Της Γιωτας Συκκα, Η Καθημερινή, 09/11/2008
Πολλά ελληνικά έργα, φέτος, από νέους και παλιότερους δημιουργούς βρίσκουν καλή θέση στις αθηναϊκές σκηνές. Δεν είναι μόνο οι σκηνοθέτες που αναζητούν εγχώρια παραγωγή. Οι ηθοποιοί επίσης εμφανίζονται πιο «ανοιχτοί» σε σχέση με άλλα χρόνια, όπως και οι καλλιτεχνικοί διευθυντές των επιχορηγούμενων σκηνών. Oμως και τα δείγματα πια είναι καλύτερα. Ο καινούργιος κύκλος της παραγωγής ελληνικών θεατρικών έργων που άνοιξε από τα τέλη της δεκαετίας του ’90 έχει καλό δυναμικό και υλικό. Ξέφυγε από τον συντηρητισμό και τις αγκυλώσεις παλιότερων δεκαετιών και ξανοίχτηκε στα προβλήματα της καθημερινότητας. Aλλοι πάλι, κόλλησαν στην τηλεοπτική δομή, με ήρωες καρικατούρες και σε ό,τι κυριαρχεί στην τηλεοπτική λογική. Η τελική επιλογή, βέβαια, ανήκει στο κοινό. Και έχει μεγάλη σημασία πως, φέτος, υπάρχουν ελληνικά έργα για όλα τα γούστα.
Πριν από λίγες ημέρες, στη νέα Σκηνή του «Απλού Θεάτρου» ανέβηκε το καινούργιο έργο του Δημήτρη Γκενεράλη «Βερολίνο 1989. Ιστορίες μιας πόλης», και στην Κέρκυρα έκανε πρεμιέρα το «Σεμινάριο βλακείας» του Σάκη Σερέφα. Στο «Χορν», το τελευταίο έργο του Aκη Δήμου «Απόψε τρώμε στης Ιοκάστης» ξεσηκώνει τους θεατές με τη Σοφία Φιλιππίδου, ενώ για το «Εχθροί εξ αίματος» του Αρκά στο Θέατρο του Νέου Κόσμου, πρέπει να μπεις σε λίστα αναμονής. Το δίδυμο Pέππας - Παπαθανασίου ετοίμασαν στο «Λαμπέτη» το «Συμπέθεροι από τα Τίρανα», ο Αντώνης Νικολής έδωσε το καινούργιο του έργο με τίτλο «Λισσαβώνα» στη «Στοά», ο Γιάννης Μαυριτσάκης καταπιάνεται με μια αληθινή ιστορία στο Εθνικό Θέατρο, το «Βόλφγκανγκ» το οποίο σκηνοθετεί η Κατερίνα Ευαγγελάτου, ο Ακύλας Καραζήσης ετοιμάζει στην πρώτη κρατική σκηνή το δικό του έργο «Ο χορός της μοναχικής καρδιάς» και η Λένα Κιτσοπούλου, μετά την περυσινή επιτυχία της («Το πράσινο μου φουστανάκι»), δημιουργεί νέες προσδοκίες με τη «Μ.Α.Ι.Ρ.Ο.Υ.Λ.Α».
Δημήτρης Γκενεράλης
Ιστορίες από το Βερολίνο
Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1976, τελείωσε τη Νομική και πήγε για μεταπτυχιακό και διδακτορικό στο Βερολίνο. Ξεκίνησε με μια υποτροφία που δεν ήθελε κανείς. Η Γερμανία προσφερόταν για νομικές σπουδές σε άλλες πόλεις κι εκείνος προτίμησε το Βερολίνο. Ακόμη θυμάται πόση εντύπωση έκανε αυτή η επιλογή του στον επόπτη καθηγητή. Οι εμπειρίες εκείνων των χρόνων ήταν η βασική μαγιά για το πρώτο βιβλίο του «Βερολίνο 1989» που, θεατρικό πια, σκηνοθετημένο από τον φίλο και συμμαθητή του από το Λύκειο Αρη Τρουπάκη, παίζεται στο «Απλό Θέατρο». Εγραψε όμως και το βιβλίο «Ο απρόσμενος θάνατος ενός ψυχαναλυτή» και το θεατρικό έργο «Τρίχα στη σούπα».
Ανατολικογερμανοί, όλοι της δικής του γενιάς έζησαν σε μια παλιά εργατική συνοικία του Βερολίνου. «Μέσα από την παρέα μαζί τους (επτά χρόνια έζησα και δούλεψα εκεί) έμαθα τις καλύτερες ιστορίες παλαιότερων εποχών. Αρχισε να με ενδιαφέρει η ζωή τους και όσα πέρασαν ειδικά μετά την πτώση του Τείχους. Ηταν μια γενιά που μεγάλωσε και εκπαιδεύτηκε μέσα σε ένα σύστημα σοσιαλιστικό και εξοπλίστηκε με εφόδια για να αντιμετωπίσει έναν κόσμο ο οποίος κατέρρευσε. Αν και η τελευταία γενιά της ανατολικής Γερμανίας που ήξερε ότι έξω από τα τείχη ο κόσμος ήταν διαφορετικός, έμεινε μετέωρη».
Τι του έκανε εντύπωση από τα χρόνια του Βερολίνου; «Οτι άνθρωποι που πρωτοστάτησαν στα επαναστατικά και αντικαθεστωτικά κινήματα της εποχής είχαν περιέλθει σε μια κατάσταση απόλυτης απραξίας μετά την πτώση του Τείχους. Ηταν σκιές του εαυτού τους. Ενός εαυτού που δεν είχα ζήσει αλλά είχα γνωρίσει μέσα από διηγήσεις. Πολλοί απ’ αυτούς δυστυχώς δεν μπόρεσαν να ορθοποδήσουν. Κάποιοι αυτοκτόνησαν, άλλοι κυκλοφορούσαν και συνεχίζουν να κυκλοφορούν μισότρελοι, άλλοι μετακόμισαν πιο ανατολικά και μιμούνται έναν τρόπο ζωής που μιμείται εκείνην του σοσιαλιστικού καθεστώτος. Υπάρχουν τέτοια προάστια που βέβαια έχουν και μεγάλα ποσοστά νεοναζισμού πλέον. Από την άλλη πλευρά υπάρχουν και εκείνοι που ορθοπόδησαν και άρπαξαν αμέσως την ευκαιρία. Εμπορεύτηκαν την ιστορία τους».
Η «Τρίχα στη σούπα» είναι το δεύτερο θεατρικό έργο του. «Με ενδιαφέρει ο χώρος του θεάτρου, περισσότερο όμως η λογοτεχνία. Για το θέατρο ευθύνεται κυρίως ο Αρης Τρουπάκης». Ωστόσο, η κύρια δουλειά του είναι η δικηγορία. Πώς τα συνδυάζει; «Προσπαθώ να μην πατάω με το ένα πόδι εδώ και το άλλο εκεί. Προϋποθέτει πολλές θυσίες από άποψη χρόνου και κούρασης. Είναι μεγάλη όμως η ανταμοιβή και η ικανοποίηση από το πνευματικό δημιούργημα, όταν βγαίνει όπως το θέλεις».
Στο μεταξύ, ο Δημήτρης Γκενεράλης ετοιμάζεται για το επόμενο βήμα. Τη διασκευή του «Κατάδικου» του Κωνσταντίνου Θεοτόκη που θα παρουσιαστεί στο θέατρο του Νέου Κόσμου, αλλά και τη συγγραφή ενός μυθιστορήματος.
Aντώνης Νικολής
Η επαρχία προσδιορίζεται πολιτιστικά
«Η «Λισσαβώνα» είναι ένας σκληρός κλαυσίγελος. Oσα λένε δυο άνθρωποι φωνάζοντας ο ένας στον άλλον, σαν να προσπαθούν να σκεπάσουν με τις φωνές τους πράγματα που τους πονάνε πολύ. Ουσιαστικά είναι το άγχος απέναντι στην απώλεια. Είναι η απώλεια ενός ζευγαριού που έχει θάψει το παιδί του», λέει ο Αντώνης Νικολής από τη Κω όπου ζει και εργάζεται μόνιμα. «Είναι ενδιαφέρον ότι οι άνθρωποι αυτοί έχουν αναπτύξει άμυνες να αντιστέκονται στο βαρύ πένθος. Μπορεί να τους ακούσουμε και να σπαρταρίσουμε από το γέλιο. Είναι η πραγματικότητα της ζωής. Η Λισσαβώνα γι’ αυτούς είναι ο άλλος τόπος. Oπως ο χριστιανός νιώθει ότι είναι τα Ιεροσόλυμα. Ο τόπος όπου αφυπνίζεται ό,τι αυθεντικότερο υπάρχει μέσα του».
Οταν τελείωσε το έργο, ήξερε ότι η άριστη διανομή του είναι ο Θανάσης Παπαγεωργίου και η Λήδα Πρωτοψάλτη. «Είναι το πιο ελληνικό μου έργο που οι χαρακτήρες του γράφτηκαν εκτός Ελλάδας. Hταν το καλοκαίρι του 2006 στη Λισσαβώνα που αισθανόμουν ότι τους κουβαλάω μαζί μου, όπως έλεγα σ’ ένα φίλο μου». Ωστόσο, τους ήρωές του νομίζει ότι τους συνάντησε στο Λονδίνο το ’90. «Μέσα σε ένα λεωφορείο. Δυο Αλεξανδρινοί που μου είχαν μιλήσει για την μεγάλη περιπέτεια της ζωής τους σε όλο τον κόσμο».
Είναι το τρίτο θεατρικό έργο του Αντώνη Νικολή μετά το «Ο κύριος Εμμανουήλ... και ο Ροΐδης.» και «Το σπίτι φεύγει». Σήμερα, 48 χρόνων, λέει πως το θέατρο μπήκε αργά στη ζωή του και αφού δοκίμασε την Ιατρική το 1982 και ύστερα τη φιλολογία η οποία και τον κέρδισε. «Ακαταστασία», χαριτολογεί μιλώντας για εκείνες τις ανησυχίες του. «Δίδαξα ως φιλόλογος σε μια ερασιτέχνιδα ηθοποιό, τη φίλη μου τη Μαρία Παπαζαχαρίου, τη «Φαίδρα» του Ρίτσου που θα την ετοίμαζε για το ραδιόφωνο... Προέκυψε όμως μια παράσταση που είχε μεγάλη επιτυχία στο νησί. Ετσι συνειδητοποίησα ότι τελικά έχω σχέση με το θέατρο παρότι έως τότε πάλευα με την πεζογραφία. Παρεμπιπτόντως με αυτήν τα κατάφερα φέτος. Σύντομα κυκλοφορεί η νουβέλα μου «Σκοτεινό νησί». Το θέατρο ήταν αυτό που δεν σχεδίασα ποτέ να κάνω». Hταν ένας καλός μαθητής της δεκαετίας του ’60 για τον οποίο η Ιατρική ήταν κάτι αυτονόητο. Οταν πέρασε, τον αντιμετώπιζαν όλοι «σαν να είχα κερδίσει Λότο». Στα δυο χρόνια πάντως κατάλαβε πως «ήταν έξω από μένα». Την εγκατέλειψε και στράφηκε στη φιλολογία. «Στους γονείς μου η ψυχρολουσία τους βρήκε στη θάλασσα. Το διάβασαν σε μια εφημερίδα κάποιοι και τους το είπαν. Ο γιος σας πέρασε πρώτος στη φιλολογία». Εκείνοι απάντησαν «όχι ο γιος μας σπουδάζει γιατρός».
Για πολλά χρόνια είχε φροντιστήριο στην Κω. Τα τελευταία χρόνια ασχολείται μόνο με τη συγγραφή. «Ζω με μικρά εισοδήματα που έχω διασφαλίσει και προσπαθώ να κερδίσω τη ζωή μου και ως συγγραφέας. Γιατί και τη «Λισσαβώνα» και το «Σκοτεινό νησί» (Εμπειρία Εκδοτική) που θεωρώ ότι είναι τα καλύτερα που έχω κάνει μέχρι σήμερα, δεν θα τα έκανα αν ήταν πάρεργο». Και όσοι τον ρωτούν για την επαρχία έχει έτοιμη την απάντηση: «Η επαρχία σήμερα δεν προσδιορίζεται τοπικά αλλά πολιτιστικά».
Aκύλας Καραζήσης
Η σωματικότητα της γραφής
Ο Ακύλας Καραζήσης γράφει εδώ και πολλά χρόνια. Κυρίως ποιήματα και αφηγήματα. Αλλά δεν τα δημοσιεύει. Κάποια τα διαβάζει στη γυναίκα του, τη Μαρία Σκουλά. Αλλά τα κρατάει στο συρτάρι. Βέβαια, «Ο χορός της μοναχικής καρδιάς. Cannabis indicae- patria» είναι το τρίτο του θεατρικό έργο που θα δούμε. Αναφέρεται στην εμπειρία των 15 χρόνων που είχε στη Γερμανία. Τα χρόνια που σπούδαζε και εργαζόταν εκεί. Ωστόσο, ο Ακύλας Καραζήσης, για να μη δημιουργηθούν παρεξηγήσεις, διευκρινίζει πως «δεν είναι αυτοβιογραφικό» έργο. «Είναι η εμπειρία του ξένου που φεύγει από αλλού και πάει αλλού να ζήσει. Οχι με την κλασική έννοια της μετανάστευσης. Καταπιάνεται με την περίοδο της μετακίνησης. Θα μπορούσα να πω πως είναι η αόριστη λαχτάρα για τόπους μακρινούς και η πραγματοποίησή της. Το έργο είναι η διαδρομή. Από αυτήν αντλώ το υλικό μου».
Μια διαφορετική, λυρική αλλά και συγχρόνως ανατρεπτική προσέγγιση στο θέμα του ξένου, της ζωής μακριά από την πατρίδα, της αναζήτησης ταυτότητας σε ένα διαφορετικό τόπο. Ο ίδιος σκηνοθετεί αλλά και παίζει σε αυτή την παράσταση όπου η μουσική συνδέεται οργανικά με την εξέλιξη της δράσης.
Το πρώτο του θεατρικό παρουσιάστηκε πριν από λίγα χρόνια στις «Δοκιμές» του «Αμόρε». Το δεύτερο, ο «Στόλιν» που έγραψε με τον Μιχαήλ Μαρμαρινό στο «Σύγχρονο Θέατρο», θα δούμε από τον Φεβρουάριο. «Εντάξει τα θεατρικά κείμενα τα δείχνω γενικά, όμως, είμαι διστακτικός. Τα άλλα, ποιήματα και αφηγήματα θα ήθελα να έχω χρόνο να τα δουλέψω. Να τα φινίρω. Aλλωστε, είναι στο χαρτί ακόμη. Χειρόγραφα. Ετσι γράφω. Πιστεύω στη σωματικότητα της γραφής».
Γεννημένος στη Θεσσαλονίκη, ο πατέρας του ήταν ζωγράφος και η μητέρα του καθηγήτρια γερμανικών. Τελείωσε το Γερμανικό σχολείο και, όπως είναι φυσικό, με τέτοιες εμπειρίες, η Γερμανία είναι η δεύτερη πατρίδα του. Δεν ήταν τυχαίος ο τόπος των σπουδών του. Δέκα πέντε χρόνια έζησε στην Χαϊδελβέργη. Κι όταν ρωτάς τον Ακύλα Καραζήση τελικά τι προτιμά, τη συγγραφή ή την υποκριτική, είναι σαφής: «Με τη συγγραφή είχα σχέση από τα 18 μου χρόνια. Είναι μια ιδιαίτερη αγάπη. Δυστυχώς δεν έχω βρει τον τρόπο να ζω από αυτήν. Από την άλλη, η υποκριτική είναι η δουλειά μου».
No comments:
Post a Comment