- Τη «Λωξάντρα» (της Μαρίας Ιορδανίδου) σκηνοθέτησε ο Σωτήρης Χατζάκης µε τη Φωτεινή Μπαξεβάνη στον οµώνυµο ρόλο
Οµεγάλος
δοµιστής κοινωνιολόγος ο Λεβί Στρος σε ένα από τα θεµελιώδη βιβλία
του θεωρεί πως το µεγάλο άλµα του ανθρώπου προς τον πολιτισµό, το
πέρασµά του από την πρωτόγονη ωµοφαγία στο ψηµένο φαγητό είναι µια
καίρια τοµή στην Ιστορία. Είναι κάτι που δεν αντελήφθη π.χ. οΑισχύλος, ο
οποίος στον εξαίσιο µονόλογο του Προµηθέα ∆εσµώτη αναφέρει πολλές από
τις αλµατώδειςαλλαγές από το σκότος των σπηλαίωνστον κόσµο της
δηµιουργικής πυράς, αλλά όχι τη µαγειρική.
Ο εντοπισµός του
Στρος στο ψηµένο φαγητό δείχνει πως πριν ο άνθρωπος συγκροτήσει σε
λογικές συνάψεις τα οπτικά στοιχεία του περιβάλλοντος και δώσει σηµασίες
και νόηµα στους ήχους είχε εισέλθει στον κόσµο της εξέλιξης, αυτό που
ονοµάστηκε απότον ροµαντισµό «προµηθεϊκή ιδέα» µε τη ΓΕΥΣΗ. Αλλαξετα
γευστικά του γούστα καιόπως γνωρίζουµε σήµερα έγινε από χορτοφάγος
σαρκοφάγος, µε αποτέλεσµα να προσαρµοστούν καιτο στοµάχι του και οι
µηχανισµοί της πέψης στη νέα τροφή.Ο άνθρωπος µε την ουρά που σκαρφάλωνε
στα δένδρα έγινε κυνηγός.
Αν υποχρεώνοµαι σε αυτό τον εκτενή
πρόλογο είναι γιατί δεν µπορεί κανείς να προσεγγίσει, άρα και να
κατανοήσει µερικά λογοτεχνικά ήάλλα καλλιτεχνικά έργα χωρίς να
καταφύγει στη συνδροµή της Μαγειρικής Τέχνης.
Τέτοιο έργο είναι
η «Λωξάντρα» της Μαρίας Ιορδανίδου όπως εξάλλου και ηταινία «Πολίτικη
Κουζίνα», µόνο που το γυναικείο κεντρικό πρόσωπο του µυθιστορήµατος
έγινε µάγειρας παππούς στην ταινία.
Βέβαια, για να κατανοήσουµε
πληρέστερα αυτά τα έργα πρέπει να βάλουµε σε παρένθεση και τα
σύγχρονα ταχυφαγεία, και τις κονσέρβες, και τα κατεψυγµένα αλλά και τα
µεταλλαγµένα τρόφιµα. Εχω και άλλοτεσε άλλες στήλες εντοπίσει πως το
οµηρικό επίθετο «νόστιµος» που αναφέρεται στον νόστο, στην επιστροφή
στην πατρίδα κυρίως, στη νεώτερη σηµασία τουστη γλώσσα µας συνδέθηκε
µε το γευστικό φαγητό, σαφώς το φαγητό που νοστ-αλγούµε, το φαγητό της
µάνας µας, το σπιτικό. Από εκεί και πέρα,η νοστιµιά αναφέρεται και σε
συµπεριφορές, και σε κοριτσίστικες µουρίτσες, και σε χαριτωµένα λόγια.
Το έργοτης Ιορδανίδου είναι έργο νοσταλγίας. Ακρως αυτοβιογραφικό
αναπολεί τις χαµένες πατρίδες, τα ήθη, τα πάθη, τους έρωτες, τα
πείσµατα, τα πένθη, τις ξενιτιές στα χώµατα της Ανατολήςµε πύλη εισόδου
της µνήµης το φαγητό, τις συνταγές µαγειρικής που αναπλάθουν στη µνήµη
γεύσεις, καρυκεύµατα, τολµηρούς συνδυασµούς, αυτοσχέδια παρασκευάσµατα
αλλάκαι σταθερές δοσολογίες κοινής γευστικής ανάµνησης. Η Λωξάντρα
µαγειρεύει στην Ελλάδα τηςπροσφυγιάς και είναισαν να κατοικεί
στηγενέθλια πόλη της, όπως ο ξενιτεµένος αναπολεί όχι µόνο το αγαπηµένο
φαΐ που ετοίµαζεη µάνα του αλλά καιτην ακριβή δοσολογίατων υλικών.
Τόσο λάδι, τόσοξίδι, τόσο µαϊντανό!
Είναι παρήγορο που ο νέος
έλληνας συγγραφέας, ο Ακης ∆ήµου που διασκεύασε τώρα για το θέατρο το
αφήγηµα της Ιορδανίδου το πόλωσε γύρω από τις µαγειρικές συνταγές, που
δεν έρχονται στο επίκεντρο τυχαία: συνδέονται µε τις οικογενειακές
τελετές, τον γάµο, τα βαφτίσια, την κηδεία, την αναχώρηση για την
ξενιτιά, τη λύπη, τη χαρά, το άγχος και την αγωνία του ζην, την
απογοήτευση από τα γεγονότα και την προσδοκία των µελλούµενων.
Η διασκευή του ∆ήµου αφηγείται τα κοινόχρηστα στους περισσότερους
οικογενειακά συµβάντα: έλξεις, απώσεις, µίση, ελπίδες, απέχθειες,
συµπάθειες µεταξύ συγγενών, φίλων, γειτόνων, αλλά όλα τα δένει σε
ενότητα ο γευστικός ιστός.
Ρωτήστε τον υπολογιστή σας πόσα
φαγητάκαι πώς µαγειρεµένα καταχωρίζει ο Οµηρος στα έπη του. Πριν από
λίγα χρόνια στην Κρήτη σε ένα συνέδριο για τον Καζαντζάκη οι οργανωτές
είχαν την έµπνευση να παραθέσουν το καταληκτήριο δείπνο µε φαγητά,
ποτά, αφεψήµατα, γλυκά που αναφέρονται στα έργα του µεγάλου Κρητικού.
Και σας οµολογώ πως τα πάντα ήταν όχι µόνο γευστικά αλλά και δεκάδες.
Να εξοµολογηθώ πάντως: βλέποντας και το καίριο της παρουσίας των
φαγητών στην παράσταση του ΚΘΒΕ στο Θέατρο του Μείζονος Ελληνισµού,
συµβιβάστηκα µε την πληθώρα των πολυτελών ενθέτων των εφηµερίδων µε
γαστρονοµικές εµπειρίες αλλά και µε τα γραφικά τηλεοπτικά ανάλογα. ∆εν
είναι µόνο που µιλάει ο Καραγκιόζης µέσα µας και σε εποχή κρίσης
ονειρευόµαστε καρβέλια, είναι γιατί ξυπνάει µέσα µας η θεµελιώδης
αίσθηση, η γεύση, που µαζί µε την όσφρηση και την αφή µάς συνδέουν µε τη
φυσική, τη ζωώδη καταγωγή µας.
Ο Σωτήρης Χατζάκης που
σκηνοθέτησε το έργο θέλησε, σωστά, να το δεισαν µια συνεχή τελετουργία
καθηµερινότητας. Η ορχήστρα επί σκηνής έδωσε τον χαρακτήρα του συνεχούς
οικείου πανηγυριού που συντελείται στις αυλέςκαι στα καθιστικά λαϊκών,
αστών και αρχόντων.
Η όλη σκηνοθεσία περιστράφηκε γύρω από το
ριζιµιό πρόσωπο της µάνας-γης, µητέρας-βασίλισσας και ουσιώδους Τροφού,
της Λωξάντρας. Τα άλλα πρόσωπα συνδέονται µε έναναόρατο λώροτροφοδότη
που ενώνει τέκνα καιεγγόνια. Το στοµάχι τους µε τη συµβολική µήτρα.
Γι’ αυτό θα διαφωνήσω µε κάτι εικαστικά στοιχεία, παρέµβλητα στο
ιθαγενές τοπίο της παραδοσιακής οικίας. Κάτι αγγελάκια, κάτι επιτύµβια
οµοιώµατα αρχαγγέλων. ∆εν χρειάζονταν. Γνωρίζω πως αυτά υπάρχουν ως
λαϊκό κιτς στοιχείο στα µικροαστικά σπίτια όπου γης. Το θέατρο όµως δεν
τα χρειάζεται.
- Πηγαίο χιούµορ, αυθεντικά λαϊκό
Ηταν λιτά και λειτουργικά τα άλλα σκηνικά συµφραζόµενα και τα
αισθητικά κοστούµια της Ερσης ∆ρίνη. Η σπουδαία και µουσικός Φωτεινή
Μπαξεβάνη επένδυσε το πανηγυρικό µέρος και τα ιντερµέδια µε θαυµάσια
παραδοσιακή και άλλη µουσική και τραγούδια. ∆εν θα είχε νόηµα να
καταλογογραφήσω τους περίπου τριάντα ηθοποιούς, άνδρες και γυναίκες που
πλαισιώνουν την πρωταγωνίστρια. Λόγω βάρους ρόλου και ως εκπροσώπου
όλων αναφέρω τον Χρήστο Νίνη, τον ∆ηµήτρη Σιακάρα, τον Γιάννη
Σιαµσιάρη, τον Μιχάλη Γούναρη, την Ιωάννα Παγιατάκη, τη Λίλιαν
Παλάντζα, την Αννέτα Κορτσαρίδου. Πειθάρχησαν στο σκηνοθετικό σχέδιο.
Η Φωτεινή Μπαξεβάνη (Λωξάντρα) χωρίς να εκπλήξει όσους γνώριζαν τα
σπάνια προσόντα της, την αφοπλιστική τεχνική της, τον έξοχο ρυθµό της,
τη µουσικότητα λόγου και µέλους, δίνει ρέστα σε έναν ρόλο επικίνδυνο
αφού κάθε λεπτό µπορεί να κυλήσει στη γραφικότητα. Τη σώζει το πηγαίο
χιούµορ της που είναι αυθεντικά λαϊκό, δηλαδή δεν διστάζει µε το ένα
χέρι να ξεσπυρίζει φασολάκια και από την άλλη να προσεύχεται για τους
ξενιτεµένους ή για να πετύχει το σαραϊγλί.
No comments:
Post a Comment