Επτά, Κυριακή 23 Οκτωβρίου 2011
Η φετινή επέτειος του ΟΧΙ βρίσκει την Ελλάδα αλυσοδεμένη από τους δανειστές της, με μια κυβέρνηση παραδομένη αμαχητί στις εντολές τους, με την κοινωνία κατακερματισμένη και σε αναβρασμό.
Οι λέξεις πόλεμος και κατοχή παρεισφρέουν στις κουβέντες των ανθρώπων, με τη μεταφορική τους έννοια έστω, καταχρηστικά ενδεχομένως, που δεν παύουν όμως να εκφράζουν όλο και μεγαλύτερη ανασφάλεια, όλο και μεγαλύτερο θυμό. Τα χρόνια του '40, ωστόσο, χρόνια απίστευτης φρίκης και ανέχειας, αλλά και ψυχικής ανάτασης και ηρωισμού, λειτουργούν σήμερα κι αλλιώς: το ότι η χώρα επιβίωσε και πρόκοψε, όσο πρόκοψε έκτοτε, παρά τον αλληλοσπαραγμό που μεσολάβησε, είναι μια παρηγοριά γι' αυτούς τους δύσκολους καιρούς. Κι αν σταθούμε ειδικά στο χώρο της τέχνης, θα διαπιστώσουμε ότι ακόμα και υπό τις δυσμενέστερες συνθήκες, μπορεί να γίνουν θαύματα.
«Ηταν μια συναισθηματικά πλούσια εποχή. Εδινες κι έπαιρνες πολλά. Μας ζώνανε κίνδυνοι, στερήσεις, βία, τρομοκρατία. Γι' αυτό σαν άνθρωποι αισθανόμασταν την ανάγκη πίστης, εμπιστοσύνης, συναδέλφωσης, έξαρσης και θυσίας», έλεγε ο Κάρολος Κουν ανακαλώντας την ίδρυση του Θεάτρου Τέχνης το 1942, στην καρδιά της γερμανικής κατοχής. Την ίδια εκείνη περίοδο που ο Κουν ανέβαζε Ιψεν, Στρίντμπεργκ, Σο, Πιραντέλο αλλά και Γιώργο Σεβαστίκογλου, βαθαίνοντας το ρήγμα στον «ρομαντικό ακαδημαϊσμό» της κρατικής σκηνής, ο Βασίλης Ρώτας έστηνε το Θεατρικό Εργαστήριό του, προσφέροντας ένα νόμιμο καταφύγιο στην ξεσηκωμένη νεολαία, και δίνοντας τονωτικές για το λαϊκό αίσθημα παραστάσεις στις γειτονιές, των οποίων οι εισπράξεις πήγαιναν στο ταμείο της Αντίστασης.
Η κήρυξη του ελληνοϊταλικού πολέμου είχε αιφνιδιάσει τον θεατρικό κόσμο, αλλά γρήγορα τα κενά από την επιστράτευση ηθοποιών καλύφθηκαν και το ρεπερτόριο των θιάσων συντονίστηκε με την ανάγκη του κοινού να ξορκίσει το φόβο του, να εκφράσει τα πατριωτικά του αισθήματα, να εκτονωθεί - εξ ου και η στροφή προς την επιθεώρηση, είδος που μπορούσε να ενσωματώνει πάραυτα τ' ανακοινωθέντα του μετώπου. Το σύνθημα έδωσε η Κοτοπούλη, που ενώ θριάμβευε με τη «Μαντάμ Μποβαρί», την αντικατέστησε αμέσως με τα «Πολεμικά Παναθήναια» του Δ. Γιαννουκάκη σε μουσική Κ. Γιαννίδη. Κι αν προπολεμικά η ζωή μιας παράστασης δεν κρατούσε ούτε μήνα, επί Κατοχής, σε πείσμα της πείνας και των δυσκολιών στην κυκλοφορία, από τη Βέμπο ώς τις αδελφές Καλουτά, κι από τον Κώστα Μουσούρη ώς την Κατερίνα, όλοι έπαιζαν σε γεμάτες πλατείες.
Σύμφωνα με τον καθηγητή Θεατρολογίας Θόδωρο Γραμματά, «το πόσο γόνιμη ήταν η Κατοχή θεατρικά, δεν φαίνεται τόσο από τις επιθεωρήσεις ή τα δράματα με πατριωτικό χαρακτήρα που έδιναν τότε τον τόνο -μολονότι υπήρξαν αξιομνημόνευτα δείγματα γραφής, όπως η εξαιρετική μαύρη κωμωδία "Ιφιφένεια εν Μαύροις" του Δημήτρη Ψαθά- όσο από τη δουλειά υποδομής που έγινε στο Τέχνης και στο φυτώριο του Ρώτα, οι καρποί της οποίας φάνηκαν αργότερα». Γεγονός είναι πως ώς την απελευθέρωση, το θέατρο βγήκε στους δρόμους, μπήκε στα νοσοκομεία, πήρε τα βουνά, συνδεόμενο κι αυτό με τις έννοιες αλληλεγγύη, αντίσταση, εξέγερση. Και παρά την ασφυκτική λογοκρισία των γερμανικών αρχών, που απαγόρευε το ανέβασμα έργων συγγραφέων των συμμαχικών χωρών και πριμοδοτούσε τη γερμανική δραματουργία, δεν έλειψε το θάρρος για να μεταμφιεστεί ο Αμερικανός Κάλντγουελ στον ανύπαρκτο Γάλλο Κοντέλ (από τον Κουν) ή να παιχτεί από τον θίασο Βεάκη-Μανωλίδου ουκρανικό έργο ως πολωνικό, με τον Χριστό σε ρόλο αντάρτη!
«Στην Κατοχή είχε δουλειά το βιβλίο», διαβάζουμε στις αναμνήσεις του Νίκου Παντελάκη, ο οποίος από δεκάχρονος πιτσιρικάς, από το 1923, εργαζόταν στο «Βιβλιοπωλείο της Εστίας»: «Δεν είχε ο κόσμος τι να κάνει, πότε σε κλείνανε μέσα στις έξι, πότε σε κλείνανε στις οχτώ, αναγκαστικά διάβαζε ο κόσμος πολύ, και είχε και "Νέα Εστία"... Τότε δεν είχε χαρτί, δεν είχε ρεύμα, ο τυπογράφος δεν μπορούσε να τυπώσει. Ομως η "Νέα Εστία" έβγαινε, επέμενε ο Πέτρος Χάρης...». Τα έργα του Γραμματόπουλου, του Βασιλείου, του Αστεριάδη και άλλων ζωγράφων και χαρακτών που εικονογραφούσαν την ύλη του σημαντικότερου λογοτεχνικού περιοδικού της εποχής, θεωρούνται σήμερα ό,τι καλύτερο έδωσε η Κατοχή στον εικαστικό τομέα.
Στη ζωγραφική έκαναν θραύση οι αφίσες. Η χαρακτική, με εκπροσώπους όπως ο Τάσσος και η Βάσω Κατράκη, πήρε τ' απάνω της, και το δημοκρατικό ατελιέ του Κεφαλληνού στην ΑΣΚΤ βρέθηκε στο επίκεντρο των κινητοποιήσεων για την καλλιτεχνική αντιστασιακή προπαγάνδα. Οι εικαστικοί ήταν όλοι στρατευμένοι στον αγώνα, οι φορμαλιστικές αναζητήσεις και οι αισθητικές διαμάχες διακόπηκαν, δεν παρατηρήθηκαν τάσεις φυγής από τη ζοφερή πραγματικότητα, όπως, για παράδειγμα, στο χώρο της λογοτεχνίας. Μπορεί προπολεμικά η στροφή προς τη δυτική τέχνη ν' ανταγωνιζόταν την επιστροφή στις ελληνικές ρίζες, αλλά τώρα παράγονται εικόνες που κυκλοφορούν παράνομα, κατασκευάζονται πρόχειρα πιεστήρια, και οι καλλιτέχνες αντλούν έμπνευση από τη λαϊκή τέχνη και τη βυζαντινή αγιογραφία κυρίως.
Κι οι συγγραφείς; Τι έδωσαν μέσα στις ίδιες ακραίες συνθήκες; Τι να πρωτοαναφέρει κανείς... Ο Καζαντζάκης αναζητά μια χαραμάδα «διασκέδασης» συνθέτοντας το μυθιστόρημα που έμελλε να τον κάνει διάσημο στα πέρατα του κόσμου, τον «Βίο και την Πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά», ο Ρίτσος γράφει το αφηγηματικό του ποίημα «Τελευταία Π.Α. εκατονταετία», ο Νίκος Γκάτσος κυκλοφορεί σε χειρόγραφο την «Αμοργό», τη μοναδική ποιητική του συλλογή, ο Εγγονόπουλος ετοιμάζει το «Μπολιβάρ» κι η Μαργαρίτα Λυμπεράκη «Τα ψάθινα καπέλλα», ενώ ο Ελύτης, που γύρισε τσακισμένος από το μέτωπο, θα δημοσιεύσει μέσα στη μαύρη Κατοχή τον «Ηλιο τον πρώτο» σκανδαλίζοντας με την προγραμματική του αισιοδοξία, κι απομονώνεται για ν' αφοσιωθεί ψυχή τε και σώματι στη δημιουργία του «Αξιον Εστί».
Εξαιρετικά διαφωτιστική είναι η σχετική μελέτη της Αγγέλας Καστρινάκη «Η λογοτεχνία στην ταραγμένη δεκαετία 1940-1950», όπου η πρώτη φάση της Κατοχής αποδεικνύεται περίοδος μας «περίεργης ελευθερίας» απέναντι στις συνθήκες ζωής και την Ιστορία, με τους συγγραφείς να γράφουν για τα παιδικά τους χρόνια ή γι' αποδράσεις σε εξωτικά νησιά, ενώ από τα μέσα της Κατοχής εμφανίζεται ξανά το πατριωτικό πνεύμα. «Στην Κατοχή υπήρχαν άνθρωποι που ήξεραν ολόκληρο τον Σικελιανό απ' έξω» λέει ο εκδότης Γιώργος Δαρδανός, νοσταλγώντας τον σκληρό πυρήνα αναγνωστών που «διέδιδαν το βιβλίο στόμα με στόμα». Κι όπως επισημαίνει ο ιστορικός Βάσιας Τσοκόπουλος, μολονότι ο εκδοτικός χώρος επλήγη από τη λογοκρισία, την ακρίβεια, την καταστολή, αυτό δεν εμπόδισε να δημιουργηθούν νέα σχήματα με αξιόλογη παραγωγή, σαν τον «Γλάρο» και τον «Αετό», και φυσικά τις εκδόσεις «Ικαρος» που ίδρυσαν ο Πλωρίτης, ο Καρύδης και ο Πατσιφάς το 1943.
Την ίδια χρονιά εμφανίζεται και η πρώτη κατοχική ταινία, η «Φωνή της καρδιάς» του Ιωαννόπουλου με πρωταγωνιστές τους Αιμίλιο Βεάκη, Δημήτρη Χορν, Παντελή Ζερβό και Λάμπρο Κωνσταντάρα. Στην ουσία πρόκειται γιά την πρώτη ταινία φιλμαρισμένου θεάτρου. Παραγωγός της; Μια νέα εταιρεία, ονόματι Φίνος Φιλμ, αυτή που θα καθιερωνόταν ως η ισχυρότερη στη μεταπολεμική Ελλάδα. Και λίγο πριν την απελευθέρωση, το Μάη του '44, θα κάνει την εμφάνισή του ένα επίσης σημαντικό όνομα για τον μεταπολεμικό κινηματογράφο: ο Γιώργος Τζαβέλλας που υπογράφει τα «Χειροκροτήματα», με τον ίδιο τον Αττίκ στο ρόλο ενός γερασμένου, ξεχασμένου καλλιτέχνη που είχε γευτεί δόξες στα νιάτα του. Τον Αττίκ, που λίγο μετά την ολοκλήρωση της ταινίας, άφηνε κι ο ίδιος την τελευταία του πνοή, ταλαιπωρημένος από τις κακουχίες της Κατοχής...
Για το τραγούδι της Κατοχής -περίοδο όπου απουσιάζει η δισκογραφία- δημιουργήθηκαν διάφοροι μύθοι. «Κάποιοι ήταν αληθινοί, κάποιοι όχι» επισημαίνει ο μελετητής Γιώργος Τσάμπρας. Οπως εξηγεί, «δεν ήταν μόνο η σπουδαία Βέμπο, τραγουδίστρια της νίκης. Ολο το μουσικό θέατρο και όλο το ελληνικό τραγούδι της εποχής -ελαφρό, δημοτικό, λαϊκό- τραγούδησε τον πόλεμο της Αλβανίας κι ό,τι ακολούθησε. Ο Βαμβακάρης, ο Χατζηχρήστος, ο Περιστέρης, ο Γ. Παπασιδέρης, η Γεωργία Μητάκη... Ο Τσιτσάνης επέμενε ότι επί κατοχής, έγραψε στη Θεσσαλονίκη το μεγαλύτερο και το πιο σημαντικό κομμάτι του υλικού που ηχογράφησε αργότερα. Ανάμεσά τους, τραγούδια ερωτικά, της καθημερινότητας, του γλεντιού, αλλά και τραγούδια με αιχμές για την εποχή. Ως και κάποιους "πατριωτικούς ύμνους", έναν εκ των οποίων ακούσαμε σε δίσκο το... 2000! Μόλις το 1979, στα "Ρεμπέτικα της Κατοχής" με τον Γιώργο Νταλάρα, ηχογραφούνται πρώτη φορά και τραγούδια λαϊκών δημιουργών, όπως οι Τσιτσάνης, Χιώτης, Μπαγιαντέρας, Γενίτσαρης, Μοσχονάς, που μιλούσαν για τον αγώνα και τις αγωνίες εκείνης της περιόδου».
No comments:
Post a Comment