ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΒΙΔΑΛΗ, ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ - 06/11/2008
Ενας απρόβλεπτος πρωταγωνιστής βρίσκεται επί σκηνής στο θέατρο «Αργώ», που ξεκινάει σήμερα τις παραστάσεις του. Στο έργο του Σουηδού Περ Ολοφ Ενκβιστ «Amor omnia vincit - η αγάπη νικά τα πάντα», που αναφέρεται στη συνάντηση τριών προσωπικοτήτων της Δανίας του 19ου αιώνα, ο χορογράφος Δημήτρης Παπάζογλου κάνει το πρώτο του θεατρικό βήμα ερμηνεύοντας τον πασίγνωστο παραμυθά Χανς Κρίστιαν Αντερσεν (σημείωση: ο Αντερσεν νεαρός είχε σπουδάσει υποκριτική και χορό). Το έργο παρουσιάζεται σε σκηνοθεσία Δημήτρη Ιωάννου, που έχει κάνει και τη μετάφραση μαζί με τον Νίκο Κιούρτη. Τους άλλους ρόλους ερμηνεύουν η Αιμιλία Υψηλάντη, ο Στέλιος Γούτης και η Ζαχαρούλα Οικονόμου.
Ο Δημήτρης Παπάζογλου έχει θητεύσει ως χορευτής σε θέατρα και όπερες της Ευρώπης (στο Δημοτικό Θέατρο του Φράιμπουργκ της Γερμανίας, στην Όπερα της Βέρνης, σε Καζινό ντε Παρί, Μουλέν Ρουζ και Μπομπινό του Παρισιού) κι ασχολείται με τη χορογραφία στην Ελλάδα πάνω από 25 χρόνια (μιούζικαλ, επιθεωρήσεις, μουσικά θεάματα). Δικές του οι χορογραφίες στο σόου της Μαρινέλλας και του Πάριου, που ξεκινάει σήμερα στον «Διογένη», ενώ ετοιμάζεται χορογραφικά και για το «Κλουβί με τις τρελές», που θα παιχτεί τον καινούργιο χρόνο στο «Παλλάς» με πρωταγωνιστές τον Σταμάτη Φασουλή και τον Γιάννη Μπέζο.
Δημήτρης Παπάζογλου, Αιμιλία Υψηλάντη, Στέλιος Γούτης και Ζαχαρούλα Οικονόμου: στο Βασιλικό Θέατρο της Δανίας, τον 19ο αιώνα, μεταφέρονται οι ηθοποιοί της παράστασης του Δημήτρη Ιωάννου |
Σε γνωρίζαμε ως χορευτή και χορογράφο. Πώς έτυχε τώρα να βρεθείς ηθοποιός επί σκηνής;
«Η επιλογή του άγνωστου σε μένα σκηνοθέτη Δημήτρη Ιωάννου να πιστέψει πως κάνω για τον ρόλο του Αντερσεν, να με βάλει στη διαδικασία να εκτεθώ όχι μόνο στο κοινό αλλά και στον ίδιο μου τον εαυτό και να σχοινοβατήσω σε κάτι εντελώς διαφορετικό από αυτό που ξέρω και που είμαι γνωστός έχει μια τρομακτική αίγλη στην ψυχή και στην αδρεναλίνη μου».
Πώς θα περιέγραφες τον χαρακτήρα και τη ζωή του Αντερσεν; Νιώθεις να έχεις κάτι οικείο ή κόντρα σ' αυτόν;
«Ο Αντερσεν ήταν σάικο για την εποχή του. Νομίζω πως δύο πράγματα έχουμε κοινά: το ένα ότι είμαστε χαμηλής καταγωγής, αν και εκείνος αναρριχήθηκε στα κέντρα εξουσίας της εποχής του, σε βασιλείς, πρίγκιπες, κόμητες, πολιτικούς, μεγαλοαστούς, πράγμα που εγώ δεν έχω κάνει. Ποτέ δεν φλέρταρα με την εξουσία και τους ανθρώπους που την έχουν. Κακώς, βέβαια! Αλλά όταν ωριμάζει κανείς, σκέφτεται πιο λογιστικά! Το δεύτερο είναι πως ο Αντερσεν ποτέ του δεν πίστεψε στο έργο του, δεν πίστεψε πως τα παραμύθια είναι σοβαρή λογοτεχνία. Το ίδιο ένιωθα και νιώθω κι εγώ γι' αυτό που κάνω σε σχέση με τους μεγάλους χορογράφους όπως Μπεζάρ, Πετί, Κίλιαν, Φορσάιθ, Ρόμπινς, Μπαλανσίν, σε μια χώρα σαν τη δική μας όπου ο χορός είναι στην ιεραρχία τελευταίος και σε μια εποχή σαν τη δική μου που οι συγκυρίες ήταν δεδομένες. Αλλά δόξα τω Θεώ, επιβίωσα και υπάρχω ακόμα».
Η σχέση σου με τα παραμύθια ποια είναι; Και ειδικότερα μ' αυτά του Αντερσεν;
«Οφείλω να πω ότι παιδί διάβασα λίγα παραμύθια. Τα παραμύθια που με μάγευαν όταν ήμουν μικρός ήταν ο μαγικός κόσμος του σινεμά που με συντρόφευε στον παιδικό μου κόσμο. Αργότερα άρχισα να διαβάζω παραμύθια. Τον Αντερσεν τον ανακάλυψα έφηβος πια, τότε που είχα την ανάγκη να παίρνω διδάγματα και παράλληλα προετοίμαζα τον εαυτό μου να γίνω ένας... ονειροποιός. Διότι η χορογραφία είναι ένα όνειρο που πρέπει να το φτιάξεις για να αγγίξεις τις ευαισθησίες των ανθρώπων, για να επικοινωνήσεις μαζί τους. Από τα παραμύθια του Αντερσεν το πιο αγαπημένο μου είναι "Τα καινούργια ρούχα του βασιλιά"».
Νιώθεις τρακ ή φόβο με αυτή τη διαφορετική έκθεση του εαυτού σου, που έχει να κάνει πρωτίστως με τον λόγο;
«Φόβο όχι, ούτε τρακ θα έλεγα. Σίγουρα ευθύνη απέναντι στους ανθρώπους που με εμπιστεύτηκαν, όπως η Αιμιλία Υψηλάντη και ο Δημήτρης Ιωάννου, αλλά και σεβασμό στους ηθοποιούς του θεάτρου, Ελληνες και ξένους, ζώντες και μη ζώντες. Και πιστέψτε με, έχω δει αρκετούς μεγάλους θεατρίνους στη ζωή μου. Αυτό και μόνο με κάνει να νιώθω όπως στο πρώτο χτυποκάρδι».
Το έργο τι πραγματεύεται;
«Εχει να κάνει με τρεις προσωπικότητες του Βασιλικού Θεάτρου της Δανίας, τον 19ο αιώνα. Είναι η ηθοποιός Γιοχάνε Χάιμπεργκ, ο κριτικός και ποιητής Γιόχαν Χάιμπεργκ και ο Χανς Κρίστιαν Αντερσεν. Τους παρακολουθούμε στο ζενίθ της πορείας τους να κάνουν μια κάθαρση ψυχής».
Η κινησιολογία, ο χορός είναι η γλώσσα του σώματος; Εχει ανάλογο αντίκρισμα με τον κανονικό λόγο;
«Ο Σταμάτης Φασουλής μού λέει εδώ και χρόνια πως είμαι ένας ηθοποιός που χορεύει. Το σίγουρο είναι πως το σώμα όταν βρίσκεται σε αρμονία με τον λόγο είναι σαν τα αρχαία ελληνικά γλυπτά!»
Σε τι επίπεδο βρίσκεται σήμερα ο χορός στην Ελλάδα; Ξεχωρίζεις κάποιους δημιουργούς;
«Και βέβαια το επίπεδο έχει ανέβει. Το χοροθέατρο έχει προχωρήσει πολύ καλά και έχει δημιουργήσει και κοινό. Στον ακαδημαϊκό χορό έχουμε ένα πρόβλημα οργάνωσης και οράματος. Η Ομάδα Εδάφους έφερε ένα καινούργιο κύμα εικαστικής αισθητικής και ποιητικότητας. Από κει άρχισε μια καινούργια εποχή με πρωτομάστορα τον Δημήτρη Παπαϊωάννου». *
«Η επιλογή του άγνωστου σε μένα σκηνοθέτη Δημήτρη Ιωάννου να πιστέψει πως κάνω για τον ρόλο του Αντερσεν, να με βάλει στη διαδικασία να εκτεθώ όχι μόνο στο κοινό αλλά και στον ίδιο μου τον εαυτό και να σχοινοβατήσω σε κάτι εντελώς διαφορετικό από αυτό που ξέρω και που είμαι γνωστός έχει μια τρομακτική αίγλη στην ψυχή και στην αδρεναλίνη μου».
Πώς θα περιέγραφες τον χαρακτήρα και τη ζωή του Αντερσεν; Νιώθεις να έχεις κάτι οικείο ή κόντρα σ' αυτόν;
«Ο Αντερσεν ήταν σάικο για την εποχή του. Νομίζω πως δύο πράγματα έχουμε κοινά: το ένα ότι είμαστε χαμηλής καταγωγής, αν και εκείνος αναρριχήθηκε στα κέντρα εξουσίας της εποχής του, σε βασιλείς, πρίγκιπες, κόμητες, πολιτικούς, μεγαλοαστούς, πράγμα που εγώ δεν έχω κάνει. Ποτέ δεν φλέρταρα με την εξουσία και τους ανθρώπους που την έχουν. Κακώς, βέβαια! Αλλά όταν ωριμάζει κανείς, σκέφτεται πιο λογιστικά! Το δεύτερο είναι πως ο Αντερσεν ποτέ του δεν πίστεψε στο έργο του, δεν πίστεψε πως τα παραμύθια είναι σοβαρή λογοτεχνία. Το ίδιο ένιωθα και νιώθω κι εγώ γι' αυτό που κάνω σε σχέση με τους μεγάλους χορογράφους όπως Μπεζάρ, Πετί, Κίλιαν, Φορσάιθ, Ρόμπινς, Μπαλανσίν, σε μια χώρα σαν τη δική μας όπου ο χορός είναι στην ιεραρχία τελευταίος και σε μια εποχή σαν τη δική μου που οι συγκυρίες ήταν δεδομένες. Αλλά δόξα τω Θεώ, επιβίωσα και υπάρχω ακόμα».
Η σχέση σου με τα παραμύθια ποια είναι; Και ειδικότερα μ' αυτά του Αντερσεν;
«Οφείλω να πω ότι παιδί διάβασα λίγα παραμύθια. Τα παραμύθια που με μάγευαν όταν ήμουν μικρός ήταν ο μαγικός κόσμος του σινεμά που με συντρόφευε στον παιδικό μου κόσμο. Αργότερα άρχισα να διαβάζω παραμύθια. Τον Αντερσεν τον ανακάλυψα έφηβος πια, τότε που είχα την ανάγκη να παίρνω διδάγματα και παράλληλα προετοίμαζα τον εαυτό μου να γίνω ένας... ονειροποιός. Διότι η χορογραφία είναι ένα όνειρο που πρέπει να το φτιάξεις για να αγγίξεις τις ευαισθησίες των ανθρώπων, για να επικοινωνήσεις μαζί τους. Από τα παραμύθια του Αντερσεν το πιο αγαπημένο μου είναι "Τα καινούργια ρούχα του βασιλιά"».
Νιώθεις τρακ ή φόβο με αυτή τη διαφορετική έκθεση του εαυτού σου, που έχει να κάνει πρωτίστως με τον λόγο;
«Φόβο όχι, ούτε τρακ θα έλεγα. Σίγουρα ευθύνη απέναντι στους ανθρώπους που με εμπιστεύτηκαν, όπως η Αιμιλία Υψηλάντη και ο Δημήτρης Ιωάννου, αλλά και σεβασμό στους ηθοποιούς του θεάτρου, Ελληνες και ξένους, ζώντες και μη ζώντες. Και πιστέψτε με, έχω δει αρκετούς μεγάλους θεατρίνους στη ζωή μου. Αυτό και μόνο με κάνει να νιώθω όπως στο πρώτο χτυποκάρδι».
Το έργο τι πραγματεύεται;
«Εχει να κάνει με τρεις προσωπικότητες του Βασιλικού Θεάτρου της Δανίας, τον 19ο αιώνα. Είναι η ηθοποιός Γιοχάνε Χάιμπεργκ, ο κριτικός και ποιητής Γιόχαν Χάιμπεργκ και ο Χανς Κρίστιαν Αντερσεν. Τους παρακολουθούμε στο ζενίθ της πορείας τους να κάνουν μια κάθαρση ψυχής».
Η κινησιολογία, ο χορός είναι η γλώσσα του σώματος; Εχει ανάλογο αντίκρισμα με τον κανονικό λόγο;
«Ο Σταμάτης Φασουλής μού λέει εδώ και χρόνια πως είμαι ένας ηθοποιός που χορεύει. Το σίγουρο είναι πως το σώμα όταν βρίσκεται σε αρμονία με τον λόγο είναι σαν τα αρχαία ελληνικά γλυπτά!»
Σε τι επίπεδο βρίσκεται σήμερα ο χορός στην Ελλάδα; Ξεχωρίζεις κάποιους δημιουργούς;
«Και βέβαια το επίπεδο έχει ανέβει. Το χοροθέατρο έχει προχωρήσει πολύ καλά και έχει δημιουργήσει και κοινό. Στον ακαδημαϊκό χορό έχουμε ένα πρόβλημα οργάνωσης και οράματος. Η Ομάδα Εδάφους έφερε ένα καινούργιο κύμα εικαστικής αισθητικής και ποιητικότητας. Από κει άρχισε μια καινούργια εποχή με πρωτομάστορα τον Δημήτρη Παπαϊωάννου». *
«Το ότι θα σχοινοβατήσω σε κάτι εντελώς διαφορετικό απ' αυτό που ξέρω έχει τρομακτική αίγλη στην ψυχή και στην αδρεναλίνη μου» λέει ο Δ. Παπάζογλου |
Βλέπω «ψαγμένους» να φλερτάρουν με το εμπορικό
Κινείσαι περισσότερο σε παραστάσεις και θεάματα εμπορικού χαρακτήρα καλοφτιαγμένου. Δεν σ' ενδιαφέρει να δουλέψεις με μια ομάδα σε κάτι πιο ψαγμένο, πιο ερευνητικό;
«Η ίδια η ζωή σε οδηγεί από μόνη της. Ποτέ δεν ντρέπομαι για ό,τι έχω κάνει στα θεάματα καλοφτιαγμένου χαρακτήρα, γιατί μ' ενδιαφέρει να απευθύνομαι στο κοινό κι όχι σε ειδικούς. Παρακολουθώ όμως αρκετούς από τους "ψαγμένους"... να φλερτάρουν πολύ με το εμπορικό θέαμα. Ξέρεις, η δική μας ειδικότητα είναι μοναχική. Ο καθένας από μας έχει το δικό του κουκούλι γιατί συμβαίνει πολλές φορές, δουλειές που αρνούμαι να τις παίρνουν κάποιοι από τους "ψαγμένους"».
Οι χορογραφίες σου στον «Διογένη» για το σόου Μαρινέλλας-Πάριου αποσκοπούν σε κάτι φαντασμαγορικό; Τι ξεχωριστό έχουν οι δυό τους;
«Ούτε η Μαρινέλλα ούτε κι ο Πάριος έχουν ανάγκη φαντασμαγορικού θεάματος, μιας και οι δύο αποδεικνύουν στην εποχή μας, όπου κυριαρχεί το fake (το δήθεν), πως το αυθεντικό έχει διάρκεια και αξία, γι' αυτό το κοινό τούς το ανταποδίδει xρόνια τώρα. Ξεχωρίζουν ως ερμηνευτές γιατί έχουν μοναδικές φωνές και καταθέτουν την ψυχή τους στο κοινό».
«Η ίδια η ζωή σε οδηγεί από μόνη της. Ποτέ δεν ντρέπομαι για ό,τι έχω κάνει στα θεάματα καλοφτιαγμένου χαρακτήρα, γιατί μ' ενδιαφέρει να απευθύνομαι στο κοινό κι όχι σε ειδικούς. Παρακολουθώ όμως αρκετούς από τους "ψαγμένους"... να φλερτάρουν πολύ με το εμπορικό θέαμα. Ξέρεις, η δική μας ειδικότητα είναι μοναχική. Ο καθένας από μας έχει το δικό του κουκούλι γιατί συμβαίνει πολλές φορές, δουλειές που αρνούμαι να τις παίρνουν κάποιοι από τους "ψαγμένους"».
Οι χορογραφίες σου στον «Διογένη» για το σόου Μαρινέλλας-Πάριου αποσκοπούν σε κάτι φαντασμαγορικό; Τι ξεχωριστό έχουν οι δυό τους;
«Ούτε η Μαρινέλλα ούτε κι ο Πάριος έχουν ανάγκη φαντασμαγορικού θεάματος, μιας και οι δύο αποδεικνύουν στην εποχή μας, όπου κυριαρχεί το fake (το δήθεν), πως το αυθεντικό έχει διάρκεια και αξία, γι' αυτό το κοινό τούς το ανταποδίδει xρόνια τώρα. Ξεχωρίζουν ως ερμηνευτές γιατί έχουν μοναδικές φωνές και καταθέτουν την ψυχή τους στο κοινό».
No comments:
Post a Comment