Sunday, November 6, 2011

«Μια εξόντωση σχεδιασμένη...»


  • Ο Λεωνίδας Προυσαλίδης επιστρέφει στη σκηνή
  • Της Γιωτας Συκκα, Η Καθημερινή, 6/11/2011
Ηταν το 2004, η χρονιά της αληθινής αισιοδοξίας και της πλασματικής προόδου, όταν τα θεατρικά νέα που έρχονταν από τη Θεσσαλονίκη ακολουθούσαν το κλίμα των ημερών. Ολοι μιλούσαν για ένα νέο ταλέντο, τον Λεωνίδα Προυσαλίδη. Καινούργιος συγγραφέας, της νέα γενιάς των δημιουργών, συστήθηκε με τις «Εφτά λογικές απαντήσεις», που ανέβηκαν στο Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδας και, δύο χρόνια αργότερα, στην Αθήνα από τον Αντώνη Αντύπα.

Σε μια ατμόσφαιρα εντελώς διαφορετική, αμήχανη από την ταχύτητα των απρόβλεπτων γεγονότων, ο 36χρονος πια συγγραφέας κάθεται τώρα απέναντί μου, ευγενής και συγκρατημένος, στο φουαγιέ του Απλού Θεάτρου στην Καλλιθέα, για να μιλήσει για το δεύτερο έργο του που ανεβαίνει στο ίδιο χώρο. Το «Βαγόνι στα νερά» μιλάει για την απώλεια, την πλάνη, το θέατρο και την πραγματικότητα: τα ναρκωτικά.
  • Μούδιασμα και σοκ
Κάπως έτσι μοιάζει και η χώρα, σαν βαγόνι στα νερά, μουδιασμένη και ξαφνιασμένη. «Ο κόσμος δεν πρόλαβε να ξεμουδιάσει απ’ όλα όσα συμβαίνουν. Πώς μπορεί να περάσει αμέσως στην αντεπίθεση όταν έχει υποστεί τέτοιο σοκ; Ούτε οι Γερμανοί θα μπορούσαν να ορθοποδήσουν αμέσως…»

Μπορεί αυτή η κατάσταση να γεννήσει νέα πράγματα; «Δεν μου αρέσει η άποψη ότι η κρίση θα γεννήσει το καινούργιο. Το λένε και για την τέχνη, η οποία βέβαια βαδίζει λίγο ανεξάρτητα. Τα γεγονότα που γέννησαν καινούργια πράγματα δεν ήταν κρίσεις, αλλά άλλου είδους καταστροφές. Βγήκαμε από έναν αιώνα καθαρά πολιτικό και τον διαδέχτηκε ο αιώνας που ζούμε, που τον αποδόμησε. Είμαστε μέρος μιας ιστορίας που γράφεται τώρα και κανείς μας δεν γνωρίζει πού θα καταλήξει. Αυτό που ζούμε μοιάζει με σχεδιασμένη εξόντωση».

Δεν θέλει, λέει, να είναι απόλυτος. «Είναι πολύ αυστηρό να λένε για τον νεοέλληνα ότι έζησε με δανεικά. Μπορεί να εξαπατήθηκε, να θέλησε να βελτιώσει τις συνθήκες της ζωής του, δεν θέλησαν όλοι να τα φάνε στα μπουζούκια». Κι αν η πολιτικοποιημένη γενιά του Πολυτεχνείου που βολεύτηκε γρήγορα στο lifestyle και στην εξουσία μάς έφτασε ώς εδώ, η δική του μάλλον δεν έχει πού να πιστέψει. «Ας υπάρξει κάτι να πιστέψουμε κι ας διαψευστεί. Δεν μπορεί να τελείωσαν όλα τη δεκαετία του ’60. Υπάρχουν φωνές μοναχικές». Το ίδιο νιώθει και για τις νέες δυνάμεις στο θέατρο. «Να συνεχίσουν να επιμένουν, είτε δικαιωθούν είτε όχι».

Στο γράψιμο δεν βιάζεται, έχει τους δικούς του ρυθμούς ο Λ. Προυσαλίδης, αλλά αυτό το έργο είχε μια ανάγκη να το τελειώσει. Οπως έχει ανάγκη να βλέπει τους χαρακτήρες του στη σκηνή. «Ακόμη κι ένα πεζό κείμενο να γράψω, πρέπει να δω τον ήρωα όταν γεννηθεί στη σκηνή, σε ένα περιβάλλον». Και ανεξάρτητα πότε τελειώνει, θέλει το κείμενο δικό του για ένα διάστημα. Κανείς δεν το διαβάζει ολόκληρο. «Αυτός ο χρόνος είναι εξίσου δημιουργικός με εκείνον της γραφής».

Αν το γράψιμο ήταν διέξοδος στην πρώιμη εφηβεία που ξεκίνησε, το σχολείο έμοιαζε «φυλακή». Η ειρωνεία ήταν ότι μετά πέρασε στο Παιδαγωγικό Τμήμα του ΑΠΘ και ύστερα τελείωσε το τμήμα Θεάτρου της Σχολής Καλών Τεχνών. Κοινωνικός αλλά κρυφά συνεσταλμένος, δεν του άρεσαν οι μεγάλες παρέες. Στο ΚΘΒΕ από την εφηβεία έβλεπε όλες τις παραστάσεις, ενώ διάβαζε με μανία θέατρο. Οχι με τον τρόπο του αναγνώστη που διαβάζει λογοτεχνία ή ποίηση, αλλά μεταφέροντάς το, με το μυαλό του, στη σκηνή.

Οι αγαπημένοι του συγγραφείς είναι ο Αλμπι, ο Μπέκετ, ο Ιψεν, ενώ όταν φτάνουμε στους Ελληνες, ξεκαθαρίζει πως: «Δίπλα στη Λούλα Αναγνωστάκη δεν βάζω κανέναν».
  • Αντ. Αντύπας: Ζούμε μια άγρια ανατροπή
Τα φώτα σβήνουν. Στη σκηνή η Εύα Κοταμανίδου, η Ολια, μια ηλικιωμένη κυρία που έχασε τον εραστή της στον εμφύλιο και νοικιάζει το αρχοντικό της σε νέους, έχει πάρει τη θέση της στην πολυθρόνα. Η Μαρίνα Ψάλτη, η Μαρία, πρώην ηθοποιός, αλκοολική, θα περάσει εκεί τη νύχτα της, καλεσμένη του νεαρού Τίμου, που παίζει ο Δημήτρης Σαμόλης, και της αγαπημένης του Τόνιας, που υποδύεται η Σωτηρία Ρουβολή. Μόνο που το ένα βράδυ γίνεται 28 ημέρες εκμυστηρεύσεων με συνδετικό κρίκο τον αδελφό του Τίμου, ο οποίος χάθηκε από ναρκωτικά.

«Οι θεατρίνες θέλουν νέους δίπλα τους», λέει η Μαρία, που τον γνώριζε καλά, στο νέο ζευγάρι που είναι μόλις λίγα μέτρα πιο κει. Απέναντι ο σκηνοθέτης της παράστασης, ο Αντ. Αντύπας, κάθεται στην άκρη της καρέκλας έτοιμος να πεταχτεί, δίνοντας με τα χέρια του τον ρυθμό κι άλλοτε ενθαρρύνοντας κι άλλοτε ζητώντας χαμηλότερους τόνους.

Τρεις διαφορετικές γενιές ηθοποιών συναντιούνται στο «Απλό», προσπαθώντας να αποκωδικοποιήσουν τα νοήματα του συγγραφέα. Δοκιμάζουν την πρώτη πράξη, ψάχνουν όλοι τους το πολυεπίπεδο έργο του 36χρονου συγγραφέα. Εκείνος στις τελευταίες θέσεις παρακολουθεί σιωπηλός του ήρωές του. «Τα στοιχεία που με γοητεύουν στα κείμενα του Λεωνίδα είναι η ποιητικότητα του λόγου του, αλλά και η διεισδυτικότητα που έχει», μας λέει σε ένα διάλειμμα ο σκηνοθέτης. «Ενάμιση μήνα κάνουμε πρόβες κι ακόμη ψάχνομαι. Στο “Βαγόνι στα νερά” περνάει όλη η ιστορία της Ελλάδας από τον Εμφύλιο έως σήμερα, με αναφορές στη χούντα αλλά και στον σημερινό άτυπο πόλεμο, τα ναρκωτικά».

Εχει άγχος ο Αντ. Αντύπας, δεν το κρύβει. «Είναι μια σεζόν καθοριστική, όχι μόνο με όσα συμβαίνουν στη χώρα, αλλά και ειδικότερα στο θέατρο με την ανήθικη στάση του υπουργείου Πολιτισμού στο θέμα των επιχορηγήσεων. Πέρυσι μας κορόιδεψαν, τώρα δεν κρατάνε ούτε τα προσχήματα. Είναι τιμιότερο να πεις δεν θα δώσω, παρά να παίζεις αυτό το ανέντιμο παιχνίδι».

Το μεγάλο ξεκαθάρισμα. Αυτό περιμένει τον χειμώνα και δεν είναι ο μόνος. «Δεν ξέρω ποιοι θα χαθούν, ίσως κι εγώ να είμαι ανάμεσα. Κανείς δεν γνωρίζει τι θα συμβεί. Είμαστε όπως και η χώρα, σαν ζαλισμένα κοτόπουλα, απ’ όσα συμβαίνουν καθημερινά. Ζούμε μια άγρια ανατροπή, που κάποιοι βιώνουν εντονότερα στη ζωή τους. Το θέατρο δεν εξαιρείται».

No comments: