Μια θεατρική παράσταση ξεκινάει την Πέμπτη, μια παράσταση με βάση το Κομμουνιστικό Μανιφέστο! Και, μάλιστα, μια παράσταση που δεν βασίζεται σε κάποια διασκευή ή παράφραση, αλλά στο ακριβές, ακριβέστατο κείμενο του πρωτοτύπου.
Έκπληξη και ταραχή, στο άκουσμα της αγγελίας του ρηξικέλευθου εγχειρήματος, καταλαμβάνει, φαντάζομαι, κάθε ευαίσθητη -μαρξιστική, μαρξίζουσα ή θεατρική- ψυχή. Ωστόσο, η παρακολούθηση μιας πρόβας καθώς και μια μακρά συζήτηση με την Έλενα Πατρικίου, παλαιόθεν φίλη και συνεργάτρια της “Αυγής” και των “Ενθεμάτων” άρκεσε, για να διασκεδαστούν όλες οι αμφιβολίες και για να πειστεί πλήρως, τουλάχιστον ο υπογραφόμενος, για την έμπνευση και το δόκιμο της προσπάθειας.
Συζητήσαμε, λοιπόν, με την Έλενα Πατρικίου εφ' όλης της -μαρξιστικής και θεατρικής- ύλης: τη γέννηση του λογοτεχνικού είδους του μανιφέστου, τις μεταφράσεις του Κομμουνιστικού Μανιφέστου, τον μοντερνισμό στο θέατρο, το κομμουνιστικό κόμμα και το κίνημα.
Hans Haacke, “Collateral”, 1991, Paula Cooper Gallery New York
Συνέντευξη της Έλενας Πατρικίου
- Η πρώτη μου ερώτηση είναι, βέβαια, πώς ξεκίνησε η ιδέα να ανέβει επί σκηνής το Κομμουνιστικό Μανιφέστο.
Πριν από τρία περίπου χρόνια, στο βιβλιοπωλείο του Kaufmann στη Σταδίου, έπεσα σε μια μικρή γαλλική έκδοση του Μανιφέστου, η οποία χρησιμοποιούσε τη μετάφραση της Λόρας Μαρξ - της κόρης του Μαρξ που είχε παντρευτεί τον Πωλ Λαφάργκ. Κι αίφνης ανακάλυψα ένα κείμενο το οποίο δεν είχε καμιά σχέση με το στεγνό κείμενο που ξέρουμε απ’ τα νιάτα μας: με ρυθμούς εκπληκτικούς, με μια συναρπαστική εικονοπλασία, με μια συναρπαστική ποιητικότητα. Ένα κείμενο που αμέσως σου έδινε την αίσθηση ότι είχε "καταπιεί" τον Σαίξπηρ, ότι τον είχε αφομοιώσει πλήρως.
Βρίσκω ότι το Μανιφέστο είναι μια εκπληκτική, λογοτεχνικά και ιδεολογικά, συμπύκνωση των βασικών θέσεων του μαρξισμού. Κατ' αυτή την έννοια, είναι ένα κλασικό κείμενο, όσο κι αν δεν είναι της μόδας πια να μιλάμε για "κλασικά κείμενα". Και οι λογοτεχνικές αρετές του αποδεικνύονται και αρνητικά, από το γεγονός ότι έχει την ικανότητα, ακόμα και στις πιο κακές μεταφράσεις, να σημαδεύει τους αναγνώστες του. Γιατί, μεταξύ μας, όσοι γίναμε αριστεροί και κομμουνιστές, εδώ και 160 χρόνια, γίναμε χάρη στο Μανιφέστο - όχι χάρη στο Κεφάλαιο ή τη Γερμανική Ιδεολογία.
- Αυτό ήταν λοιπόν το πρώτο έναυσμα, η αφορμή. Και μετά, πώς αρχίζεις να ξαναμεταφράζεις το κείμενο και να σκέφτεσαι την παράσταση;
Μου ήταν αμέσως προφανές πως το Μανιφέστο έπρεπε να "σαρκωθεί" θεατρικά με κάποιον τρόπο. Ξεκίνησα λοιπόν να το μεταφράζω, επειδή οι μεταφράσεις που είχα υπόψη μου -στα ελληνικά αλλά και στα γαλλικά- δεν ήταν δυνατόν να χρησιμοποιηθούν για παράσταση, δεν βγάζουν καθόλου αυτό τον δυναμισμό, την ποιητική πυκνότητα. Αντίθετα, κάνουν ό,τι μπορούν για να το προσγειώσουν - κόβουν ένα επίθετο από εδώ, ένα επίρρημα από εκεί, για να γίνει πιο "αυστηρό", πιο "κομμουνιστικό", διότι ως γνωστόν εμείς οι κομμουνιστές ζούμε σε μια κοιλάδα των κλαυθμώνων ένθα απέδρα πάσα απόλαυσις και ηδονή... και πάσα ποίησις βεβαίως.
Δουλεύοντας λέξη-λέξη το κείμενο και τους ρυθμούς του, άρχισα να ανακαλύπτω πού ακριβώς έγκειται η ιδιόρρυθμη θεατρικότητα του Μανιφέστου. Καταρχάς, στην ίδια την ιδιότητα του "μανιφέστου". Το Κομμουνιστικό Μανιφέστο είναι στην πραγματικότητα το πρώτο "μανιφέστο" με την έννοια που έχει σήμερα ο όρος. Άρα, πριν από οτιδήποτε άλλο, δημιουργεί ένα νέο λογοτεχνικό είδος, το μανιφέστο. Ως τότε, στις κεντροευρωπαϊκές χώρες "μανιφέστο" είναι το κείμενο με την οποίο ένας ηγεμόνας διακηρύσσει τις επιθυμίες του. Η ιδέα να ονομαστεί το κείμενο που είχε ζητήσει η Λίγκα των Κομμουνιστών από τον Μαρξ "μανιφέστο" είναι του Ένγκελς. Ονομαζόμενο έτσι, το κείμενο αυτό αναλαμβάνει αμέσως ένα ρόλο: υποδύεται ένα κύρος και μια αυθεντία που δεν έχει. Παίρνει το κύρος της βασιλικής εξουσίας, για να υπονομεύσει το κύρος της αστικής τάξης, που κατέλυσε αυτή την παλιά εξουσία. Μιλάει, όπως λέει και ο Αλτουσέρ, από τη σκοπιά του προλεταριάτου, όμως το προλεταριάτο μπορεί να υπάρχει κοινωνικά, ως τάξη καθ' εαυτή, αλλά δεν έχει συγκροτηθεί ακόμα σε τάξη δι' εαυτήν, με συνείδηση του εαυτού της. Το Μανιφέστο θέλει να δημιουργήσει αυτή την τάξη που θα έχει συνείδηση του εαυτού της, αλλά μιλάει σαν να την έχει δημιουργήσει ήδη.
Το Κομμουνιστικό Μανιφέστο λοιπόν υποδύεται ρόλους· και τους υποδύεται κυρίως υιοθετώντας μια θεατρική ποιητική, η οποία έρχεται κυρίως από τον Σαίξπηρ και την αγάπη που του έτρεφε ο Μαρξ. Το Μανιφέστο δεν είναι καθόλου ρομαντικό στην αισθητική και την ποιητική του, παρόλο που γράφτηκε μεσούντος του ρομαντισμού (το 1848). Καταρχάς χάρη στον Σαίξπηρ, αλλά και χάρη στον Χάινε -που δεν είναι τυπικά ρομαντικός-, το Μανιφέστο χαρακτηρίζεται από μια ποιητική εξαιρετικά "μοντέρνα": μεγάλες ποιητικές εικόνες που αναδύονται και αμέσως θρυμματίζονται, είτε από τον απίστευτο τραγικό σαρκασμό είτε από την αμείλικτη και καταιγιστική χρήση του οικονομικού λεξιλογίου, σε συνδυασμό με μια σπαραχτική απουσία εύκολου λυρισμού. Πρόκειται για μια αισθητική κατανοητή μετά από τις επαναστάσεις και τις ρήξεις της τέχνης του 20ού αιώνα, αλλά απίστευτα επαναστατική για το 1848. Δεν είναι τυχαίο ότι όλα τα αισθητικά και καλλιτεχνικά μανιφέστα, "κατακλέβουν" το Μανιφέστο (με πρώτο τον Μπρετόν, στα Μανιφέστα του σουρεαλισμού) και, εκτός αυτού, το έχουν ως αντίπαλο δέος: όλοι προσπαθούν να φτιάξουν ένα κείμενο το οποίο θα μπορεί να σταθεί απέναντι στο Μανιφέστο.
- Ανοίγω μια παρένθεση: Είχες δουλέψει ως ηθοποιός για αρκετά χρόνια, στη συνέχεια ως δραματουργός και τώρα ξαναγυρνάς στο θέατρο με το Κομμουνιστικό Μανιφέστο!
"Κάνω θέατρο μόνο όποτε σημαίνει κάτι πραγματικά σημαντικό για μένα. Κάνεις θέατρο, γράφεις ποίηση, ζωγραφίζεις, μόνον όποτε η ανάγκη είναι πραγματικά ζωτική, όχι για επαγγελματική αποκατάσταση. Γι' αυτό παράτησα την Σχολή του Εθνικού στην μέση του τρίτου έτους για να ακολουθήσω την Ασπασία Παπαθανασίου, γι' αυτό δούλεψα με τον Σπύρο Βραχωρίτη, γι' αυτό συνεργάστηκα με τον Κωνσταντίνο Μίχο... Και γι' αυτό δεν έκανα τίποτα στο θέατρο όταν αισθανόμουν ότι δεν υπήρχε τίποτα να κάνω. Το ανέβασμα του Μανιφέστου για μένα ήταν μια δουλειά ζωτικής και επείγουσας ανάγκης, τόσο αισθητικά όσο και πολιτικά."
- Επιστρέφω στην παράσταση. Πώς λοιπόν το κείμενο, με όλο αυτό τον δυναμισμό και την ποιητικότητα, μετουσιώνεται σε παράσταση, ποια είναι η κεντρική ιδέα της σκηνοθεσίας;
Η σκηνοθεσία στηρίχτηκε στην ιδέα ότι το Μανιφέστο, ακριβώς επειδή είναι τόσο επαναστατικό αισθητικά, θα πρέπει να παιχτεί ακολουθώντας τους τρόπους που εισάγει η τέχνη του θεάτρου όταν κάνει με την σειρά της τη δική της αισθητική επανάσταση, την εικοσαετία 1910-1930. Την εποχή εκείνη το θέατρο κάνει μια σοβαρή και γόνιμη προσπάθεια να αντλήσει από πιο άμεσες πηγές, από το καμπαρέ, το τσίρκο, τους πλανόδιους ακροβάτες και πανηγυρτζήδες, από λαϊκές και ανατολικές μορφές θεάτρου. Είναι η εποχή του Γκόρντον Κραιγκ και του Αππιά, του Μέγερχολντ και του Βαχτάνγκοφ στη Ρωσία, του Μπρεχτ και του Πισκάτορ στη Γερμανία. Μου αρέσει πάρα πολύ αυτό το θέατρο (που συνεχίζουν μεταπολεμικά ο Στρέλλερ, ο Μπρουκ, η Μνουσκίν) και πιστεύω ότι έχουμε κανέναν λόγο να αναζητούμε μεταμοντερνιστικές "λύσεις" τη στιγμή που ο μοντερνισμός είναι ακόμα ανοιχτός και ανεξερεύνητος σχεδόν: αυτοί οι άνθρωποι απλώς μας άνοιξαν τις πόρτες και έχουμε ακόμα, μπροστά μας, χιλιόμετρα.
Ειδικά το Μανιφέστο μόνον έτσι μπορεί να παιχτεί. Αυτό το κείμενο, το οποίο προαναγγέλλει την αυτοσυνειδησία του προλεταριάτου, και άρα την επαναστατική του δράση, μπορεί να στηθεί επί σκηνής με τους τρόπους που επιλέγει η θεατρική τέχνη τη στιγμή που κάνει τη δική της επανάσταση, όταν αποκτά δηλαδή μια αυτοσυνειδησία εκτός κειμένου, ως θεατρική τέχνη καθ' εαυτή και δι' εαυτήν.
Από την άλλη μεριά, οι τρόποι αυτοί μάς επιτρέπουν να μη διαβάσουμε το Μανιφέστο αθώα. Γιατί, μετά από 160 κομμουνιστικής ιστορίας, δεν είναι δυνατόν να διαβάσει κανείς, πολύ περισσότερο να αρθρώσει, το Μανιφέστο "αθώα". Από τη στιγμή που αποφασίζει κανείς ότι είναι αριστερός, οποιασδήποτε απόχρωσης ή τάσης, δεν είναι αθώος. Κληρονομεί αυτομάτως αυτήν τη συναρπαστική ιστορία του κομμουνιστικού κινήματος, με ό,τι φωτεινό και ό,τι τραγικό έχει να επιδείξει, κληρονομεί δηλαδή και αυτή την τεράστια ενοχή.
Ανοίγω εδώ μια παρένθεση: διάβασα -όσο άντεξα- τις Θέσεις του Κ.Κ.Ε. για το συνέδριό του και τα όσα λένε για τις δίκες της Μόσχας. Οι άνθρωποι αυτοί αποδέχονται, μετά από ογδόντα χρόνια, τις στημένες κατηγορίες του Μπέρια, ισχυρίζονται ότι ήταν αληθινές οι χαλκευμένες πληροφορίες του Γερμανικού Στρατηγείου κατά του Τουχατσέφκσι! Στην ουσία, δολοφονούν ξανά τον Μπουχάριν, τον Ζηνόβιεφ, τον Κάμενεφ... Προφανώς είναι ο δικός τους τρόπος να παριστάνουν τους αθώους - βουλιάζοντας ως τον λαιμό στην ενοχή.
- Συμφωνώ απολύτως, και ιδίως για τις Θέσεις. Ας μην καταλήξουμε όμως ότι για όλα αυτά ευθύνεται το Μανιφέστο...
Είναι προφανές πως δεν ευθύνεται ούτε το Μανιφέστο ούτε ο Μαρξ. Αλλά εμείς ναι, κουβαλάμε την ενοχή. Κι αυτοί που διαχώρισαν κάποια στιγμή την θέση τους από τον σταλινισμό, παραμένουν ένοχοι, γιατί ενώ διεκδικούσαν και διεκδικούν την ιστορική συνέχεια (και τώρα μιλάω ευθέως για όλο το παλιό ΚΚΕ εσωτερικού, άρα και για τον Συνασπισμό), δεν έχουν το σθένος να βγάλουν τα πτώματα από την ντουλάπα. Και ζούμε, επί δεκαετίες, σαν αυτά τα πρόσωπα από την Τέταρτη Διάσταση του Ρίτσου, ανάμεσα σε άταφα και αδικαίωτα πτώματα. Αυτή την ενοχή δεν μπορεί να μην την έχει επομένως το βλέμμα μας όταν διαβάζουμε το Μανιφέστο. Στην παράσταση, προσπαθούμε να διαβάσουμε το Μανιφέστο σαν να το διαβάζουμε για πρώτη φορά. Αλλά, ό,τι κι αν κάνουμε, ο χρόνος δεν έχει παγώσει στο 1848.
Aυτοί λοιπόν οι θεατρικοί τρόποι που επιλέξαμε, επιτρέπουν στον θεατή -και στον ηθοποιό- να διατηρεί μια απόσταση: είμαι μέσα, με συνεπαίρνει, αλλά έχω τη δυνατότητα, αναγκάζομαι, να απομακρυνθώ κιόλας. Εννοώ -με την μπρεχτική σημασία- αποστασιοποιούμαι, σκέφτομαι, έχω μια κριτική στάση, απέναντι στο κείμενο του Μανιφέστου και απέναντι στον εαυτό μου ως δρων πρόσωπο μέσα στην ιστορία, απέναντι στην κοινή μας περηφάνια και στην κοινή μας ενοχή.
Αν μπορούσε να παρακινήσει η παράσταση μια τέτοια συζήτηση, θα ήμουν πολύ ευτυχής. Αυτή τη στιγμή ζούμε την κρίση (που είναι υπέροχη, όπως θα έλεγε ο Ένγκελς), βλέπουμε πως η φιλελεύθερη μπουρδολογία των τελευταίων είκοσι τουλάχιστον ετών, ότι ο Μαρξ δεν ήξερε τι του γινόταν κλπ. κλπ. ήταν, αν μη τι άλλο, αναληθής. Ταυτόχρονα, τα τελευταία χρόνια, σημειώνεται μια αναγέννηση -αν όχι εκ της τέφρας του, πάντως εκ της χειμερίας νάρκης του- του κινήματος διεθνώς. Σε αυτήν τη συγκυρία, θα είχε ζωτική σημασία μια τέτοια συζήτηση: όχι μόνο για τον μαρξισμό, που θα ήταν εξαιρετικά ωφέλιμη, αλλά και για το τι σημαίνει να είσαι αριστερός σήμερα, από πού έρχεσαι - γιατί δεν είμαστε "μανιτάρια", γιατί όλοι ευθυνόμαστε και για τον Στάλιν και για τους λογής-λογής σταλινίσκους, που τους λιβανίζουμε ακόμα.
- Πέρα λοιπόν από τη λογοτεχνική, θεατρική κ.λπ. διάσταση λοιπόν, υπάρχει και μια πολιτική πρόθεση της παράστασης;
Δεν είναι προφανές; Δεν είναι μια παράσταση που θέλει να συγκινήσει, αλλά να κάνει τους ανθρώπους να σκεφτούν τη θέση τους όχι μόνο απέναντι στο Μανιφέστο και τον Μαρξ, αλλά και στο τι συμβαίνει σήμερα. Κάνουμε πολιτικό θέατρο, όχι μόνο επειδή καταπιανόμαστε με το πιο πολιτικό κείμενο της σύγχρονης ιστορίας, αλλά και γιατί θέλουμε να προκαλέσουμε μια τέτοια συζήτηση.
- Θυμάμαι, από τις πρόβες, ότι στις πρώτες σκηνές ο ένας ηθοποιός λέει "Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος" και ένας άλλος τον διορθώνει, αμέσως: "Κινήματος!". Κι αυτό επαναλαμβάνεται. Κόμματος ή κινήματος, λοιπόν;
Ο πραγματικός τίτλος είναι Das Manifest der Kommunistischen Partei, To Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος. Τι σημαίνει όμως "κόμμα" το 1848; Δεν σημαίνει ασφαλώς λενινιστικό κόμμα "νέου τύπου", δεν σημαίνει κόμμα με τη σημερινή έννοια, γιατί τα κόμματα ως κοινοβουλευτικοί θεσμοί σχηματίζονται στα τέλη του 19ου αιώνα. Η λέξη χρησιμοποιείται, αλλά η έννοια δεν έχει συγκροτηθεί. Ούτε η Α' Διεθνής είναι σύνδεσμος κομμάτων· συμμετέχουν σωματειακές οργανώσεις, συνδικάτα, άνθρωποι αυτόνομοι. Ο Μαρξ εννοεί ότι το προλεταριάτο, που εκείνη τη στιγμή είναι διασπαρμένο και διασπασμένο, πρέπει να συγκροτηθεί σε τάξη, άρα να αποκτήσει και μια μορφή που θα του επιτρέψει να έχει πολιτική παρέμβαση: αυτό θα πει κόμμα, όχι κόμμα με γραφεία, γραμματέα και ιεραρχία. Θεωρώ λοιπόν ότι είναι εξαιρετικά παραπλανητικό σήμερα να πεις Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος. Άλλωστε ο Μαρξ και ο Ένγκελς σε όλη τους τη ζωή ταλαντεύτηκαν ανάμεσα στην έννοια του εφήμερου κόμματος (της συγκεκριμένης οργάνωσης δηλαδή) και του ιστορικού κόμματος (του κινήματος μέσα στην ιστορική προοπτική). Και δεν δίστασαν ποτέ να θυσιάσουν το εφήμερο χάριν του ιστορικού - εξ ου και διέλυσαν χωρίς τύψεις ένα σωρό κόμματα, ακόμα και την Α' Διεθνή.
Στον τίτλο λοιπόν επιλέγω: το Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κινήματος. Και μέσα στην παράσταση κρατάμε αυτό παιχνίδι "κόμμα/κίνημα". Γιατί τελικά, όποια κι αν είναι η σωστή μετάφραση, υπάρχει αυτή η ιστορία των 160 χρόνων, που δεν μπορείς να διαγράψεις. Άρα, το μόνο που μπορείς να κάνεις είναι να αποδεχτείς αυτή την πραγματικότητα και -όσο ελαφριά κι αν ακούγεται η λέξη- να παίξεις μαζί της· να παίξεις με τα πράγματα όχι αθώα, αλλά ενσυνείδητα. Για να το πω πιο φροϋδικά, να μετατρέψεις την ενοχή σε υπευθυνότητα.
- Δώσε μας, σε παρακαλώ, μια εικόνα της παράστασης, πιο συγκεκριμένα.
Τα παιδιά δούλεψαν σκληρά μήνες, με μια αυτοθυσία... κομμουνιστική. Η ιδέα της παράστασης ήταν, πρώτον, να μεταχειριστούμε τους τρόπους του θεάτρου και δεύτερον, ότι οι άνθρωποι που βρίσκονται επί σκηνής δεν παίζουν τους κομμουνιστές ή τους προλετάριους. Είναι ηθοποιοί που αρθρώνουν τον λόγο του Μανιφέστου, χρησιμοποιώντας κόλπα και τρόπους και εφέ του θεάτρου.
Με μία φράση, θα έλεγα ότι η παράσταση είναι ένα καμπαρέ, ένα σκοτεινό, πολιτικοποιημένο, ντανταϊστικό, σουρεαλιστικό καμπαρέ του Μεσοπολέμου. Το κείμενο έχει απλώς μοιραστεί σε σκηνές, και παίζεται με κάποια θεατρική συνθήκη κάθε φορά, δηλαδή με τη συνθήκη των κλόουν, τη συνθήκη του ακροβάτη, των παλαιστών του δρόμου... Υπάρχει ένας κομπέρ που κυκλοφορεί, η παράσταση έχει πάρα πολλή μουσική και τραγούδια (του Γιώργου Κομπογιάννη), πάρα πολλή κίνηση και χορογραφική δουλειά (της Πατρίσιας Λάζου), μέσα σε ένα πολύ υπαινικτικό, γεωμετρικό σκηνικό (της Κάκιας Σακελλαρίου).
- Και κάτι τελευταίο: Πρόκειται για το ακριβές κείμενο του Μανιφέστου, όχι για διασκευή, έτσι δεν είναι;
Το κείμενο δεν το πειράξαμε ούτε στο ελάχιστο. Αυτό που θα δει και θα ακούσει ο θεατής, είναι το πραγματικό κείμενο του Μανιφέστου. Η μοναδική επέμβαση ήταν το κόψιμο του τρίτου μέρους, της κριτικής στη σοσιαλιστική φιλολογία της εποχής, που δεν έχει νόημα σήμερα για τον μη ειδικό επί του θέματος θεατή. Ακόμα και τα λόγια των τραγουδιών δεν είναι διασκευές, είναι αυθεντικός μελοποιημένος Μαρξ.
Η παράσταση είναι αφιερωμένη σε τέσσερις απόντες.
Στη Λόρα Μαρξ, γιατί χάρη στην υπέροχη γαλλική της μετάφραση (η οποία κατηγορήθηκε ως ποιητική από διάφορους κομμουνιστές, που προτιμούσαν να ρίξουν τη ρετσινιά της "ποιητικότητας" στην κόρη παρά στον πατέρα), που διασώζει την μαρξιστική ουσία αδιαφορώντας για το "μαρξιστικό" ένδυμα, ανακάλυψα την ποίηση του Μανιφέστου.
Στον Νταβίντ Ριαζάνοφ, που ίδρυσε το Ινστιτούτο Μαρξ-Ένγκελς και ξεκίνησε την καταπληκτική έκδοση των Απάντων τους, που υπερασπίστηκε την αυτονομία των εργατικών συνδικάτων από το Κόμμα, και τον οποίο εκκαθάρισε ο Στάλιν το 1938, γιατί χωρίς αυτόν δεν θα είχαμε το πραγματικό κείμενο του Μανιφέστου.
Στον Κώστα Κουλουφάκο, για τον οποίο ο μαρξισμός ήταν μια διαρκής άσκηση πνευματικής και πολιτικής ελευθερίας και η ένταξή του στο κίνημα μια διαρκής αγωνία υπακοής και εξέγερσης, ελπίδας και απελπισίας.
Και, τέλος, στον Άγγελο Ελεφάντη: οι πρόβες άρχισαν μισή ώρα μετά την κηδεία του - ξέρω ότι το Μανιφέστο δεν ήταν από τα αγαπημένα του μαρξιστικά κείμενα και φανταζόμουν πως η παράσταση θα ήταν μια απολαυστική αφορμή για έναν από αυτούς τους υπέροχους ιδεολογικούς καυγάδες που ήξερε να στήνει ο Άγγελος. Δεν προλάβαμε - κι έτσι έμεινα να καυγαδίζω μόνη μου με κείνο το παλιό του άρθρο για το Μανιφέστο...
Το Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κινήματος
Θέατρο της Άνοιξης, 7 Νοεμβρίου-28 Δεκεμβρίου
Μετάφραση - δραματουργική επεξεργασία - σκηνοθεσία : Έλενα Πατρικίου. Σκηνικά - κοστούμια: Κάκια Σακελλαρίου. Μουσική: Γιώργος Κομπογιάννης. Χορογραφία: Πατρίσια Λάζου. Φωτισμοί: Θόδωρος Μαργκάς. Παίζουν: Χαρά Γαλενιανού, Ασαντούρ Γουντικιάν, Μυρτώ Καμηλάκη, Γιάννης Κουφαλέξης, Πατρίσια Λάζου, Λεωνίδας Παπαβασιλάκης, Βιβή Πηνιώτη, Τάσος Σωτηράκης
Οι παραστάσεις αρχίζουν στις 9.00, κάθε Πέμπτη, Παρασκευή, Σάββατο και Κυριακή. Θα διαρκέσουν από τις 7 Νοεμβρίου μέχρι τις 28 Δεκεμβρίου 2008. Εισιτήριο: 20 ευρώ, φοιτητικό 10 ευρώ. Θέατρο της Άνοιξης, Γερμανικού 20, Μεταξουργείο, τηλ. 210-5238870
No comments:
Post a Comment