Tuesday, March 22, 2011

Παλιό και σύγχρονο ξένο έργο

ΚΡΙΤΙΚΗ ΘΕΑΤΡΟΥ
  • «Πενήντα λέξεις» στο «Βικτώρια»
«Σόλο ντουέτο»
Αχαρη, αγχώδης, σκληρή, ανούσια, παράλογη, άσχημη, μίζερη, ά-λογη, πάμφτωχη και γλωσσικά, έχει καταντήσει η ζωή, η επικοινωνία, οι σχέσεις αμέτρητων ανθρώπων στις σύγχρονες «αναπτυγμένες» κοινωνίες. Ενας καθημερινά ασταμάτητος, πολύωρος αγώνας δρόμου μόνο και μόνο για να επιβιώσουν, να στήσουν ένα σπιτικό, να μεγαλώσουν φυσιολογικά ένα παιδί, να αντέχουν να συνυπάρχουν με κάποιον άλλο. Να επικοινωνούν μαζί του, χωρίς το φόβο μιας απρόβλεπτης σύγκρουσης και μιας διαλυτικής για τη σχέση τους αποκάλυψης. Στους σημερινούς καιρούς οικονομικής, πολιτικής, ηθικής, συνειδησιακής και πνευματικής κρίσης, ιδεολογικής αποχαύνωσης, κοινωνικής αδιαφορίας και απραξίας, αυτοεγκλεισμού του ανθρώπου στο «εγώ» του και στο δικό του και μόνο πρόβλημα, είναι επόμενο να «νοσούν» βαριά και οι ερωτικές, συζυγικές, οικογενειακές, γονικές σχέσεις πολλών ανθρώπων. Μ' αυτή τη «φέτα» ζωής των ανθρώπων στις σύγχρονες «πολιτισμένες» κοινωνίες ασχολείται το πυκνής νοηματικά, καθαρόαιμης νατουραλιστικής γραφής, με καθημερινή, κοινότοπη, σκόπιμα περιορισμένου λεξιλογίου γλώσσα, έργο του Αμερικανού συγγραφέα Μάικλ Γουίνερ «Πενήντα λέξεις». Πρόσωπα του έργου είναι ένα ανδρόγυνο και ο χρόνος δράσης του ένα μόνο βράδυ. Ο σύζυγος αντιμετωπίζει, λόγω αναδουλειάς, τη διάλυση του αρχιτεκτονικού γραφείου που έχει με ένα συνάδελφό του. Η σύζυγος, που ονειρευόταν να γίνει χορεύτρια, για να βοηθήσει τα οικονομικά τους, δουλεύει σαν ηλεκτρονική «πωλήτρια» μιας εταιρείας όλη μέρα και κουβαλά δουλειά και στο σπίτι για να μη χάσει τη δουλειά της. Το μικρό παιδί τους φιλοξενείται σε συμμαθητή του. Ευκαιρία να επικοινωνήσουν και «αναζωογονήσουν» τη σχέση τους. Κάνουν σεξ, αλλά τα προβλήματα και η ανήμπορη γλωσσικά επικοινωνία τους, τους οδηγούν σε σύγκρουση. Η σύγκρουση στην αποκάλυψη της μοιχείας του συζύγου και στην απόφαση να χωρίσουν την επομένη. Απόφαση που μένει μετέωρη εξαιτίας μιας ψυχοφοβίας που παρουσίασε το παιδί τους στο ξένο σπίτι. Θα ξανακολλήσει - χάριν του παιδιού - η θρυμματισμένη σχέση τους; Αγνωστο. Η αρμόζουσα στο έργο μετάφραση και η σκηνοθεσία του ασκημένου, με πολύ καλές επιδόσεις στο νατουραλιστικό θέατρο, Γιώργου Παλούμπη, στηρίχθηκαν από τις λεπτομερειακά δουλεμένες, άμεσες, «βιωματικές» ερμηνείες της ταλαντούχας, εξαιρετικού πάντα υποκριτικού μέτρου, Μαρίας Τσιμά και του πάντα λιτού Χρήστου Σαπουντζή. Αφαιρετικά ρεαλιστικό το σκηνικό του Γιώργου Λυντζέρη.
  • «Σόλο ντουέτο» στο «Θέατρο οδού Κεφαλληνίας»
«Το αρχαιότερο επάγγελμα»
Το δικαίωμα του ανθρώπου να αποφασίζει ο ίδιος για το αν θέλει να ζήσει ή να πεθάνει, αλλά και το υπέρτατο καθήκον του γιατρού να «πολεμήσει» υπέρ της ζωής του ασθενούς, είναι το θέμα του καλογραμμένου έργου του Αγγλου δραματουργού Τον Κεμπίνσκι «Σόλο ντουέτο», το οποίο σε ρέουσα μετάφραση του Γιώργου Βάλαρη, με απέριττο σκηνικό και κοστούμια του Κωνσταντίνου Ζαμάνη και ατμοσφαιρικούς φωτισμούς του Αλέκου Αναστασίου, με λιτό ρεαλισμό σκηνοθέτησε η Ελένη Μποζά. Μια ταλαντούχα και φημισμένη βιολονίστρια, παντρεμένη με έναν διάσημο μαέστρο, προσβεβλημένη από σκλήρυνση κατά πλάκας, θέλοντας να δώσει τέλος στην καλλιτεχνικά «αχρηστευμένη» ζωή της, πείθεται να επισκεφθεί έναν διάσημο ψυχίατρο. Η άρνησή της - από αξιοπρέπεια, από πεποίθηση ότι μόνον εκείνη αποφασίζει για τη ζωή της, από φόβο μην αποκαλύψει όλες τις αλήθειες, τις πίκρες και τις πληγές της ψυχής της - μετατρέπει τις συνομιλίες τους σε «πεδίο» δύσκολης μάχης - μάχη όμως υψηλής ψυχοδιάνοιας και των δύο για την αξία και το νόημα της ζωής, με άγνωστο «Χ» το ποιος θα είναι ο νικητής. Ο γιατρός ή η άρρωστη. Η ζωή ή ο θάνατος. Τους δυο ρόλους και τη «μάχη» τους «κεντούν» προσεκτικά, μετρημένα και αποτελεσματικά ο Νίκος Αρβανίτης και η Μάνια Παπαδημητρίου.
  • «Το αρχαιότερο επάγγελμα» στο «Θέατρο Τέχνης»
«Πενήντα λέξεις»
Η σημερινή οικονομική κρίση του καπιταλισμού πλήττει ακόμα και το «αρχαιότερο επάγγελμα», την πορνεία. Ιδιαίτερα, βέβαια, τις ηλικιωμένες του «επαγγέλματος». Αυτό είναι το θέμα του έργου της Πόλα Φόγκελ «Το αρχαιότερο επάγγελμα», που παρουσιάζει το «Υπόγειο», συμπτύσσοντας τις δυνάμεις, το ταλέντο, την εμπειρία, την αίσθηση του χιούμορ - και μάλιστα ενός θεόπικρου χιούμορ που αποζητά το έργο, ώστε να εξισορροπείται το κωμικό και το υπόκρυφα έντονο δραματικό στοιχείο του - πέντε σημαντικών γυναικών ηθοποιών παλαιότερων γενεών. Πέντε φίλες πόρνες, ηλικίας 72 έως 83 ετών, στη Ν. Υόρκη, προσπαθούν, κόντρα στην οικονομική κρίση, να επιζήσουν με τους λιγοστούς και γέρους «πελάτες» που απόμειναν από τα παλιά «καλά» χρόνια, στο κοινό επαγγελματικό «σπίτι» τους, με «διευθύνουσα» και «διαχειρίστρια» των «εσόδων» τους τη γηραιότερη, την επόμενη γηραιότερη, τη μεθεπόμενη και ούτω καθεξής... Πέντε έρημες υπάρξεις, που νοιάζονται η μια για την άλλη, που δεν το βάζουν κάτω, μελαγχολούν αναπολώντας τα νιάτα τους, αλλά και αντιπαλεύουν τα γηρατειά και τον επερχόμενο θάνατο με την κοκεταρία και το χιούμορ τους. Η παράσταση του έργου (μετάφραση Αθηνάς Παραπονιάρη, σκηνικά-κοστούμια Γιώργου Πάτσα, φωτισμοί Λευτέρη Παυλόπουλου, κίνηση Μαρίας Αλβανού, μουσική επιμέλεια - ήχοι Δημήτρη Ιατρόπουλου) σκηνοθετημένη ευρηματικά και με έμμεσα σχολιαστικό χιούμορ, σαν τηλεοπτικό ριάλιτι σόου, από την Νικαίτη Κουντούρη, συγκινεί και ευφραίνει με την εξαιρετική ατομική και συλλογική υποκριτική «άμιλλα» και των πέντε ηθοποιών. Τις αναφέρουμε με τη σειρά εμφάνισης: Χριστίνα Κουτσουδάκη, Μαρία Κωνσταντάρου, Μελίνα Βαμβακά, Μάρω Κοντού (αποτόλμησε και μπράβο της να παίξει ένα ρόλο που ανατρέπει τη γνωστή εικόνα της, της μπελ φαμ), Αλίκη Αλεξανδράκη.
  • «Πλατόνοφ» στο Εθνικό Θέατρο
Μάλλον, στην καταιγιστική προβολή του, λόγω της ταινίας του «Κυνόδοντας», και όχι βάσει των θεατρικών σπουδών του (δεν έκανε) ή των θεατρικών επιτυχιών του (δύο πρωτόλειες παραστάσεις σκηνοθέτησε στο παρελθόν στο «Αμόρε») πρέπει να αναζητηθεί το κριτήριο με το οποίο το Εθνικό Θέατρο κάλεσε τον Γ. Λάνθιμο να σκηνοθετήσει στη Νέα Σκηνή του. Επιλέχθηκε (από ποιον άραγε;) να ανεβαστεί ο «Πλατόνοφ» - όχι βέβαια το πρωτότυπο του τσεχοφικού έργου, αλλά η διασκευή του από τον Αγγλο δραματουργό Ντέιβιντ Χέαρ. Μέχρις εδώ καλά. Πλην, όμως, για τον εντελώς απαίδευτο όσον αφορά στη θεατρική τέχνη - αυτή είναι η αλήθεια και η αλήθεια πρέπει να λέγεται - κινηματογραφικό σκηνοθέτη, όχι μόνο το τσεχοφικό πρωτότυπο, αλλά ακόμα και η διασκευή του Χέαρ του φάνηκε «βαριά» κι «αχώνευτη». Κι έτσι την εκμηδένισε, σκηνοθετώντας μια δική του «διασκευή» της διασκευής... Ενα κείμενο, έκτασης δεκαπέντε - είκοσι σελίδων είναι ζήτημα, με σκόρπιες, αποσπασματικές φράσεις και λέξεις, μερικές επαναλαμβανόμενες, ώστε να «εμπεδώσει» ο θεατής την «εφυέστερη» και του Τσέχοφ και του Χέαρ, «ουσιωδέστερη», «πρωτότυπη», «νεωτερική», «ριζοσπαστική» κ.ο.κ., αισθητική «φιλοσοφία» και την ερμηνευτική «ανάγνωση» του έργου από τον σκηνοθέτη. Για τον Γ. Λάνθιμο δεν είναι ο λόγος η πρώτιστη και μέγιστη «αρχή» του θεάτρου, αλλά η εικόνα. Και μάλιστα η ά-λογη εικόνα, που παράγει η άνους, άνευ ουσίας, αιτίας και λόγου κίνηση του ανθρώπου. Μια εικόνα «γεωμετρικά» σχεδιασμένη, αλλά αφύσικη, κατ' ουσίαν περιφρονητική απέναντι στη νόηση, τον ψυχισμό, τα συναισθήματα, την έκφραση και την ομιλία του ανθρώπου. Και τα δεκατέσσερα πρόσωπα της διασκευής του Λάνθιμου είναι ψυχωσικά, σπαστικά, άνοα ανδρείκελα, που κινούνται ασταμάτητα, άνευ αιτίας τρέχουν και μετακινούν καρέκλες, παίζουν ποδόσφαιρο, φορούν μέσα από τα ρούχα τους μπαλόνια - εν είδει μαστών, φουσκωμένων στομάχων και κυοφορούντων κοιλιών - μετά σκάζουν τα μπαλόνια, ξανατρέχουν, ξαναπαίζουν μπάλα και συναξάρουν κάποια λόγια, γρήγορα, μονότονα, μονόχορδα, συναισθηματικά άχρωμα και νοηματικά ακατανόητα. Και σαν να μην έφτανε αυτή η κακοποίηση της έννοιας «λόγος», προστίθενται, επιδειξιομανώς, και ολίγα γαλλικά- όχι παριζιάνικα, αλλά με το αξάν κάποια επαρχιακής διαλέκτου - και αυτά άχρωμα και άοσμα εκφερόμενα. Αυτό ήθελε ο «νεωτεριστής» σκηνοθέτης να κάνουν και αυτό έκαναν οι «ατυχείς» ηθοποιοί, ανάμεσά τους και οι άξιοι Θανάσης Δήμου, Μαρία Πρωτόπαππα, Αρης Σερβετάλης, Νάνος Βακούσης, Αγγελική Παπούλια.

ΘΥΜΕΛΗ, ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ, Τετάρτη 23 Μάρτη 2011

No comments: