- «Μήδεια 2», στο «Παλλάς»
Ιδιον κάθε πραγματικά προικισμένου, ανήσυχου, ανοιχτού στα νέα αισθητικά ρεύματα, επόμενα και εξελισσόμενου καλλιτέχνη είναι να μην επαναπαύεται σε παλιές «δάφνες» του. Αντίθετα να τις προσπερνά, αναζητώντας το καινούριο στην τέχνη του. Τέτοιος, μάλιστα πολύπλευρος καλλιτέχνης (εικαστικός, χορογράφος, σκηνοθέτης) είναι ο Δημήτρης Παπαϊωάννου, ο οποίος, το 1993, με τη σπουδαία χορογραφία του «Μήδεια» (με την «Ομάδα Εδάφους» και αλησμόνητους ερμηνευτές τον ίδιο και την Αγγελική Στελάτου στους πρωταγωνιστικούς ρόλους), έκανε ένα αληθινά καινοτόμο -μορφολογικά και θεματολογικά - «άλμα», αναδεικνύοντας την αρχαιότατη κοινή «ρίζα» χορού - θεάτρου, «εισηγούμενος» την έννοια «χορο-θέατρο» και μια νέα χοροθεατρική ερμηνευτική αντιμετώπιση των αρχαίων μύθων. Φέτος, καλούμενος να ξαναπαρουσιάσει την «Μήδεια», ο Δ. Παπαϊωάννου, υπερέβη το παλιό επίτευγμά του, καταθέτοντας με μια νέα εξίσου σπουδαία, άκρως «ποιητική» δημιουργία, που συμπυκνώνει τον αρχαίο μύθο και φθάνει στο τραγικό «μεδούλι» των προσώπων, ενώ, εμμέσως, αποτελεί συγκινητική τιμητική αναφορά στον δάσκαλό του Γιάννη Τσαρούχη (με το Χορό των Αργοναυτών, με κοστούμια και κινησιολογία που παραπέμπουν σε πίνακες με «Ναύτες» που ζωγράφισε ο Τσαρούχης). Μαγευτική η χοροθεατρική δημιουργία του Παπαϊωάννου παράγει τελειοθηρικής εικαστικής ωραιότητας, μεγάλης συμβολιστικής, νοηματικής και συναισθηματικής εμβέλειας, σκηνικές εικόνες, με συντελεστές τα πανώρια κοστούμια (Δ. Παπαϊωάνου - Θάνου Παπαστεργίου). Το λιτότατο σκηνικό του Νίκου Αλεξίου (τρία μακρόστενα τραπέζια και καρέκλες πολλαπλής λειτουργίας και χρήσης, ένα συρόμενο πατάρι και μια αιωρούμενη λάμπα - σύμβολο του «φωτός» και του «σκότους»). Την υποβλητικότατη μουσική (επιλογές από οκτώ όπερες του Μπελίνι). Με την «αέρινη», «ρευστή», απέριττη κινησιολογικά χορογραφία και με τη βαθύτατη εσωτερική αλήθεια που δίδαξε ο Παπαϊωάννου στους ερμηνευτές, αποσπώντας έξοχα αποτελέσματα από την Ευαγγελία Ράντου (Μήδεια) και τον ηθοποιό Αρη Σερβετάλη (Σκύλος), αλλά και από τους Γιάννη Νικολαΐδη, Κατερίνα Λιόντου, Φοίβο Παπαδόπουλο.
- «Ιστορίες από το δάσος της Βιέννης» από το Εθνικό Θέατρο
Στην οδό Πειραιώς 260 (όπου παρουσιάστηκε το καλοκαίρι, στα πλαίσια του Φεστιβάλ Αθηνών, βλέπε τη στήλη στις 9/7) επαναλαμβάνεται το - θεματολογικά και μορφολογικά - πολύ ενδιαφέρον και επίκαιρο έργο του πρόωρα χαμένου Ουγγρο-αυστριακού συγγραφέα του μεσοπολέμου Εντεν φον Χόρβατ «Ιστορίες από το δάσος της Βιέννης», σε μια υψηλής αισθητικής ποιότητας παράσταση, σε σκηνοθεσία του Γιάννη Χουβαρδά. Παράσταση αρκετά μικρότερης διάρκειας από την καλοκαιρινή, με συντομεύσεις του κειμένου και παραλείψεις κάποιων αχρείαστων για το έργο ευρημάτων. Ο αντιφασίστας Χόρβατ, με νατουραλιστική γραφή, σαρκαστικό χιούμορ και «κινηματογραφικής» ροής σκηνές - «φέτες ζωής» συνέθεσε μια αποκαλυπτική κοινωνική «τοιχογραφία», της μίζερης και ανούσιας καθημερινότητας, της εθνικιστικής βλακείας, της θρησκοληψίας, των πουριτανικών και ταυτοχρόνως ελευθεριαζόντων ηθών και συμπεριφορών των κοινωνικά «τυφλών» και ανεκτικών απέναντι στο ναζιστικό τέρας - μικροαστικών και λουμπενοποιημένων κατοίκων μιας τυπικής λαϊκής γειτονιάς στη Βιέννη του 1931, παραμονές της ανόδου του Χίτλερ στην εξουσία. Οι θεατρόφιλοι αξίζει να δουν αυτό το πρωτοπαιζόμενο στην Ελλάδα, άκρως επίκαιρο έργο, του οποίου το θέμα και η μορφή υπηρετείται όχι μόνο από τη νατουραλιστικά λεπτοδουλεμένη αλλά και σαρκαστικά σχολιαστική σκηνοθεσία, αλλά και από όλους τους συντελεστές και ερμηνευτές της παράστασης: Μετάφραση Γιώργου Δεπάστα. Σκηνικό - κοστούμια Χέρμπερτ Μουράουερ. Φωτισμοί Λευτέρη Παυλόπουλου. Μουσική επιλογή, επεξεργασία, ζωντανή εκτέλεση Νίκου Πλάτανου. Πολύ καλές οι ερμηνείες των: Αγγελικής Παπούλια, Νίκου Κουρή, Δημήτρη Ημελλου, Ακύλα Καραζήση, Θέμιδας Μπαζάκα, Ολγας Δαμάνη, Θεμιστοκλή Πάνου, Τιτίκας Σαριγκούλη, Γιώργου Γλάστρα, Σοφιάνας Θεοφάνους, Οδυσσέα Παπασπηλιόπουλου, Γιώργου Τζαβάρα.
- «Απόψε τρώμε στης Ιοκάστης», στο «Δημήτρης Χορν»
Εργο δραματουργικής ωριμότητας, αλλά και «γέννημα» σε ώρα μιας πολύ εύφορης σατιρικής διάθεσης, μιας οργιαστικά ευρηματικής μυθοπλοκής με φαρσικές καταστάσεις, «βιτριολικά» ετοιμόλογης γλώσσας (ιδιαίτερα στους διαλόγους) και μιας «διαβολικής» γελοιοποίησης χαρακτήρων, αντιλήψεων, ελευθερίων ηθών, συμπεριφορών, ενδιαφερόντων, του εγωτιμού, της ασύλληπτης αμορφωσιάς, της ξενομανίας, της τηλεοπτικής αποχαύνωσης που «ανθούν» στην «τάξη» των κάθε λογής νεόπλουτων, «μολύνοντας» και τους μετανάστες - «υπηρέτες» τους, και όλη τη σύγχρονη ελληνική κοινωνία, είναι το έργο του Ακη Δήμου «Απόψε τρώμε στης Ιοκάστης». Ο Δήμου με τους χαρακτήρες, την πλοκή, τις φαρσικές καταστάσεις και τα διαλογικά «γκανκς», που ιδιοφυώς συνέλαβε, κυριολεκτικά «κάνει με τα κρεμμυδάκια» τα «νέα τζάκια». Τη σάρα και μάρα, τα λαμόγια, τα πανούργα -ενδοελληνικά και ευρωενωσιακά - κόλπα για τον πλουτισμό, τις ελευθεριάζουσες ερωτοδουλειές, τον κακόγουστο, μιμητικό κοσμοπολιτισμό τους. Κεντρικό πρόσωπο καυστικότατης κοινωνικής σάτιρας του Δήμου είναι η Ιοκάστα. Μια λαϊκής καταγωγής, θεοπάλαβη, εντελώς αστοιχείωτη και αμόρφωτη, τηλεορασόπληκτη, τεμπέλα, ατομίστρια, μεσήλικη «χήρα» εργοστασιάρχη, που μαϊμουδίζει παριστάνοντας την «αριστοκράτισσα», τη «μορφωμένη», τη «γλωσσομαθή», αδιάφορη που ο γιος της δηλώνει ομοφυλόφιλος και ζευγαρώνει με έναν μετανάστη κι η κόρη της θέλει να γεννήσει εξώγαμο με όποιον βρει. Ολα τα «άπλυτα» των μελών της οικογένειας και των «δορυφόρων» της θα αποκαλυφθούν με ένα δείπνο «εργασίας» μεταξύ των κληρονόμων του πεθαμένου εργοστασιάρχη και του «έμπιστου» και «τίμιου» διαχειριστή -λαμόγιο του εργοστασίου και με τη «νεκρανάσταση» του (διόλου αναμάρτητου επιχειρηματικά και συζυγικά) εργοστασιάρχη. «Δαιμόνιο» το έργο, «δαιμόνια» και η σκηνοθεσία του Σταμάτη Φασουλή. Σκηνοθεσία, οργιαστικού χιούμορ, καλπάζοντος ρυθμού, ανάπτυξης στο έπακρο των φαρσικών πτυχών της δράσης και υπογράμμισης των χαρακτήρων των προσώπων. Σκόπιμα και εύστοχα, η σκηνοθεσία «παραπέμπει» στην γκροτέσκου χιούμορ μποστική δραματουργία (λ.χ. «Φαύστα»), καθώς είχε στη διάθεσή της (και την αξιοποίησε στο μέγιστο κωμικό βαθμό) την εντελώς ιδιαίτερη υποκριτική στόφα, ιδιοσυγκρασία, κωμικότητα και άρθρωση της Σοφίας Φιλιππίδου, με την καταιγιστική κωμικότητα της οποίας γελά μέχρι δακρύων ο θεατής. Μια απολαυστικά γελαστική, αλλά και δυναμικά σατιρική ερμηνεία, ίσως η καλύτερη στη μέχρι τώρα πορεία της ηθοποιού, που «κλέβει» κυριολεκτικά την παράσταση. Με πολύ χιούμορ και «ελαφράδα» ο Παύλος Ορκόπουλος μεγεθύνει τον περιορισμένο κειμενικά ρόλο του «νεκρού» εργοστασιάρχη. Καλές είναι και οι ερμηνείες των Πυγμαλίωνα Δαδακαρίδη, Νάντιας Κοντογεώργη, Γιούλικα Σκαφιδά, Μάνου Καρατζογιάννη, Αλέξανδρου Καλπάκη. Σαρκαστικό χιούμορ για τη νεοπλουτίστικη κακογουστιά «αναδύεται» από το σκηνικό της Μαργαρίτας - μια πολύ καλή και ελπιδοφόρα για το μέλλον δουλειά της νέας σκηνογράφου -, και από τα κοστούμια της Ντέννης Βαχλιώτη.
- «Ο Μεγαλέξανδρος και ο καταραμένος δράκος», στο «Βεάκη»
Το ελληνικό θέατρο σκιών, τέχνη βαθύρριζη και λαογέννητη που, με τους μύθους, τους συμβολισμούς, την αλήθεια, τη θυμοσοφία, τον υπονοηματικό σαρκαστικό, τη γραφικότητα των παγκοίνως αναγνωρίσιμων ανθρώπινων τύπων και την πηγαία κωμικότητα και αμεσότητα της γλώσσας των λαϊκών «μαστόρων» του έχει ψυχαγωγήσει, ενημερώσει, αφυπνίσει και κοινωνικοποιήσει πολλές γενιές στον 20ό αιώνα. Γι' αυτό περιφρονήθηκε, συκοφαντήθηκε και πολεμήθηκε σαν μορφή τέχνης από την αστική τάξη και καμπόσους γνωστούς «κονδυλοφόρους» της, τόσο που σήμερα αποτελεί ένα υπό εξαφάνιση θεατρικό είδος. Γι' αυτό αξίζει έπαινος σε κάθε προσπάθεια, όποιας μορφής, διάσωσής του. Καλλιτέχνης ευαίσθητος και σεβαστικός απέναντι στο λαό, στη λαϊκή παράδοση και τέχνη, ο σκηνοθέτης Δήμος Αβδελιώδης, συνέλαβε την ενδιαφέρουσα ιδέα να σκηνοθετήσει μια παράσταση (συμπαραγωγή των Δημοτικών Περιφερειακών Θεάτρων Πάρτας και Αιγαίου), όπου ηθοποιοί να ενσαρκώσουν τις «φιγούρες» - χαρακτήρες του γνωστού μύθου του θεάτρου σκιών «Ο Μεγαλέξανδρος και το καταραμένο φίδι» (ή «δράκος»). Η ιδέα υλοποιήθηκε και η ενδιαφέρουσα, εξαιρετικά καλαίσθητη εικαστικά παράσταση αξίζει υποστήριξης, καθώς είναι παράσταση αγάπης για το θέατρο σκιών και σοβαρού μόχθου όλων των καλλιτεχνικών, τεχνικών και ερμηνευτικών συντελεστών της. Μια παράσταση που θα ήταν αποτελεσματικότερη και πιο ευφρόσυνη αν - αντί της δύσληπτης (ιδιαίτερα για τα παιδιά) έντονα αλληγορικής κειμενικής διασκευής του μύθου από τον Δ. Αβδελιώδη - χρησιμοποιούνταν μια από τις εκδοχές του μύθου που έγραψαν οι παλιοί καραγκιοζοπαίχτες και αν οι ηθοποιοί φωνητικά και κινησιολογικά διδάσκονταν από κάποιον καραγκιοζοπαίχτη, ή από τις υπάρχουσες «γραμμένες» (μαγνητοφωνημένες, βιντεοσκοπημένες, τηλεοπτικές) καραγκιόζικες παραστάσεις, λ.χ. του Ευγένιου Σπαθάρη.
No comments:
Post a Comment