ΚΡΙΤΙΚΗ
«Ο Φιλόσοφος», μονόλογος της Ρούλας Πατεράκη από το μυθιστόρημα του Γιάννη Πάνου «Ιστορία των Μεταμορφώσεων». Σε σκηνοθεσία της ίδιας, στο θέατρο Θησείον
ΛΟΥΙΖΑ ΑΡΚΟΥΜΑΝΕΑ
Καθισμένος δίπλα στον αυτοκράτορα αναλύει αρχαίους μύθους με όλη τη λαμπερή ευγλωττία του. Στον άμβωνα της Αγίας Σοφίας εκφωνεί μνημειώδεις επιτάφιους για νεκρούς πατριάρχες. Στους μισοσκότεινους διαδρόμους του παλατιού αφουγκράζεται τους ψιθύρους των αυλικών. Πάνω σε ένα άλογο δραπετεύει από την αναταραχή, ενώ οι άνθρωποι του βασιλιά σφαγιάζονται παντού γύρω του εκείνο το πρωινό του ματωμένου Απρίλη που έμεινε στην Ιστορία. Στις κορυφές του Ολύμπου εξυμνεί τον Πλωτίνο και τον Πλάτωνα μπροστά σε άκαμπτους μοναχούς. Μέσα σε απρόσιτες βιβλιοθήκες μελετά τις δυνάμεις των λίθων και των βοτάνων, τα περί μείξεως και κράσεων των εναντίων, τα περί αισθήσεως και μνήμης, τα περί αιώνος και χρόνου. Σε ένα μυστικό κελάρι αναζητεί το μυστικό της αιωνιότητας μπροστά σε πύρινους λόφους. Μια νύχτα του μεσοκαλόκαιρου συλλέγει το άνθος της φτέρης και παρασκευάζει αλοιφές από παλιές αιγυπτιακές συνταγές που θα τον οδηγήσουν, ελπίζει, στην αθανασία.
Υπηρέτησε δέκα αυτοκράτορες. Τον αποκάλεσαν αυλοκόλακα, κιβδηλοποιό και παραχαράκτη, τον κατηγόρησαν για την εξαμβλωματική πρωτοτυπία των λόγων του, εκείνος όμως δεν απώλεσε ποτέ την ακατανίκητη επιθυμία να παίξει κυρίαρχο ρόλο στα πράγματα: ο δαίμων της πολιτικής δεν τον εγκατέλειψε ποτέ.
Η ρητορική του δεινότητα αδιαμφισβήτητη: κάθε του απάντηση ένα κομψό λογύδριο κεντημένο με αβρό και εκλεπτυσμένο ύφος. Η απαράμιλλη ευγλωττία, η ικανότητα να θέτει φανταστικά ερωτήματα και να επινοεί δαιδαλώδη λεκτικά σχήματα, ήταν ικανή να ζαλίζει ακόμη και τους σφοδρότερους αντιπάλους του.
Η Ρούλα Πατεράκη ως Φιλόσοφος
Το μόνο του παράπονο δεν ήταν ότι στο τέλος της ζωής του βρέθηκε να επαιτεί μια θέση για να εξασφαλίσει τη διατροφή του γήρατός του, αλλά ότι κανένας από όσους ευεργέτησε στα χρόνια του μεγαλείου του δεν έγραψε ποτέ ένα εγκώμιο για χάρη του. Μέσα στη βαριά ατμόσφαιρα της εποχής, τα έπαιξε και τα έχασε όλα, εκτός από ένα: τον τίτλο του φιλοσόφου. Αυτόν «δεν μου τον χάρισε κανείς, δεν τον οφείλω σε κανέναν και κανείς δεν μπορεί να μου τον αφαιρέσει. Είναι η μόνη μου περιουσία, το μόνο σ' αυτό τον βίο που μπορώ να αποκαλέσω δικό μου».
Ο «Φιλόσοφος» του Γιάννη Πάνου, όπως αναδύεται μέσα από το τρίτο κεφάλαιο του μυθιστορήματός του «Ιστορία των Μεταμορφώσεων» (1998), είναι εμπνευσμένος από ένα αληθινό πρόσωπο, τον Μιχαήλ Ψελλό, βυζαντινό ουμανιστή, φιλόσοφο και ιστορικό που έζησε στην Κωνσταντινούπολη τον ενδέκατο αιώνα. Τα πραγματικά γεγονότα της ζωής του Ψελλού στέκονται απλώς η αφορμή, η πρώτη ύλη πάνω στην οποία ο συγγραφέας οικοδομεί ένα σύνθετο πορτρέτο, μια αφηγηματική πράξη φανταστικής βιογραφίας, που ξεφεύγει με χαρισματική ελευθερία από το στενό πλαίσιο του τόπου, του χρόνου και των ντοκουμέντων. Ο ήρωας του Πάνου είναι ταυτόχρονα αρχετυπικός στις αναζητήσεις του και ανθρώπινος στις απογοητεύσεις και στις φιλοδοξίες του. Μαζί του κλυδωνιζόμαστε από τα πιο υψηλά στα πιο χαμηλά: από τις εναγώνιες προσπάθειες ανύψωσης του νου στις πιο δύσβατες περιοχές της νόησης, μέχρι τις ταπεινωτικές δοκιμασίες που επιφέρει αναπόφευκτα η συνδιαλλαγή με την εξουσία και τους εκπροσώπους της, το ανελέητο κυνήγι της εύνοιας, της διάκρισης, της υστεροφημίας. Και είναι αυτή η τρομερή αντίφαση που καθιστά το πρόσωπο υπέρμετρα συγκινητικό, όταν η σφοδρή επιθυμία για την υπέρβαση των ορίων συγκρούεται με την ανάγκη για αναγνώριση από τους ανθρώπους και την Ιστορία και μέσα σε αυτή τη δίνη του πάθους και του φόβου δεν υπάρχει ποτέ γαλήνη, δεν υπάρχει ποτέ πλήρωση αλλά μονάχα κι άλλη αγωνία, κι άλλη αναρώτηση: «Σεβαστέ μου πάτερ», γράφει στην τελευταία του επιστολή προς τον αγαπημένο του δάσκαλο ο ήρωας, «πέρασε ποτέ από το νου σου πως ίσως κατά βάθος να ήμουν ένας ποιητής;». Ακόμη και μετά τον θάνατο, το ερώτημα επιστρέφει ξανά και ξανά. Σε αυτό, ο Φιλόσοφος δεν έχει απάντηση.
Σύντροφος του συγγραφέα όσο εκείνος ήταν στη ζωή, η Ρούλα Πατεράκη αποδεικνύεται ιδανική ενσάρκωση αυτού του συγκλονιστικού ήρωα. Απόλυτη κυρίαρχος του κειμένου βρίσκει τη μέθοδο μέσα στην τρέλα και μας ταξιδεύει στους δαιδάλους μιας ταραγμένης συνείδησης. Κινείται από την επιτηδευμένη θεατρικότητα στον αυτοσαρκασμό και από τις εξάρσεις της τραυματισμένης μνήμης στην αίσθηση απώλειας και παραίτησης. Είναι σαν να έχει παραδεχτεί πως όλα πια τέλειωσαν, αλλά η διαδικασία αναπόλησης του παρελθόντος γεννά ταυτόχρονα την ανάγκη αναπαράστασής του μπροστά σε κοινό: και έτσι ο Φιλόσοφος γίνεται Ηθοποιός - λίγο παλιομοδίτικος και λίγο στομφώδης, γιατί αυτό ταιριάζει στη βυζαντινοθρεμμένη ιδιοσυγκρασία του - γιατί το μόνο που του έχει απομείνει είναι να εξιστορεί και να θυμάται σε αέναους κύκλους με την ελπίδα ότι σε κάποιον από αυτούς θα βρει το ακροατήριο που λαχταρά, την παρηγοριά της στιγμιαίας δικαίωσης. Οχι ότι προσπαθεί να κερδίσει τη συμπάθειά μας: αντιθέτως, μοιάζει να μη μας δίνει σημασία. Εχει κάτι το άχρονο και το άφυλο ο φιλόσοφος της Ρούλας Πατεράκη, μια φιγούρα προμπεκετική, βαθύτατα θλιμμένη, παραδομένη στον μονόλογό της, επίμονη, σαν να μας επισκέπτεται από μια άλλη διάσταση ή σαν να βρίσκεται πάντα στο ίδιο σημείο, καθισμένη στην ίδια καρέκλα, να ξετυλίγει κάθε βράδυ την ιστορία της σε όποιον τύχει να βρεθεί απέναντί της.
Μονάχα ένα πράγμα έρχεται να ταράξει την αρμονία του αποτελέσματος κι αυτό είναι η σκηνογραφική επέμβαση του Αγγελου Μέντη. Η άμμος που πέφτει στην κλεψύδρα του χρόνου από το ταβάνι, το παλιό κιτρινισμένο βιβλίο και το κρανίο ακουμπισμένο πάνω του: πόσο φαντασιακά ευνουχισμένος μπορεί να είναι κάποιος ώστε να φορτώσει τα τρία μεγαλύτερα κλισέ-σύμβολα σε έναν μονόλογο;
Ευτυχώς ξορκίζεται εύκολα το κακό. Παρακολουθώντας την Πατεράκη επί σκηνής θυμήθηκα ότι πριν από χρόνια η ίδια είχε σκηνοθετήσει τον Ορλάντο της Βιρτζίνια Γουλφ, έναν άλλο άφυλο ήρωα που διασχίζει τους αιώνες αναζητώντας την αλήθεια της ύπαρξης. Και ήρθε φαίνεται η δική της σειρά: τώρα πια η Πατεράκη, όπως προστάζει η Ιστορία των Μεταμορφώσεων, είναι ο Ορλάντο.
No comments:
Post a Comment