ΤΗΣ ΓΙΩΤΑΣ ΣΩΤΗΡΟΠΟΥΛΟΥ
Τι
γυρεύει μια μάνα έξω από το κουβούκλιο του ευζώνου - φρουρού του
άγνωστου στρατιώτη, στην πλατεία Συντάγματος; Και γιατί του μιλάει όταν
ξέρει ότι ο ίδιος είναι εγκλωβισμένος στη σιωπή της υπηρεσίας του; Μήπως
είναι αυτό το μειονέκτημα της σιωπής ενός ακροατή που επιλέγει η
γυναίκα ως πλεονέκτημα για την εξομολόγηση της γκρίζας και θαμπής ζωής
που της «φόρεσαν»; Η λύση στο μονόλογο του Βασίλη Κατσικονούρη, «Το
μπουφάν της Χάρλεϊ... ή πάλι καλά», σε σκηνοθεσία του Πέτρου Ζούλια, με
την Αννα Παναγιωτοπούλου, που ανεβαίνει από τις 26 Μαΐου και για οκτώ
παραστάσεις στο θέατρο «Αθήναιον» (Βασ. Ολγας 35, τηλ. 2310/ 832.060).
Με
αφορμή τις παραστάσεις, η Αννα Παναγιωτοπούλου μιλάει στον «ΑτΚ» και
βάζει κάποιες από τις πινελιές στο πορτρέτο της μητέρας που υποδύεται:
«Ο ρόλος αυτός είναι δώρο για κάθε ηθοποιό. Υποδύομαι μια γυναίκα που
μιλάει στο γιο της γιατί υποτίθεται ότι πριν στρατευτεί δεν την άκουγε.
Αρπαζε το μπουφάν του της Χάρλεϊ κι ορμούσε έξω στο δρόμο, ενώ τώρα δεν
μπορεί να κάνει αλλιώς. Μέσα από αυτήν την ιδιότυπη "συνομιλία" περνάει
όλη η ζωή της για να φτάσει σε μια συγκονιστική κατάληξη, που είναι και η
έκπληξη του έργου. Αφηγείται, λοιπόν, πώς ξεκινώντας από τα καπνοχώραφα
της Μακεδονίας στις αρχές της δεκαετίας του '60 ήταν μια κοπέλα που
λάτρευε τον Τζέιμς Ντιν και πώς έφυγε με την παρότρυνση και την πίεση
του πατέρα να παντρευτεί ένα δημόσιο υπάλληλο στο Ειρηνοδικείο. Δεν
είναι μια γυναίκα απόλυτα υγιής πνευματικά και ο Βασίλης Κατσικονούρης
την εμπνεύστηκε βλέποντας μια γυναίκα να μιλάει στο φρουρό του άγνωστου
στρατιώτη».
- «Πάλι καλά»...
Το
έργο είναι εμπνευσμένο από το πολύχρωμο θαύμα της αρχής που καταλήγει
στο μοιρολατρικό «Πάλι καλά», για το πώς η ζωή μπορεί να «ξεφύγει» στη
διαδρομή. Η ίδια συμπληρώνει: «Η ηρωίδα θα μπορούσε να είναι η κάθε
Ελληνίδα μάνα, που ψάχνει το παιδί της για να του μιλήσει. Δε θέλει να
του γκρινιάξει ή να του κάνει κήρυγμα ή να του κλαφτεί. Εχουμε να
κάνουμε με μια γυναίκα που συμβιβάστηκε στη ζωή της και που είπε αυτό το
"πάλι καλά" -που είναι και ο υπότιτλος του έργου- φράση που όλοι μας
χρησιμοποιούμε. Μιλάει για μια δύσκολη και στερημένη γι' αυτήν ζωή στην
Αθήνα, καθώς είναι εγκλωβισμένη σε μια σχέση, μέσα ή εξαιτίας της οποίας
δεν είδε τίποτα. Δεν είχε επιλογές, δεν είχε πού να μιλήσει και ζούσε
σε μια απερίγραπτη μοναξιά, καθώς ο άντρας της δε μιλούσε, παρά κοιτούσε
την τηλεόραση. Βέβαια, πάντα, όταν διαλέγουμε να κάνουμε κάτι, πάντα
λυπόμαστε για ό,τι αφήνουμε πίσω μας. Ακόμη και αν αυτό ήταν τα
καπνοχώραφα και οι χοροί που πήγε 3 - 4 φορές με τον ξάδερφό της. Δεν
ξέρει τι ζωή θα ήθελε, ξέρει απλώς ότι δε θέλει τη ζωή που έχει. Και
απευθυνόμενη στο στρατιώτη του λέει ότι και "εγώ σαν και σένα ήμουνα
ελεύθερη, γι' αυτό και σε καταλαβαίνω όταν έφευγες...". Υπήρξε μάρτυρας
μια εκρηκτικής σχέσης γιου - πατέρα, ενώ νιώθει ότι έκανε γι' αυτό όσα
έπρεπε να κάνει».
Και αν η κρίση είναι ισοπεδωτική για την
κοινωνία, η Αννα Παναγιωτοπούλου διευκρινίζει ότι στα δύσκολα είναι
κυρίως που ανθούν οι τέχνες και οι καλλιτέχνες μπορεί να βρεθούν στο
δρόμο της δημιουργίας: «Νομίζω ότι το θέατρο μέχρι στιγμής δεν έχει
πασχίσει πάρα πολύ λόγω κρίσης, αν και δεν ξέρω για πόσο καιρό θα
ισχύσει ακόμα αυτό. Σίγουρα υπάρχουν διαφροποιήσεις στις θεατρικές
επιλογές -αποφεύγονται πλέον οι πολυπρόσωπες παραγωγές πλην των κρατικών
σκηνών-, αλλά δεν έχει πέσει η απελπισία που βλέπουμε σ' άλλους τομείς.
Βέβαια, ο ρόλος της Τέχνης ήταν πάντα πολύ πιο σημαντικός σε ανάλογες
δύσκολες περιόδους απ' ό,τι σε περιούδους ευρωστίας και ακμής. Σε
πολέμους και δικτατορίες είχε έναν κοινωνικό ρόλο πολύ σοβαρό. Και,
πλέον, κάποια καλά πράγματα έχουν αρχίσει και διαφαίνονται, όταν για
πολλά χρόνια και ειδικά σε επίπεδο κειμένων δεν είχαμε και πολλά καλά
σύγχρονα δείγματα. Το σίγουρο είναι, πάντως, ότι τη ζωή, ειδικά όταν
υπάρχει έλλειψη παιδείας, είναι πολύ δύσκολο να τη διαχειριστεί κανείς.
Και η κοινωνία είναι ένας απάνθρωπος μηχανισμός που καταπονεί ειδικά
τους ανθρώπους χωρίς πολλές επιλογές».
No comments:
Post a Comment