ΑΡΗΣ ΣΕΡΒΕΤΑΛΗΣ: Φωνή χαμηλή, σχεδόν ψιθυριστή, βλέμμα διακριτικό, καθόλου διεκδικητικό, χαμόγελο ειλικρινές, συχνά επιφυλακτικό. Ο Σκύλος της «Μήδειας (2)» του Δημήτρη Παπαϊωάννου διεκδικεί για τον εαυτό του μια πιο υπαρξιακή στάση ζωής, μακριά από την εμποροπανήγυρη της εγχώριας showbiz.
Γεννήθηκε λίγο πριν από τα Χριστούγεννα του ’76 στο Κουκάκι, όπου και μεγάλωσε. Στο σχολείο ήταν «σιγανό ποταμάκι», στην εφηβεία «έξαλλο νιάτο» και τώρα ένας χαμηλών τόνων ενήλικας που αναζητά τις εντάσεις που μόνο η αυτογνωσία και η επαφή με την πνευματικότητα μπορούν να του προσφέρουν. Εκτός σκηνής προτιμά να κρατά το ρόλο του παρατηρητή για να μπορεί να έχει ένα μέτρο στη ζωή του, να χαζεύει με τις ώρες τη θάλασσα, να ακούει electro, rock και μελωδικές κυρίως μουσικές συνθέσεις. Α, και από μικρό παιδί βάζει το μπατζάκι του παντελονιού μέσα στην κάλτσα του…
- Τι είδος πρόκλησης αποτέλεσε για σας ο ρόλος του Σκύλου στη «Μήδεια (2)»;
Ο Σκύλος δεν υπάρχει στο έργο του Ευριπίδη, τον έχει δημιουργήσει ο Δημήτρης Παπαϊωάννου και αυτό συνιστά μια πρόκληση ούτως ή άλλως.
Ο σωματότυπός μου επίσης με δυσκόλεψε. Ρώτα τα ισχία μου τι έχουν τραβήξει. (γελάει) Συχνά σκεφτόμουν ότι ο ιδανικός Σκύλος θα παιζόταν από έναν Γιαπωνέζο σαμουράι. Ενα άλλο πράγμα που με δυσκόλεψε πρακτικά, επειδή αυτή η παράσταση είναι μια αναστήλωση, ήταν ότι έπρεπε να προσαρμόσω τον τρόπο δουλειάς μου μέσα από μια ανάποδη διαδρομή. Δηλαδή δεν είχα να γεννήσω εγώ κάτι καινούργιο αλλά να γεμίσω και να ζωντανέψω μια φόρμα που προϋπήρχε, πράγμα εντελώς καινούργιο για μένα. Αισθάνθηκα ότι δεν πρέπει να μπω στην παγίδα να ακολουθήσω το ήδη χτισμένο πράγμα. Επρεπε να καταστρέψω το σκίτσο και να το γεμίσω από την αρχή με χρώματα από τη δική μου παλέτα.
- Με τι χρώματα λοιπόν γεμίσατε το σκίτσο του ρόλου σας;
Το Σκύλο τον είδα ως το άγριο ένστικτο της Μήδειας, ως ένα εξωγενές προς αυτή μέσο για να αποδοθεί το τεράστιο εκτόπισμα της κεντρικής ηρωίδας. Ο Σκύλος επίσης είναι έντονα επηρεασμένος από το γερμανικό εξπρεσιονισμό, αλλά και από πολλά ντοκιμαντέρ ερπετών και εντόμων. Ισως επειδή το σώμα μου είναι σαν ακρίδα, πήγα προς την ευκολία μου ως προς την κίνηση. (γελάει)
- Ναι, η αλήθεια είναι ότι στη σκηνή πλάθετε ένα ον σαν «απ’ αλλού φερμένο», όπως γράφει και ο Ελύτης.
Πάντα μού άρεσε πολύ ο συγκεκριμένος στίχος. Πρόσφατα, δε, μετακόμισα στην Ανάβυσσο και εκεί κοντά, στο Σούνιο, είναι και το σπίτι του Ελύτη. Κι έχω αισθανθεί ότι η ζωή μου έχει αποκτήσει άλλη ποιότητα μένοντας κοντά στη φύση, δίπλα στη θάλασσα. Το να παρατηρείς τη φύση είναι η απόλυτη τέχνη. Από εδώ αντλείς ερεθίσματα για τη ζωή σου. Βλέπεις την απόλυτη ομορφιά μπροστά σου. Ο στίχος λοιπόν του Ελύτη μού γεννά θεϊκούς συνειρμούς.
- Ποια είναι η σχέση σας με το Θείο;
Σχέση πατέρα - γιου. Μια σχέση που κατακτιέται μέσα από το βίωμά της και που φυσικά δεν έχει καμία σχέση με τα στενά όρια της λογικής. Είναι όπως όταν βρέχει και το νερό χαράσσει ξαφνικά ένα μονοπάτι που γίνεται ρυάκι, συναντά στη συνέχεια ένα ποτάμι και μετά ενώνεται με τη θάλασσα.
- Σε ποια στιγμή της ζωής σας καταφύγατε στη μεταφυσική αναζήτηση;
Οταν έπιασα πάτο. Οταν τα πάθη μου με είχαν καταλάβει και καταβάλει. Στη ζωή μας τρώμε διάφορες σφαλιάρες για να ξυπνάμε και να αφυπνιζόμαστε. Αλλο αν εμείς έχουμε τσίμπλα στα μάτια μας και δεν μπορούμε να τα ανοίξουμε. Κάποια στιγμή λοιπόν ξύπνησα από το όνειρο που θεωρούσα για ζωή μου, όπου δεν ήθελα να δω τι πραγματικά γίνεται μέσα μου και γύρω μου. Και έφτασα σε αδιέξοδο. Γιατί δεν φεύγεις ούτε ξεφεύγεις από πουθενά και από κανέναν και κυρίως από τον εαυτό σου. Απλώς βυθίζεσαι όλο και πιο βαθιά στα προβλήματά σου κι αυτό είναι σαν καρκίνωμα μέσα σου.
Νομίζω πως αυτός ο αγώνας με τον εαυτό μας δεν σταματά ποτέ. Και λίγο πριν πεθάνουμε κάνουμε ένα rewind και ετοιμαζόμαστε.
- Πιστεύετε ότι τελικά η πορεία του ανθρώπου είναι μια αέναη προετοιμασία για το τέλος;
Μια προετοιμασία γι’ αυτό που υπάρχει μετά το τέλος. Εγώ θεωρώ ότι μετά το τέλος υπάρχει μια νέα αρχή. Αν πίστευα ότι η ψυχή δεν είναι αιώνια, γιατί να μην αυτοκτονούσα τώρα;
Γιατί να προσπαθώ να γίνω καλύτερος άνθρωπος; Αλλιώς, θα ήταν όλα μάταια. Εφήμερα. Είναι σαν να έχεις ένα όχημα και να μην έχεις κανένα δρόμο. Σαν να σου δίνεται η ζωή μόνο για να γνωρίσεις το θάνατο. όμως, δείτε τα δέντρα που βγάζουν καρπούς και όταν αυτοί ωριμάζουν, πέφτουν στο χώμα και γίνονται λίπασμα, τροφή για τους νέους καρπούς που θα έρθουν. Αυτή τη στάση ζωής μού έχει προσφέρει η σχέση μου με το Θείο. Την αισιοδοξία.
- Εσείς ποιους λόγους έχετε για να αισιοδοξείτε στη ζωή σας;
Το ότι ζω δίπλα στη θάλασσα και τη βλέπω κάθε πρωί που ανοίγω τα μάτια μου δεν είναι αρκετό;
Ο άγνωστος Αρης Σερβετάλης
Σκύλος: Η «Φάτσα», που πια είναι γριούλα και δεν κάνουμε και τόσα πολλά παιχνίδια.
Ομάδα: Δεν είμαι φαν του ποδοσφαίρου. Αντιθέτως, μου αρέσει πολύ η μαγειρική. Σπεσιαλιτέ μου
το σπαγκέτι με θαλασσινά και πολλά μπαχαρικά, όπως πιπερόριζα, μοσχοκάρυδο, κύμινο, κάρι.
Χόμπι: Οι ξύλινες κατασκευές. Φτιάχνω κρεβάτια, ντουλάπια, ό,τι μπορείς να φανταστείς. Μάλιστα έχουν υπάρξει και περίοδοι στη ζωή μου που έχω κάνει το χόμπι μου επάγγελμα
Μουσική: Ακούω electro, rock και μελωδικές κυρίως συνθέσεις.
Στίχος: Από το «Μονόγραμμα» του Οδυσσέα Ελύτη ο στίχος που καταλήγει: «… το απ’ αλλού
φερμένο».
info
«Μήδεια (2)», ΠΑΛΛΑΣ, CityLink, Βουκουρεστίου 5, Αθήνα, τηλ. 210 3213100.
Κρατήσεις εισιτηρίων:
Με πιστωτική κάρτα στο τηλ. 210 8108181 και στην ιστοσελίδα www.ellthea.gr.
Τιμές εισιτηρίων:
€20, €40, €50, €55, €70, €80, €100.
Πρεμιέρα: 3/10. Τα εισιτήρια για τις 20 πρώτες παραστάσεις εξαντλήθηκαν και η παράσταση
πήρε παράταση για 20 ακόμη ημέρες.
Σύλληψη – Σκηνοθεσία – Χορογραφία:
Δημήτρης Παπαϊωάννου.
Σκηνικά: Νίκος Αλεξίου.
Φωτισμοί: Αλέκος Γιάνναρος.
Σχεδιασμός και Σύνθεση Ηχων: Coti K.
Μουσική: Οπερες του Vincenzo Bellini.
Art Direction – Κοστούμια: Δημήτρης Παπαϊωάννου – Θάνος Παπαστεργίου.
Ερμηνεύουν:
Ευαγγελία Ράντου (Μήδεια), Γιάννης Νικολαΐδης (Ιάσων), Αρης Σερβετάλης (Σκύλος), Κατερίνα Λιόντου (Γλαύκη), Φοίβος Παπαδόπουλος (Ηλιος) κ.ά.