- Η ΑΥΓΗ: 04/11/2011
- Της Κατερίνας Διακουμοπούλου
Ο Χρύσανθος (Μέντης) Μποσταντζόγλου (1918-1995), γνωστός με το ψευδώνυμο Μποστ, υπήρξε πολυτάλαντη καλλιτεχνική προσωπικότητα: γελοιογράφος, σκιτσογράφος, στιχουργός, θεατρικός συγγραφέας, αλλά και ζωγράφος. Γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη και πέθανε στην Αθήνα. Στο πλούσιο καλλιτεχνικό του έργο συμπεριλαμβάνονται γελοιογραφίες, χρονογραφήματα, εικονογραφήσεις, δέκα θεατρικά έργα και ζωγραφικές συνθέσεις. Το 1939 εντάχθηκε στη Σχολή Καλών Τεχνών, την οποία όμως εγκατέλειψε σύντομα, ενώ την περίοδο της Κατοχής υπήρξε μέλος του ΕΑΜ και συμμετείχε ενεργά στην Εθνική Αντίσταση. Εργάσθηκε στις εφημερίδες Αυγή, Καθημερινή, Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία, Πρωινή και στα περιοδικά Ταχυδρόμος,Ομάδα, Θεατής, Ελευθερία, κ.ά. Ως γελοιογράφος μηνύθηκε επανειλημμένως, λόγω του πολιτικού χαρακτήρα των σκίτσων του. Παράλληλα με την πολυσχιδή καλλιτεχνική του δράση, υπήρξε αρκετές φορές υποψήφιος βουλευτής της αριστεράς.
Στο ιστορικό θέατρο Στοά ανεβαίνει η αμίμητη κωμωδία του Φαύστα (1964), σε σκηνοθεσία του Θ. Παπαγεωργίου και με τη Λ. Πρωτοψάλτη στον ομώνυμο ρόλο. Σχεδόν είκοσι πέντε χρόνια πριν, τη θεατρική σεζόν 1987-88, οι ίδιοι συντελεστές -με τα σκηνικά και τα κοστούμια του Μποστ- είχαν φέρει εις πέρας επιτυχώς το ίδιο καλλιτεχνικό εγχείρημα, λαμβάνοντας μάλιστα και το βραβείο Κουν για τη μουσική του Βασίλη Δημητρίου. Φέτος, η αφορμή για την παρούσα παραγωγή είναι η ολοκλήρωση των εορτασμών για τα σαράντα χρόνια του Θεάτρου Στοά.
Ο Μποστ εμπνεύστηκε τη συγγραφή της Φαύστας από ένα σκίτσο που απεικόνιζε έναν καρχαρία να «κατασπαράζει» ένα παιδί. Το μικρό Ριτσάκι εξαφανίστηκε ενώ κολυμπούσε και είκοσι χρόνια αργότερα ο πατέρας της, μανιώδης ψαράς, την «επαναφέρει» μέσα από την κοιλιά του κήτους. Η επανασύνδεση όμως δεν διήρκεσε πολύ: Η κόρη εξολοθρεύτηκε από τις γάτες εξαιτίας της ψαρίλας... Την ίδια στιγμή μία ομοιοπαθής οικογένεια σπεύδει να ζητήσει σε γάμο το Ριτσάκι για τον «ψαρόπληκτο» γιο της και, δυστυχώς, απέρχεται άπραγη.
Η γλώσσα του Μποστ βρίθει από ηθελημένες ασυνταξίες, ανορθογραφίες και στρεβλώσεις, γεγονός που καθιστά σχεδόν αδύνατον να μεταφραστεί το έργο. Οι σκόπιμες ευρηματικές παραποιήσεις του λόγου σε αυτό το υπερρεαλιστικό έργο δεν σχετίζονται μόνο με τον ευτελισμό της ελληνικής γλώσσας αλλά, κυρίως, με την έκπτωση των ηθών. Ο Μποστ ήδη από την έναρξη της καριέρας του, όταν εμφανίστηκε ως κωμωδιογράφος, στράφηκε συνειδητά στη σάτιρα, περιφρονώντας την ευτελή φαρσοκωμωδία. Δεν είναι τυχαίο ότι η Φαύστα από τους θεατρολόγους θεωρείται ένα από τα σημαντικότερα έργα του νεοελληνικού θεάτρου -ο Κώστας Γεωργουσόπουλος περιλαμβάνει τη Φαύστα στο «Κανόνα» της νεοελληνικής δραματουργίας. Πού έγκειται ωστόσο η σπουδαιότητα; Το άκρως προσωπικό, μοναδικό, ύφος του καλλιτέχνη δεν αποτελεί μία αισθητική επιλογή αλλά συνειδητή εκτέλεση σχεδίου αφύπνισης του μικροαστού της δεκαετίας του 1960, ο οποίος έχει ανατριχιαστική ομοιότητα με τον αστό του σήμερα: προβολή του φαίνεσθαι έναντι ενός ανύπαρκτου είναι, επιφανειακή μόρφωση, εμμονή με οτιδήποτε μη ελληνικό, διεφθαρμένη πολιτική ζωή, νεοπλουτισμός κ.ά. Απ' τη σάτιρα του Μποστ δεν ξέφυγε ούτε και η αριστερά, την οποία υπηρέτησε με συνέπεια, κυρίως όμως σατίρισε ανελέητα τη βασιλεία, τα κόμματα της δεξιάς και την ανάγκη της Ελλάδας να κηδεμονεύεται από ξένες δυνάμεις. Ακόμα και αν κάποιος δεν έχει ακουστά τον Μποστ, γνωρίζει τη Μαμά Ελλάδα με τα παιδιά της, τον Πειναλέοντα και την Ανεργίτσα...
* Η Κ. Διακουμοπούλου είναι θεατρολόγος
No comments:
Post a Comment