- Ο Λευτέρης Βογιατζής στο «Θερμοκήπιο» έχτισε τον καλύτερο ρόλο της καριέρας του
- Του Σπυρου Παγιατακη, Η Καθημερινή, Kυριακή, 15 Mαϊου 2011
Ελάχιστοι -δηλαδή σχεδόν κανένας- είναι
αυτοί που ακούγοντας έναν πιανίστα να παίζει, ας πούμε, το τρίτο
κονσέρτο του Ραχμάνινοφ θα έλεγαν: «Αυτό θα μπορούσα να το παίξω κι
εγώ!». Ούτε κατά διάνοια! Ακόμα λιγότεροι είναι όσοι βλέποντας έναν
κλασικό πίνακα ζωγραφικής (εννοείται μιας προ-μοντέρνας «δύσκολης»
ζωγραφικής κι όχι κάποιας τωρινής αφηρημένης σύνθεσης ) θα έλεγαν: «Χαρά
στο πράμα! Κι εγώ θα τα κατάφερνα έτσι και καλύτερα». Με στο θέατρο τα
πράγματα είναι διαφορετικά. Ολοι, λίγο πολύ, οι θεατές είναι κάπου μέσα
τους πεπεισμένοι ότι «έτσι» θα μπορούσαν να παίξουν κι αυτοί. Κι όσα
λιγότερα κάνει ο ηθοποιός, τόσο περισσότεροι θα το έλεγαν. Μια απλοϊκή
άποψη που κυριαρχεί λέει: τι στην αλήθεια κάνουν οι ηθοποιοί; Περπατούν
πάνω-κάτω στη σκηνή, μιλάνε, θυμώνουν, γελάνε, με δυο λόγια κάνουν ό,τι
κάνουν όλοι οι κανονικοί άνθρωποι. Δύσκολο; Πανδύσκολο! Σχεδόν όσο και
να παίζεις το τρίτο κονσέρτο του Ραχμάνινοφ. Τα σκεφτόμουν αυτά
παρακολουθώντας τώρα τον Λευτέρη Βογιατζή στο «Θερμοκήπιο» του Χάρολντ
Πίντερ. Ενας άριστος ηθοποιός στον καλύτερο -πιστεύω- ρόλο του. Ενας
ηθοποιός που «έμοιαζε να μην παίζει». Ενας ηθοποιός, ο οποίος έβαλε σε
εφαρμογή το αληθινό και το ψεύτικο μαζί, όπως ακριβώς το θέλησε και ο
ίδιος ο Χάρολντ Πίντερ που όταν -το 1958- έγραφε το «Θερμοκήπιο» τόνιζε
το γεγονός ότι «δεν υπάρχει σαφής διάκριση ανάμεσα στο πραγματικό και το
μη πραγματικό…».
Ο
τρόπος που ο Λ. Βογιατζής στήνει πετραδάκι πετραδάκι έναν χαρακτήρα
-έναν πρώην στρατιωτικό με καχύποπτο και επηρμένο χαρακτήρα- είναι
μοναδικός. Και στη συγκεκριμένη περίπτωση, διευθύνοντας ένα καφκικό
κρατικό «ησυχαστήριο» με τρόφιμους, οι οποίοι σύμφωνα με όλες τις
ενδείξεις είναι πολιτικά αντιφρονούντες, o Λ. Βογιατζής βρίσκει την
ευκαιρία να παίξει με υποδόριο σαρκασμό έναν πολιτικό χαρακτήρα. Ομως,
προσοχή! Οταν ο Χάρολντ Πίντερ έγραφε -στα 1958- το «Θερμοκήπιό» του (το
οποίο ακολούθως το καταχώνιασε για καμιά εικοσαετία) ήταν την εποχή
εκείνη φανατικός πολέμιος της ιδέας ενός οποιουδήποτε πολιτικού θεάτρου.
Κάτι που αναθεώρησε αργότερα. Το σανατόριο όπου οι τρόφιμοι αναφέρονται
αποκλειστικά και μόνο με τους αριθμούς τους, παρουσιάζεται στο έργο
προτού γίνουν πλατιά γνωστά τα σοβιετικά και νοτιοαμερικανικά στρατόπεδα
για τους αντιφρονούντες. Ομως η παγερή, η αποστειρωμένη ατμόσφαιρα του
«Θερμοκηπίου» δεν θυμίζει μόνο τα σοβιετικά ησυχαστήρια εκείνης της
εποχής, αλλά και πολύ σημερινές καταστάσεις, όπως είναι η «πολιτισμένη»
αμερικανική φυλακή του Γκουαντάναμο, το -επίσης αμερικανικό- Αμπου
Γκραΐμπ στο Ιράκ, αλλά και οι απάνθρωπες ανακρίσεις των δέκα Πακιστανών
από την ΕΥΠ που αποκαλύφθηκαν -εδώ σε μας!- το 2006.
Προσωπικά
με εντυπωσίασε το πόσο αυτό το σπάνια παιγμένο θεατρικό του Χ. Πίντερ
θυμίζει όχι μόνο σαν περιεχόμενο, αλλά και στη γενικότερη φτιαξιά του
εκείνη την ανατριχιαστική στον απόκοτο ρεαλισμό της γερμανική ταινία «Οι
Ζωές των άλλων» (2006) του Φλόριαν Χένκελ φον Ντόνενσμαρκ, που
αναφερόταν στη Στάζι. Σ’ αυτό το Θερμοκήπιο έζησα τη σπάνια εμπειρία ότι
έβλεπα Μεγάλο Θέατρο. Δηλαδή θέατρο όπου μπορεί κανείς ν’ ανακαλύπτει
συνεχώς μικρολεπτομέρειες με γνήσια ουσία και με αισθητική ποιότητα. Κι
αυτό δεν οφείλεται τόσο στο έργο του Πίντερ (σίγουρα όχι ανάμεσα στα
καλύτερά του) όσο σε μια ιδιαίτερη εμπνευσμένη συγκυρία του
σκηνοθέτη-ηθοποιού Λευτέρη Βογιατζή, ο οποίος εδώ ξεπέρασε και τον
-καλό- εαυτό του όπως τουλάχιστον τον γνωρίζαμε μέχρι σήμερα.
Η
ερμηνευτική μοναδικότητα του Βογιατζή μάλλον είναι και μεταδοτική.
Γιατί σπάνια είδα επτά ηθοποιούς να λειτουργούν τόσο απίστευτα ενωμένοι
ως σύνολο, όπως εδώ. Η παγερή αξιοπρέπεια που εκπέμπει ο -«υπαρχηγός»-
Γκιμπς (Δημήτρης Ημελλος) που κρατά μαχαίρι πίσω από την πλάτη του
αφεντικού του εικονογραφεί έναν αποφασισμένο για όλα χαρακτήρα. Η μις
Ταμπ πάλι (Αλεξία Καλτσίκη) ξέρει να μεταχειρίζεται την όποια θηλυκότητά
της δίχως μεσογειακούς συναισθηματισμούς. Ηταν εδώ ο πλέον «πιντερικός»
χαρακτήρας. Απομακρυσμένοι από κάθε φλύαρο νατουραλισμό οι Παντελής
Λεντάκης και Γιάννης Νταλιάνης ήταν ό,τι καλύτερο θα μπορούσε να
φανταστεί κανείς για ψυχρούς κρατικούς λειτουργούς. Ακολουθώντας το ίδιο
πνεύμα οι Βασίλης Κουκαλάνι και Θάνος Τοκάκης συμπλήρωσαν ένα σφιχτά
δεμένο σύνολο.
No comments:
Post a Comment