις αντιξοότητες, τα λάθη και τις αστοχίες της.
- Κακογουστιά
Παραλείπω την κακογουστιά των επιθεωρησιακών εμβόλιμων της
παράστασης, για να φτάσω στην εξίσου ενοχλητική δημαγωγία της προβολής
εκ μέρους της των χαραγμένων από τον πόλεμο ενσταντανέ των Βούλας
Παπαϊωάννου και Κώστα Μπαλάφα στο φινάλε. Μου φαίνεται ότι ο
Μιλιβόγεβιτς έπεσε στην παγίδα του ξένου σκηνοθέτη που θέλει να δείξει
στους οικοδεσπότες του ότι τους σκέπτεται και τους συμμερίζεται. Αν και
ούτως ή άλλως οι Σέρβοι δεν έχουν λιγότερα σύνδρομα από τα δικά μας.
Σπάνια βλέπω στο Εθνικό ηθοποιούς να παίζουν ανόρεχτα. Πράγμα
λογικό εφ' όσον συναισθάνονται και οι ίδιοι πως ο ρόλος τους -με
εξαίρεση το ρόλο της Ραραούς και της μητέρας της- είναι επίπεδος και
σχηματικός. Τα ονόματά τους τραβούν τον κόσμο στο θέατρο, αλλά κανείς
δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι βλέπει στην ερμηνεία της Υβόννης Μαλτέζου,
της Θέμιδος Μπαζάκα, της Ηρώς Μπέζου ή της Θεοδώρας Τζήμου κάτι το
σημαντικό, το ενδιαφέρον, το πρωτότυπο ή το συνταρακτικό.
Αρέσουν, το γνωρίζω, αυτά τα πορτρέτα της Ελληνίδας «μητέρας».
Αλλά μην ξεχνάμε πως στην περίπτωση του Μάτεσι έχουμε να κάνουμε με τη
μητέρα του σκύλου.
No comments:
Post a Comment