- Της Δάφνης Κοντοδήμα
- ΤΑ ΝΕΑ: Τρίτη 05 Ιουλίου 2011
Ενας άντρας διασχίζει με αργά βήματα έναν μακρύ
διάδρομο. Γύρω του, πολύχρωμα γκραφίτι στους τοίχους και τα τζάμια. Σαν
να ξεπηδούν από παιδικό εφιάλτη. Ενας κύριος με παπιγιόν τον ακολουθεί
γονατιστός. Οι δύο γυναίκες πίσω τους μας κοιτούν κατάματα. Καθώς
ετοιμάζονται να πάρουν το χάπι τους...
«Μου είναι αδιάφορο πόσοι θα με καταλάβουν. Αρκεί να με καταλάβουν
πραγματικά», ακούγεται ηχογραφημένο απόσπασμα από την «Αυτοβιογραφία»
του αυστριακού συγγραφέα Τόμας Μπέρνχαρντ. Το κοινό, παγωμένο. Ούτε
ανάσα δεν ακούγεται στον αύλειο χώρο, ανάμεσα σε τρία κτίρια της
Ανωτάτης Σχολής Καλών Τεχνών στην Πειραιώς. Μια παράσταση με δυνατές
εικόνες που δημιούργησαν τα μέλη της ομάδας Mag, μετά την ανάγνωση του
δύσκολου και εμμονικού αυτού κειμένου. Ο λόγος περιορίζεται σε
αποσπασματικές φράσεις ή λέξεις.
Με κραυγές και κλάματα, σπασμούς και έντονες κινήσεις φανερώνουν
απόγνωση, αγανάκτηση αλλά και θυμό για το πώς ζουν οι άνθρωποι. Για την
«αρρωστημένη» κοινωνία...
Με τις φωνές τους εκτονώνεται και ο θεατής. Αν νιώθει κι εκείνος
οργή. Μακριά από πλατείες, σε μια αυλή, παρακολουθεί την ανθρώπινη
αγανάκτηση.
«Μέσα από την απόγνωση των ηρώων της παράστασης βλέπω τον εαυτό
μου. Θέλω κι εγώ να φωνάξω», μου είπε ο Κώστας, ένας εκ των θεατών.
Στην «Αυτοβιογραφία» του, που γράφτηκε την περίοδο 1975-1982, ο
συγγραφέας μιλά για τα παιδικά και εφηβικά του χρόνια, τα οποία πέρασε
έγκλειστος σε ιδρύματα, σε οικοτροφεία της ναζιστικής Αυστρίας και σε
νοσοκομεία εξαιτίας μιας ασθένειας στους πνεύμονες.
Γενικεύοντας τις εμπειρίες του, στην «Αυτοβιογραφία» παρομοιάζει
την κοινωνία με τεράστιο ίδρυμα, ζοφερό και απάνθρωπο, αποτελούμενο από
άτομα με ειδικές ανάγκες.
Αποφεύγοντας τη σκηνική αναπαράσταση των γεγονότων και με κύριο
άξονα τα σώματά τους, οι περφόρμερ (Μάριος Παναγιώτου, Ματίνα
Περγιουδάκη, Ελενα Πολυγένη, Σωτήρης Τσακομίδης) προβάλλουν ένα
παραμορφωμένο εσωτερικό τοπίο.
Τα ουρλιαχτά των κοριτσιών φέρνουν τον θεατή σε δύσκολη θέση.
Αναστεναγμοί ακούγονται. Οι ηρωίδες μόλις πήραν χάπια. Φαίνεται πως το
σώμα και η ψυχή τους δεν τα αντέχουν.
Το κοινό καλείται να δώσει εξηγήσεις. Να δει τον εαυτό του μέσα από τους ήρωες. Να αισθανθεί, να προβληματιστεί...
Από το σακάκι του ο ήρωας βγάζει μια μεζούρα. Πρώτα μετρά την
απόσταση από τη μία άκρη των χειλιών του στην άλλη. Επειτα το μήκος του
αυτιού και τέλος τη μέση του. Γέλια ακούγονται από το κοινό.
Αμέσως γεμίζει τα μάγουλα με βαμβάκι. Θαρρείς πως θέλει να κρατήσει ανοιχτό το στόμα του για να φαίνεται πως χαμογελά.
Μια γαλάζια ανδρική φιγούρα στα γκραφίτι μας κοιτά απειλητικά. Σαν
σε σχολικό προαύλιο, οι κοπέλες χοροπηδούν και τρέχουν ανέμελες.
Μπροστά μας εμφανίζεται ένας άγγελος με λευκά φτερά. Φαίνεται πως
δειλιάζει να πετάξει. Και ξεσπά σε κλάματα. Του βγάζουν τα ρούχα κι
εκείνος καλύπτει τη γύμνια του με τα χέρια.
«Είμαστε σε αναζήτηση του εαυτού μας. Και δεν τον βρίσκουμε…
Θέλουμε να πούμε την αλήθεια ή τη φαινομενική αλήθεια και την παίρνουμε
πίσω», ακούγεται ο λόγος του Μπέρνχαρντ.
Η κοπέλα αδειάζει παπούτσια σε μικρά και μεγάλα μεγέθη μέσα από μια βαλίτσα. Εμφανίζεται ένας άντρας με γουρουνοκεφαλή.
Μέσα σε λίγα λεπτά ο χώρος γεμίζει και με κεφάλια σφαγμένων αρνιών
και αίμα. Οι ηθοποιοί τα έβγαλαν μέσα από μαύρες σακούλες και τα
σκόρπισαν στον αύλειο χώρο. Μια εικόνα θλιβερή. Σου σφίγγει την καρδιά.
Καμία αντίδραση από το προσηλωμένο κοινό.
«Εχουμε να κάνουμε με ζώα που τα γέννησαν οι μητέρες τους»,
ακούγεται από το κείμενο του Μπέρνχαρντ. «...Ετσι που διαπαιδαγωγήθηκαν
οι καινούργιοι άνθρωποι… δυστυχισμένοι άνθρωποι».
Με οργή πετούν πέτρες στους τοίχους. Σαν να προσπαθούν να ρίξουν
την καταπίεση και κατ' επέκταση το κατεστημένο. Χτυπούν με τα χέρια τους
μια μεγάλη σιδερένια πόρτα.
Η νεαρή κοπέλα με το μαύρο φόρεμα κοιτά τους θεατές. «Ο άνθρωπος θα
εκνευριστεί, θα διαλυθεί, θα κάνει λάθη, θα δυσαρεστηθεί… Ολα αυτά
συνέχεια ώς το τέλος», λέει.
Χαμογελούν στο κοινό. Ξάφνου ξεσπούν σε κλάματα. Από το γέλιο, στη
λύπη. Ετσι είναι η ζωή. Ή μήπως πίσω από το χαμόγελο έκρυβαν τη βαθιά
θλίψη;
No comments:
Post a Comment