Showing posts with label ΘΥΜΕΛΗ. Show all posts
Showing posts with label ΘΥΜΕΛΗ. Show all posts

Tuesday, March 1, 2011

Κλασικό και σύγχρονο ξένο ρεπερτόριο

  • ΚΡΙΤΙΚΗ ΘΕΑΤΡΟΥ
  • «Κόκκινο» στο «Δημήτρης Χορν»
«Κόκκινο»
«Τι σημαίνει να είναι κανείς καλλιτέχνης;». Ορμώμενος από αυτό το δύσκολο, επιδεχόμενο πολλών απαντήσεων ερώτημα, ο Αμερικανός συγγραφέας Τζον Λόγκαν, με το ελκυστικό θεματολογικά και μαστορικό θεατρικά έργο του «Κόκκινο», προσπάθησε να συνοψίσει το νόημα, το ρόλο, την «τρέλα» και την ομορφιά της Τέχνης, μέσα από το βίο, την ψυχοδιάνοια, τις επιρροές, τις αισθητικές απόψεις και αναζητήσεις, τη διδασκαλία, το χαρακτήρα και τη συμπεριφορά του μεγάλου, ρωσικής καταγωγής, Αμερικανού ζωγράφου Μαρκ Ρόθκο (Μάρκους Ρόθκοβιτς, 1903 - 1970). Μιας «καιομένης βάτου» της Τέχνης, που αφομοίωσε τα μεγάλα ρεύματα της μοντέρνας Τέχνης, αλλά καθυστερημένα καταξιώθηκε ως «αφηρημένος» εξπρεσιονιστής (εκείνος δε δεχόταν αυτό το χαρακτηρισμό), κατά παραγγελία φιλοτέχνησε τοιχογραφίες για το ρεστοράν της πλουτοκρατίας «Four Seasons» στη Ν. Υόρκη, αλλά αηδιασμένος τις απέσυρε και επέστρεψε την αμοιβή του. Διάσημος πια, ο Ρόθκο το 1970 αυτοκτόνησε, βασανιζόμενος, ίσως, από την αμφιβολία που διακατέχει τους μεγάλους καλλιτέχνες για την αξία της τέχνης τους, από το συναίσθημα ότι «πυγμαχεί με τα σωθικά του», ότι πρέπει να αντιστέκεται «στην εκμύζηση από τις μαγαζατόρικες νοοτροπίες» και να εκφράζει «βασικά ανθρώπινα συναισθήματα - τραγωδία, έκσταση, συμφορά κλπ», όπως ο ίδιος έλεγε. Ο θεματολογικός στόχος του Λόγκαν επιτυγχάνει και μάλιστα με δύο μόνον πρόσωπα. Τον Ρόθκο και έναν σπουδαστή σχολής Καλών Τεχνών, που ο «μαέστρο» προσλαμβάνει ως «βοηθό» του. Μέσα από την καθημερινή δουλειά, τις περί ζωγραφικής συζητήσεις, τις γνώσεις και την επηρμένη συμπεριφορά του Ρόθκο, την άγνοια και «υποταγή» του φοβικού «μαθητή», ο συγγραφέας στοχάζεται για τη σχέση τέχνης - ζωής, στην αναγκαιότητα γέννησης του καινούργιου και σύγκρουσής του με το παλιό, όπως, στο τέλος του έργου, ο Ρόθκο διδάσκει στο μαθητή του. Το έργο υπηρετείται απόλυτα από την εξαιρετική νοηματικά και γλωσσικά μετάφραση, τη λιτή σκηνοθεσία του Σταμάτη Φασουλή, το καλαίσθητα απλό σκηνικό του Μανόλη Παντελιδάκη (το ατελιέ του ζωγράφου), ατμοσφαιρικά φωτισμένο από τον Λευτέρη Παυλόπουλο, από την πνευματικότητα της ερμηνείας του Σταμάτη Φασουλή (Ρόθκο) και τη γόνιμη ερμηνεία του Οδυσσέα Παπασπηλιόπουλου.

  • «Ο θάνατος του Δαντόν» και «Βέρθερος» στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών
«Ο θάνατος του Δαντόν»
Η Επανάσταση του γαλλικού λαού, που ενέπνευσε απελευθερωτικά κινήματα και κοινωνικές επαναστάσεις άλλων λαών, όπως και η ανατροπή των οραμάτων της, αποτελούν μεγάλο «μάθημα» διδαχής των λαών για το παρόν και το μέλλον τους. Εμπνεόμενος από τα επαναστατικά κοινωνικοταξικά οράματα της Γαλλικής Επανάστασης, ο αντιμοναρχικός επαναστάτης δραματικός ποιητής και πεζογράφος Γκεόργκ Μπύχνερ (1813 - 1837) ως σπουδαία διδαχή μελέτησε την τραγική έκβασή της Γαλλικής Επανάστασης και ως διδαχή - και για την επαναστατική δράση του ίδιου - τη μετέπλασε δραματουργικά στο έργο του «Ο θάνατος του Δαντόν». Εικοσάχρονος ο Μπύχνερ ιδρύει (1833) στο Στρασβούργο την επαναστατική οργάνωση «Εταιρία Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων» και συντάσσει, μαζί με τον Φ. Λ. Βάιντιχ την πολιτική διακήρυξη «Ο μεταφορέας της Εσσης», που θεωρείται το ριζοσπαστικότερο κείμενο που δημοσιεύθηκε πριν το «Κομμουνιστικό Μανιφέστο» του Μαρξ. Γι' αυτό το κείμενο άρχισε η απηνής δίωξή του, που προκάλεσε και τον πρόωρο θάνατό του. Το 1835, ο 22χρονος ποιητής γράφει το πρώτο του θεατρικό έργο «Ο θάνατος του Δαντόν». Ενα απόλυτης ιστορικής ακρίβειας και ως προς τους βασικούς ήρωες ηγετικές φυσιογνωμίες της Επανάστασης (Δαντόν, Ροβεσπιέρος, Σαιν Ζυστ, Ντεμουλέν, Φιλιππό, Λακρουά, Λεζάντρ, Φουκέ - Τενβίλ, κ.ά.) και ως προς την ταξική καταγωγή, την ταξική θέση, τη δράση, τις απόψεις, τις επίσημες θέσεις τους κατά την επανάσταση, αλλά και τις ιδεολογοπολιτικές ταλαντεύσεις, διαφορές και προσωπικές αντιθέσεις τους στα χρόνια της υπονόμευσής της από αντιμαχόμενα ταξικά συμφέροντα (των συντηρητικών - εχθρών της Επανάστασης, της «συμμαχίας» αριστοκρατών με αγρότες, των Γιρονδίνων - αστική τάξη, των Αβράκωτων - μικροαστοί), από τον ορατό κίνδυνο ξενικής εισβολής υπέρ της μοναρχίας, την οχλοποίηση του λαού, τις δίκες - παρωδία και τις καταδίκες με παράλογες κατηγορίες, από τους Γιακωβίνους, περί «προδοσίας» ηγετικών στελεχών της Επανάστασης και τους άμετρους και άδικους απαγχονισμούς στην γκιλοτίνα, όπου - μετά τον Δαντόν - οδηγήθηκαν και ο Ροβεσπίερος και ο Σαιν Ζυστ και δεκάδες άλλα ηγετικά στελέχη της Επανάστασης. Ο Μπύχνερ, με σεβασμό, στοχαστική προσοχή, με κριτική σκέψη και όχι απερίσκεπτη επίκριση του ενός ή του άλλου προσώπου, εξετάζει τις ιδέες, τις ορθές, λαθεμένες και ακραίες ενέργειες, τις αντιφάσεις και αντιθέσεις, αλλά και την προσωπική τραγωδία των ηγετών της Επανάστασης, με θεματικά επίκεντρα την ιδεολογικοπολιτική διαφωνία και σύγκρουση μεταξύ δύο συντρόφων, του Δαντόν που αντιτάσσεται στις ακατάσχετες θανατικές καταδίκες και του Ροβεσπιέρου που συντάσσεται με την τρομοκρατική ακρότητα του Σαιν Ζυστ (ηγετική μορφή των Γιακωβίνων). Το ανέβασμα αυτού του σπουδαίου έργου δικαιώνεται, μόνον αν εκείνος που το ανεβάζει συμφωνεί με το «πνεύμα και το γράμμα» του συγγραφέα του. Ο Μπύχνερ δεν το έγραψε για να πει ότι η Γαλλική και κάθε Επανάσταση είναι «ουτοπία» και ότι «τρώει τα παιδιά της», όπως εμμέσως υπονόησε η παράσταση του Στάθη Λιβαθινού. Αν αυτό πίστευε ο Μπύχνερ δε θα γινόταν ο ίδιος επαναστάτης. Το έγραψε για να διδαχθεί, να προετοιμαστεί και να αποφύγει το επαναστατικό κίνημα του καιρού του τις αντιφάσεις, τα λάθη, τους κινδύνους, τους εχθρούς του. Η πραγματικά εντυπωσιακή, περιγραφικά «εικονοποιητική - με τη συμβολή του σκηνικού και των κοστουμιών της Ελένης Μανωλοπούλου και των φωτισμών του Αλέκου Αναστασίου - σκηνοθεσία, με διασκευαστικές παρεμβάσεις στο πρωτότυπο, με εξαιρετική γλωσσικά, συνοδευόμενη με λεπτομερείς ιστορικού χαρακτήρα σημειώσεις, μετάφραση του Γιώργου Δεπάστα (εκδόσεις «Νεφέλη», 2003) του Στάθη Λιβαθινού, μετέτρεψε το έργο σε θέαμα, μακράν του δραματικού ήθους του, ενώ και τα δραματικότατα πλασμένα από τον Μπύχνερ πρόσωπα, ξέπεσαν σε σχηματικές, γραφικές φιγούρες. Ευθύνη της σκηνοθεσίας είναι και το πώς ερμηνεύτηκαν οι ρόλοι. Ο βαθύτατα μελαγχολικός, στοχαστικά κριτικός και αυτοκριτικός Δαντόν, αταλάντευτα πιστός στις ιδέες και τα οράματα της Επανάστασης, που συνειδητά προτιμά να πεθάνει αντί να σωθεί (όπως μπορούσε και δεν το έκανε) και να δει την οριστική ματαίωσή της, ερμηνεύθηκε ως καλοπερασάκιας, ερωτύλος, μπλαζέ και ρατέ «επαναστάτης» (Ηλίας Μελέτης). Ο Ροβεσπιέρος ως κομπλεξικός, στείρος ψυχικά, πουριτανός, φιλόδοξος δημαγωγός (Βασίλης Ανδρέου). Ο Σαιν Ζυστ ως δόλιος, κακός και «υστερικός» αναρχοτρομοκράτης (Ευθύμης Παππάς). Ανάλογη κατεύθυνση είχαν και οι άλλες ερμηνείες. Η απόδοση από την Μαρία Ναυπλιώτου τεσσάρων γυναικείων προσώπων (ώστε να είναι η μοναδική πρωταγωνιστική γυναικεία παρουσία) μπέρδεψε ακόμα περισσότερο τον αδιάβαστο περί της Γαλλικής Επανάστασης, των ηγετών και της τελικής έκβασής της θεατή, πολύ περισσότερο τον θεατή που αγνοεί το έργο του Μπύχνερ.

«Βέρθερος»
Εκφραστής των αιτημάτων της νεολαίας της γενιάς του για απελευθέρωση από τα πολιτικά και κοινωνικοταξικά «δεσμά» και του ιδεολογικοαισθητικού κινήματός της «Θύελλα και ορμή» - όπως ονομάστηκε - ενάντια στο μοναρχοφεουδαρχικό καθεστώς, έμελλε να γίνει το νεανικό (και με αυτοβιογραφικά στοιχεία), ημερολογιακής επιστολικής μορφής μυθιστόρημα του Γκαίτε «Τα πάθη του νεαρού Βέρθερου». Εχοντας βιώσει έναν «απαγορευμένο» από την αστική του τάξη έρωτα για μια κατώτερη κοινωνικά κοπέλα, αλλά και καταθλιβεί με την αυτοκτονία φίλου του εξαιτίας, επίσης, ενός «απαγορευμένου» έρωτα με την κόρη ενός φτωχού πανδοχέα, την Λότε, εικοσιπεντάχρονος ο Γκαίτε γράφει αυτό το λυρικότατα ρομαντικό μυθιστόρημα (1774), που τον έκανε αμέσως διάσημο, αλλά και απαγορεύθηκε, καθώς ο «βερθερισμός» πήρε διαστάσεις κοινωνικού φαινομένου, οδηγώντας και σε αυτοχειρίες ουκ ολίγων απελπισμένων νέων. Με αυτό το αριστούργημα - που κανένας μεγάλος δραματουργός δεν αποτόλμησε να διασκευάσει - φιλοδόξησε να εμφανιστεί για δεύτερη φορά σαν θεατρικός σκηνοθέτης ο εικαστικός Γιάννης Σκουρλέτης, ανεβάζοντας με τη νεοσύστατη ομάδα του «Bijoux de Kant» (πού θα φτάσει η «μόδα» των ξενόγλωσσων επωνυμιών θιάσων;) την παράσταση «Βέρθερος (ένα εγκώμιο των δακρύων)». Καλαίσθητο εικαστικά, με κυρίαρχη μια λευκή ανάγλυφη μπαρόκ πύλη (σκηνικό Γ. Σκουρλέτη, κοστούμια Ιωάννας Τσάμη, βίντεο Ευθύμη Θεοδόση, μουσική Κώστα Δαλακούρα), αλλά άκρως ενυπωσιοθηρικού μεταμοντέρνου εστετισμού, και με ένα περιληπτικό κείμενο μυθοπλαστικά δύσληπτο για τον θεατή που αγνοεί το έργο του Γκαίτε, το σκηνικό «πείραμα» στηρίχθηκε χάρη στην ερμηνεία του Δημήτρη Λιγνάδη («προσωπείο» του Γκαίτε που μελαγχολεί αναθυμούμενος το ματαιωμένο νεανικό έρωτα). Συμπαθής η ερμηνευτική παρουσία των Δημήτρη Πασσά και Κατερίνας Μισιχρόνη.
ΘΥΜΕΛΗ, ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ, Τετάρτη 2 Μάρτη 2011