Sunday, November 6, 2011

Με την «Αντιγόνη» σε άγριους δρόμους


  • Μια παράσταση δίνει ζωή σε προβληματικές ζώνες του κέντρου
  • Του Δημήτρη Ρηγόπουλου
  • Η Καθημερινή, 6/11/2011
Απομεσήμερο Σαββάτου περνάμε ένα άνοιγμα που μας βάζει μέσα στο πάρκο της Ακαδημίας Πλάτωνος. Λίγο νωρίτερα ένα - δύο αυτοκίνητα Τσιγγάνων με την πραμάτεια, τις πολύχρωμες πλαστικές καρέκλες και τα απομεινάρια από το τσιμπούσι, μου θυμίζουν παλιά μακρόσυρτα αθηναϊκά μεσημέρια. Εχει καλό καιρό ακόμα και για δευτερόλεπτα νομίζω πως είναι καλοκαίρι.

Είμαστε τυχεροί. Κάνουμε λίγα βήματα μέσα στο αρχαιολογικό άλσος και πέφτουμε πάνω σε ένα μικρό βαν που ξεφορτώνει καρέκλες. Καρέκλες κόκκινες, μαύρες, πλαστικές, σαν των Ρομά. Αυτό είναι όλο κι όλο το υποτυπώδες «σκηνικό» για την «Αντιγόνη», μια παραγωγή του Εθνικού Θεάτρου που απευθύνεται κυρίως σε εφήβους και ανεβαίνει σε αίθουσες λυκείων. Από τον Σεπτέμβριο η παράσταση που υπογράφει σκηνοθετικά ο Τάκης Τζαμαργιάς πήρε κυριολεκτικά τους δρόμους, «βγήκε» δηλαδή σε πεζόδρομους και πλατείες, στο πλαίσιο των εκδηλώσεων του υπουργείου Πολιτισμού και του Δήμου Αθηναίων για να «γεμίσουν» με ζωή «προβληματικές» ζώνες του Κέντρου.

Η Ακαδημία Πλάτωνος δεν είναι ούτε ακριβώς «κέντρο» (γεωγραφικά βρίσκεται στις παρυφές του Κέντρου) ούτε υποφέρει όπως άλλες περιοχές, στις οποίες παρουσιάστηκε τις προηγούμενες εβδομάδες η «Αντιγόνη»: στην πλατεία Θεάτρου και λίγο μετά στον πεζόδρομο της οδού Τοσίτσα. Αλλά τα τελευταία χρόνια εδώ χτυπάει η καρδιά μιας ζωντανής κοινότητας με πρωτεργάτες τα δραστήρια μέλη της Επιτροπής Κατοίκων Ακαδημίας Πλάτωνος.

Xωρίς ενημέρωση
Κάποια στιγμή βλέπω τον δημοσιογράφο του ΣΚΑΪ Βασίλη Κουφόπουλο, γείτονα και μέλος της Επιτροπής να μοιράζει νερά και γλυκίσματα στους παρευρισκομένους που έχουν πάρει ήδη τις θέσεις τους είτε στις καρέκλες είτε στους φυσικούς βράχους που υπάρχουν στο ωραίο αυτό ξέφωτο. Ο κόσμος δεν είναι καθόλου λίγος, αλλά δύο κυρίες που έχουν έρθει από μακριά εκφράζουν παράπονα. Η μία ζει στη Λωζάννη και βρίσκεται στην Αθήνα για λίγες ημέρες. «Είναι κρίμα τόσο ωραίες πρωτοβουλίες να μην επικοινωνούνται. Εμάς μας το είπε ένας φίλος. Δεν βλέπω πολύ κόσμο από τη γειτονιά». Η κυρία Αναστασία Παπαγεωργίου από την Επιτροπή συμφωνεί. «Κανείς δεν έκανε ενημέρωση, έστειλα 2.000 μέιλ την τελευταία στιγμή, αλλά υπάρχει κι ένας κόσμος που δεν χρησιμοποιεί το Διαδίκτυο».
«Δεν πρόκειται να χαθούμε!»
Ετσι πολύς κόσμος έρχεται τυχαία, αλλά αυτό είναι ένα από τα ωραία μιας υπαίθριας παράστασης. Οπως το ηλικιωμένο ζευγάρι από τη Βούλα. Τους παρατηρώ τουλάχιστον πέντε λεπτά πριν πάω να τους μιλήσω. Απολαμβάνουν μόνο και μόνο το γεγονός ότι βρίσκονται εκεί. «Δεν είχαμε ιδέα! Αποφασίσαμε σήμερα να κατεβούμε ώς εδώ γιατί δεν είχαμε δει ποτέ την Ακαδημία Πλάτωνος και ήταν ντροπή. Τι απίθανο μέρος! Καθήσαμε στο καφενείο (σ.σ αναφέρονται στο λεγόμενο “Συνεργατικό Καφενείο” δίπλα στο άλσος), δοκιμάσαμε έναν καταπληκτικό ντάκο και μια υπέροχη ρεβυθόπιτα κι εκεί μάθαμε για την παράσταση. Και ήρθαμε!». Οση ώρα μιλάμε προσπαθώ να «ρουφήξω» από τη χαρά και τη ζωή που αναβλύζουν στα μάτια τους. Κοντεύει να αρχίσει η παράσταση και πρέπει να τους αφήσω. Ο κύριος θέλει να μου πει δύο τελευταίες λέξεις. «Με τέτοια πράγματα», και μου δείχνει την πρόχειρη σκηνή και τους τέσσερις ηθοποιούς που ετοιμάζονται να πάρουν θέση, «δεν πρόκειται να χαθούμε, θα το δεις!». Του γνέφω καταφατικά, γιατί δεν μπορώ να κάνω κάτι άλλο από το να τον πιστέψω.
Η σκληρή εμπειρία της οδού Τοσίτσα
Η Ακαδημία Πλάτωνος ήταν σίγουρα μία από τις πιο «ανάλαφρες» περιπτώσεις σε αυτό το πρωτότυπο, αστικό «τουρ» της «Αντιγόνης». «Σε μια ανάσα υπήρχαν αρχαία κι αυτό τα αλλάζει όλα» μας λέει η Χριστίνα Μαξούρη, μια από τους τέσσερις ηθοποιούς της συγκεκριμένης διανομής. «Απλώθηκε μια περίεργη ησυχία και είναι παράξενο γιατί σε ανοιχτό χώρο τα εξωτερικά ερεθίσματα είναι τόσο πολλά: μηχανάκια, παιδιά που παίζουν μπάλα. Αλλά όταν ξεκινάει η παράσταση όλα σαν να παύουν, ο κόσμος δείχνει τόση αφοσίωση, είσαι σε ανοιχτό χώρο και επικρατεί ηρεμία και ησυχία κλειστού θεάτρου».
Πόσο διαφορετικά από την εμπειρία της οδού Τοσίτσα, στο ύψος του Επιγραφικού Μουσείου. «Πριν ξεκινήσουμε δεν μιλούσαμε μεταξύ μας, δεν μπορούσαμε να ανοίξουμε το στόμα μας από αυτό που βλέπαμε... Οσο κι αν γνωρίζεις τι συμβαίνει είσαι πάντα απροετοίμαστος. Αισθάνεσαι ότι δεν μπορείς να βοηθήσεις καθόλου, η αμηχανία μεγάλη. Είχε έρθει κόσμος από τη γειτονιά, αλλά και τοξικομανείς που είχαν βρει τη γωνίτσα τους».
Λίγη ζεστασιά
«Ναι, δυο - τρεις χρήστες έκατσαν κοντά μας», θυμάται ο Προκόπης Αγαθοκλέους που έπαιζε στην παράσταση. «Αλλοι σχολίαζαν μεγαλόφωνα, κάποιοι επιχείρησαν να μπουν στο σκηνικό, κάποιοι άλλοι προσπαθούσαν να τους αποτρέψουν, ίσως δικαιολογημένα. Ομως η παράσταση απευθύνεται και σε αυτούς. Το ξέρω, η “Αντιγόνη” δεν θα τους λύσει τα προβλήματα, δεν θα τους αλλάξει τη ζωή, αλλά ίσως θα τους προσφέρει λίγα λεπτά ζεστασιάς, λίγα λεπτά επικοινωνίας. Ηταν ένα παιδί, άστεγος και ναρκομανής, καθόταν ήσυχος στο πλάι της σκηνής. Στο τέλος τον ρώτησα “σου άρεσε;”. Και μου είπε «ναι», και το εννοούσε».
Για τον επίσης ηθοποιό Αλέξανδρο Μαυρόπουλο η κάθε εμπειρία έχει την αξία της. Αν έπρεπε να επιλέξει μία, θα έλεγε την Πλατεία Θεάτρου. «Με εξέπληξε ότι σε ένα τόσο αρνητικά φορτισμένο σημείο της Αθήνας, για εμένα άδικα, είδα κόσμο και μετανάστες. Είναι πολύ ευχάριστο να βλέπεις ανθρώπους που περνούν τυχαία από κάπου και να κάθονται να το παρακολουθούν μέχρι τέλους». Αντίθετα η παράσταση στον πεζόδρομο της οδού Τοσίτσα ήταν κανονική γροθιά στο στομάχι. «Γνωρίζαμε τι θα αντιμετωπίσουμε, όμως το να παίζεις μπροστά σε ανθρώπους που υποφέρουν είναι κάτι πολύ διαφορετικό. Προσωπικά, μου ήταν δύσκολο να αντεπεξέλθω. Κι αυτό γιατί καταλάβαινα ότι πολλά από τα παιδιά που έρχονταν κοντά το έκαναν μόνο για την παρέα. Εβλεπα ένα παιδί που έτρεμε, κι όμως καθόταν εκεί, δίπλα μας, δεν έφευγε...». Από το «τίποτα», μια τεράστια στιγμή.

No comments: