«Μένω κλεισμένος στο σπίτι. Φοβάμαι
να βγω έξω». Η εξομολόγηση του μετανάστη γίνεται βιαστικά, στο δρόμο,
μπροστά στο ανοιχτό μικρόφωνο ρεπόρτερ κάποιου καναλιού με αφορμή τα
πρόσφατα πολεμικά επεισόδια της Αθήνας ανάμεσα σε εγχώριους και
αλλοδαπούς. Την ίδια φράση ψιθυρίζει φοβισμένα και ο ιρακινός μετανάστης
στο έργο του Αυστριακού Ρόμπερτ Σνάιντερ «Βρομιά» που παρουσιάζεται
(9-11 και 15-16 Ιουνίου) σ' εγκαταλειμμένο κτίριο της Πειραιώς 260 σε
μετάφραση Κοραλίας Σωτηριάδου και σκηνοθεσία Βαγγέλη Θεοδωρόπουλου. Τον
μονόλογο ερμηνεύει ο ταλαντούχος Γιάννος Περλέγκας.
Λέμε συχνά ότι η τέχνη αντιγράφει τη ζωή και μάλιστα στις
επώδυνες στιγμές της πραγματικότητα και μυθοπλασία αποκτούν την απόλυτα
διαλεκτική σχέση. Πρόσφατα ένας νέος άντρας, λίγο πριν γίνει ξανά
πατέρας, δολοφονήθηκε για μια κάμερα. Την επομένη θερμόαιμοι συμπολίτες
μας, με πρωτοπόρο το... κίνημα των Χρυσαυγιτών, ξυλοκόπησαν μετανάστες
στους δρόμους, επιτέθηκαν επί δικαίων και αδίκων. Ανάμεσα στα θυματά
τους και κάποιοι Ελληνες που το σκούρο χρώμα τους ξεγέλασε τους
εξολοθρευτές της «βρομιάς»... Και να που η «Βρομιά» του μετανάστη κάνει
σε λίγο πρεμιέρα στο Ελληνικό Φεστιβάλ.
Ο Βαγγέλης Θεοδωρόπουλος από την ίδρυση του Θεάτρου του Νέου Κόσμου έστρεψε έντεχνα το ρεπερτόριο στο σύγχρονο κοινωνικό και πολιτικό έργο. Η «Βρομιά» ήταν ένα από τα πρώτα πετυχημένα έργα που ανέβασε με τον Κωνσταντίνο Μαρκουλάκη, ενώ ακόμα το θέατρο ήταν γιαπί. Πριν από δύο χρόνια, σκηνοθέτησε το «Σφαγείο» του Ιλάν Χατσόρ, όταν οι Ισραηλινοί εισέβαλαν, ακόμα μία φορά, στη Γάζα. Φέτος ανέβασε το αντιρατσιστικό έργο του Αγγλου Ντένις Κέλι «Ορφανά», που γνώρισε μεγάλη επιτυχία. Πριν από μερικούς μήνες ξανασκέφτηκε τη «Βρομιά» και πρότεινε το έργο στο Φεστιβάλ.
«Είχαμε πρωτοπαίξει τη "Βρομιά" πριν ακόμα αρχίσουν οι εργασίες στο Θέατρο του Νέου Κόσμου. Θυμάμαι μια τρύπα στο ταβάνι απ' όπου έμπαινε κρύο. Για να ζεστάνουμε τους θεατές βάζαμε τις σόμπες κάτω από τα καθίσματα. Ο Μαρκουλάκης, νέος τότε, δεν είχε γίνει ακόμα σταρ. Το μεταναστευτικό δεν είχε πάρει αυτή τη δραματική έκταση. Η άκρα δεξιά δεν ήταν ισχυρή, ούτε η ελληνική κοινωνία τόσο συντηρητική. Σήμερα το έργο είναι πλέον ανατριχιαστικά επίκαιρο. Πηγαίνοντας στην πρόβα, ακούω ειδήσεις και πιστεύω, κυριολεκτικά, ότι ο ήρωάς μας είναι ένας απ' τους αληθινούς πρωταγωνιστές στο κέντρο της Αθήνας. Το κείμενο δυνατό, συγκινητικό, θέτει καίρια ερωτήματα».
Ο Ρόμπερτ Σνάιντερ είναι συγγραφέας χαμηλών τόνων. Πριν 14 από χρόνια ο Β. Θεοδωρόπουλος κατάφερε να βρει ελάχιστα στοιχεία γι' αυτόν αλλά και τώρα δεν μπόρεσε να τον εντοπίσει. Εμαθε μόνο ότι ζει σε κάποιο χωριό των Αλπεων, εκεί απ' όπου κατάγονται οι θετοί γονείς του. Εμπνεύστηκε το έργο από μια όχι και τόσο... δοξασμένη σελίδα της σύγχρονης ιστορίας της πατρίδας του, της Αυστρίας, που θα πίστευε κανείς ότι, όχι μόνον δεν επωάζει, αλλά ψέγει ρατσιστικές συμπεριφορές. Και όμως: Το 1995, όταν είχε σημειωθεί ένα μεγάλο κύμα εισροής μεταναστών στη χώρα, οργανωμένοι «στρατοί» ρατσιστών, μελών του διόλου ευκαταφρόνητου σε ποσοστά ακροδεξιού κόμματος, χτυπούσαν τους ξένους στο δρόμο, χαράκωναν τις γυναίκες και πετούσαν μολότοφ μέσα στα σπίτια τους.
Ο ήρωας της «Βρομιάς», ένας φοιτητής που λιποτάκτησε από το Ιράκ -αποφεύγοντας να πολεμήσει στον πόλεμο του Κόλπου- είναι κρυμμένος σ' ένα χώρο εγκαταλειμμένο (σκηνικά-κοστούμια Αντώνης Δαγκλίδης, μουσική Σταύρος Γασπαράτος) και φοβισμένος απ' όλα όσα γίνονται εκεί έξω στο δρόμο. Νιώθει την ανάγκη να μιλήσει. Ευαίσθητος και καλλιεργημένος, ξένος σε μια χώρα που αγάπησε την κουλτούρα και τη γλώσσα της -εξαιτίας μιας φωτογραφικής μηχανής Leica-, δέχεται το ένα χαστούκι μετά το άλλο. Τα βράδια πουλάει λουλούδια σε μαγαζιά κι έχει συνηθίσει την ουδέτερη, ψυχρή, σκληρή έως και χυδαία στάση των Βιεννέζων. Αυτό που δεν αντέχει και τον ταράζει είναι το ξαφνικό εγκάρδιο χαμόγελο ενός περαστικού. Δεν θέλει πια να ελπίζει. Περπατάει πάνω-κάτω, κάθεται στην καρέκλα του, τη μοναδική «πατρίδα» που αντιλαμβάνεται, χωρίς όμως να τη θεωρεί ιδιοκτησία, και κοιτάζει στον καθρέφτη όπου βλέπει εμάς, το κοινό, τους ανθρώπους που συνεχώς του θυμίζουν ότι δεν μπορεί να γίνει ένας απ' αυτούς.
Σ' αυτόν το μακρύ μονόλογο μιλάει για τη μοναξιά, την κοινωνική του απομόνωση, για κείνα που νοσταλγεί, που επιθυμεί, που ελπίζει, που χάνει... Κρίνει, ειρωνεύεται, χλευάζει την «πολιτισμένη» Δύση που τον αποκλείει, τον περιθωριοποιεί. Ανταποδίδει τη ρετσινιά της «βρομιάς» στη συμπεριφορά της άριας φυλής που τον βλέπει ως μαύρο, μιαρό. Ο φόβος τον οδηγεί τελικά στα όρια της παράκρουσης. Νομίζει ότι του επιτίθενται, ακούει τον εθνικό ύμνο της Αυστρίας σαν τον ήχο που δημιουργεί το χτύπημα μεταλλικών ράβδων σε κάγκελα.
«Ηθελα φυσικό χώρο για την παράσταση, γι' αυτό δεν ζήτησα τις μεγάλες αίθουσες της Πειραιώς, αλλά κάτι μικρό, παλιό ή ένα λεβητοστάσιο» λέει ο σκηνοθέτης. «Με οδήγησαν σ' ένα αυθαίρετο κτίσμα με έντονη τη φθορά του χρόνου και λαμαρίνα στην οροφή. Μου άρεσε. Σ' αυτό τον ενδιαφέροντα για τη σκηνοθεσία και την κίνηση του ερμηνευτή χώρο των 120 θέσεων θα παιχτεί η "Βρομιά". Είμαι χαρούμενος γιατί ο Γιάννος Περλέγκας είναι έξυπνος, τολμηρός ηθοποιός και μεθοδικός στη δουλειά του, προτέρημα που βοηθά την παράσταση». 7
No comments:
Post a Comment