Ελευθεροτυπία, Δευτέρα 7 Νοεμβρίου 2011
Για την κατά Πίτερ Μπρουκ μουσικοθεατρική εκδοχή του μοτσάρτειου «Μαγικού Αυλού» είχαμε ενημερωθεί προ πολλού, παρακολουθώντας ξένες και εγχώριες δημοσιεύσεις και κριτικές.
Πρόκειται για μια διεθνή συμπαραγωγή εννιά θεατρικών θεσμών από την Ευρώπη και ενός από τις ΗΠΑ, που πρωτοπαρουσιάστηκε πριν από ένα ακριβώς χρόνο στο Παρίσι, στο Theatre des Bouffes du Nord (9/11/2010). Παρακολουθήσαμε την ελληνική παρουσίαση στην αίθουσα «Αλεξάνδρα Τριάντη» του Μεγάρου Μουσικής (2/11/2011).Απομονώνοντας στεγανά οιαδήποτε στενά προσωπική αντίδραση, θα λέγαμε ότι η παράσταση αυτή μας άφησε με μια αίσθηση απορίας και αμηχανίας, που θα συγκεφαλαιώναμε απλά στο διπλό ερώτημα «Γιατί και για ποιον;». Οι αυθόρμητες απαντήσεις πηγάζουν από τα ανακλαστικά ενός φιλόμουσου, αποτελούν όψεις του αυτού νομίσματος: Κατά πρώτον, ο ειδοποιός χαρακτήρας του όλου είναι καθαρά θεατρικός, δηλαδή η «πρόσληψή» του από το θεατή καθοδηγείται πρωτίστως από θεατρικούς όρους και όχι από μουσικούς· κατά δεύτερον, αυτό που παρακολουθήσαμε ήταν μια εκδοχή της μοτσάρτειας λαϊκής όπερας απευθυνόμενη σε κοινό που δεν ενδιαφέρεται ιδιαίτερα για όπερα. Εν ολίγοις, ο Μπρουκ και οι συνεργάτες του εξόρυξαν -εδώ δεν θα πούμε αποδόμησαν- από τη σύμπραξη των Μότσαρτ και Σικανέντερ υλικό με το οποίο (ανά)συνέθεσαν ελεύθερα μια δική τους θεατρική παράσταση. Στην καθ' όλα νόμιμη αυτή διαδικασία διατήρησαν από μουσική και μύθο μόνον όσα έκριναν απαραίτητα για να αρθρωθεί η θεατρική δράση, και μάλιστα μια θεατρική δράση με διάρκεια και ιδεολογικές διαστάσεις δραστικά συρρικνωμένες ως προς το πρωτότυπο. Ενθεν και η διά του «πειραγμένου» τίτλου διαφοροποίηση: «Ενας μαγικός αυλός».
Το όλο ήταν αποτέλεσμα μιας διαδικασίας αντίστοιχης προς αυτήν της λεηλασίας αρχιτεκτονικού υλικού από αρχαίες κατασκευές για επανάχρησή του σε νέες, κάτι που γινόταν κατά κόρον στο μεσαίωνα και επανέλαβε -ως μορφολογικό παιχνίδι πλέον- ο μεταμοντερνισμός στην αρχιτεκτονική. Ο Μπρουκ κατάργησε την ορχήστρα και τη μουσική δραματουργία συρρικνώνοντας το μουσικό κείμενο σε απλές συγχορδίες και «μαρκαρίσματα», εξαφάνισε τη μουσική δομή (ορχηστρική εισαγωγή, επαναλήψεις, χορωδιακά) και έκοψε τους ρόλους της χορωδίας, των τριών κυριών και των τριών αγοριών. Αντίθετα, διατήρησε πεζούς διαλόγους, άριες και ντουέτα των πρωταγωνιστών, όμως σε δραστικά συνεπτυγμένη μορφή. Σποραδικά, πρόσθεσε δικούς του ενδιαφέροντες μουσικούς, θεατρικούς ή ψυχολογικούς επισχολιασμούς και ερμηνείες: σπαράγματα από σονάτες, ένα λιντ ως άρια της Παπαγκένας, πεζά σχόλια/υπαινιγμούς, σκηνικά γκαγκς... Η παράσταση ήταν δίγλωσση, με τους πεζούς διαλόγους στη γλώσσα του πρώτου κοινού της συγκεκριμένης παράστασης, δηλαδή γαλλικά, και το τραγουδιστικό στο πρωτότυπο, δηλαδή γερμανικά· μια επιλογή που υποτίθεται αναφερόταν στο μοτσάρτειο «λαϊκό» πρωτότυπο, ενώ ταυτόχρονα άνοιγε διάλογο με αυτό, ωστόσο αυτομάτως έχανε κάθε νόημα ενώπιον ενός τρίτου, μη γερμανικού ή γαλλικού κοινού. Την παράσταση συνόδεψε πιάνο.
Εξοχα ρυθμισμένη, με θαυμάσιους ηθοποιούς/τραγουδιστές που ήξεραν να τραγουδούν, να μιλούν και να κινούνται, με λειτουργική, μινιμαλιστικής λιτότητας οικονομία σκηνικών μέσων -μόνον όρθια καλάμια μπαμπού και φωτισμοί!- και άριστη εσωτερική συνέπεια στους όρους που φάνηκε να θέτει εξ αρχής, η παράσταση έρρευσε αβίαστα, δίχως βάρος και αντιστάσεις, αφήνοντας αίσθηση ακραίας ελαφράδας. Αραγε είχαμε εδώ μια πρόταση νέας ανάγνωσης ή ανανοηματοδότησης; Και ως προς τι; Ας απαντήσει ο καθένας για τον εαυτό του. Στη δική μου αντίληψη, πάντως, κυριάρχησε συνεχώς η αίσθηση της έλλειψης όσων σημαντικών αφαιρέθηκαν από τον μοτσάρτειο «Αυλό» δίχως να αντισταθμιστούν από κάτι άλλο αντίστοιχου ενδιαφέροντος. Καθώς για πολλούς αυτά τα σημαντικά συνιστούν κάθε άλλο παρά «νεκρό βάρος», εύκολα θα μπορούσε να καταλογιστεί στον Μπρουκ ότι κατεδάφισε ένα «ιερό» πρωτότυπο. Από την άλλη, έστω και με ρίσκα ή αποτυχίες, η δημιουργική αναμέτρηση με το μείζον ιστορικό απόθεμα πρέπει να μένει ανοιχτή και ελεύθερη.
No comments:
Post a Comment