- Επτά, Κυριακή 3 Ιουλίου 2011
Πώς συνδυάζεται ο ποιητικός λόγος
του Σοφοκλή με δυνατούς ηλεκτρικούς ήχους; Πώς παντρεύεται η αρχαία
τραγωδία με την πιο σύγχρονη εκδοχή της ροκ; Η απάντηση θα δοθεί το
ερχόμενο Σαββατοκύριακο στο Ηρώδειο, μέσα από την τριλογία «Γυναίκες»
που παρουσιάζει ο λιβανικής καταγωγής σκηνοθέτης Ουαζντί Μουαουάντ, ένα
εξάωρης διάρκειας θέαμα βασισμένο στις «Τραχίνιες», την «Αντιγόνη» και
την «Ηλέκτρα», από τα πλέον αναμενόμενα του Ελληνικού Φεστιβάλ.
Ο 43χρονος Μουαουάντ δεν είναι άγνωστος στην Ελλάδα. Δικό του έργο ήταν «Οι διψασμένοι» που ανέβηκε μ' επιτυχία το 2009 στο Εθνικό, και πάνω στις «Πυρκαγιές» του στηρίχτηκε η καναδέζικη παραγωγή «Μέσα στις φλόγες» του Ντενί Βιλνέβ, ένα σπαρακτικό όσο και τολμηρό πολιτικά έργο, συνυποψήφιο με τον «Κυνόδοντα» για το Οσκαρ καλύτερης ξένης ταινίας φέτος, εμπνευσμένο από τον εμφύλιο πόλεμο που ρήμαξε στα χρόνια του '70 και του '80 τον Λίβανο. Οι ίδιες φλόγες, άλλωστε, ανάγκασαν την οικογένεια του Μουαουάντ να ξενιτευτεί στη Γαλλία κι έπειτα στον Καναδά, όπου ο ίδιος, αφού ολοκλήρωσε τις θεατρικές του σπουδές, ξεκίνησε μια διαρκώς ανελισσόμενη καριέρα ως επικεφαλής θιάσων, σκηνοθέτης, ηθοποιός και δραματουργός, όντας σήμερα ένα από τα πιο δυνατά ονόματα του Φεστιβάλ της Αβινιόν.
Η μύησή του στο σύμπαν του Σοφοκλή έγινε στα είκοσί του, εκτός ακαδημαϊκού πλαισίου, μέσω του «Ηλίθιου» και του «Αμλετ»: «Συζητώντας μ' έναν φίλο για το πόσο με είχαν συγκλονίσει αυτά τα διαβάσματα, τον άκουσα να μου λέει: "ξέρεις, υπάρχει κάτι κοινό ανάμεσα στους παραπάνω ήρωες και τον Οιδίποδα. Ολοι τους βασανίζονται από ένα πρόβλημα με τον πατέρα τους". Το ίδιο κιόλας βράδυ βάλθηκα να το επιβεβαιώσω. Και ξαφνικά, εκεί που ήμουν βυθισμένος στη μοναξιά μιας ξένης χώρας, σ' ένα τοπίο χιονισμένο με είκοσι βαθμούς υπό το μηδέν, ένιωσα να με τυλίγει η ζεστασιά της Μεσογείου, να επιστρέφω στην παιδική μου ηλικία, να ξαναβρίσκω τον κόσμο απ' τον οποίο προέρχομαι και στον οποίο ανήκω. Η ανθρωπιά και η ποιητική δύναμη του Σοφοκλή γέννησαν μέσα μου την επιθυμία να γράψω κι ο ίδιος».
Τι τον αγγίζει πάνω απ' όλα στον Σοφοκλή; «Κατ' αρχήν, το ότι επιμένει να επαναλαμβάνει ότι είμαστε ανήμποροι να προβλέψουμε τη μοίρα μας. Οτι μπορεί να ξυπνάμε το πρωί ευτυχισμένοι και το βράδυ να πέφτουμε στο κρεβάτι περιστοιχισμένοι από συντρίμμια. Εκεί που οι ήρωές του είναι απολύτως πεπεισμένοι ότι βαδίζουν στο σωστό δρόμο, έρχονται ξαφνικά αντιμέτωποι με τα λάθη και το αληθινό τους πρόσωπο, κι η πτώση τους είναι εκκωφαντική.
» Ενα άλλο στοιχείο που αγαπώ σ' αυτόν, είναι το πώς παρουσιάζει τις σχέσεις θεών και ανθρώπων. Για τον Αισχύλο, οι θεοί, είτε τους κατανοούμε είτε όχι, έχουν πάντα δίκιο κι οφείλουμε να τους υπακούουμε. Για τον Ευριπίδη, δεν είναι σίγουρο ότι υπάρχουν, αλλά κι αν υπάρχουν, δεν επιζητούν παρά τη δυστυχία μας. Λιγότερο αυστηρός από τον δάσκαλό του και δίχως τον κυνισμό του Ευριπίδη, ο Σοφοκλής μοιάζει να βρίσκεται διαρκώς σε μια κατάσταση αμφιβολίας - κάτι που με φέρνει ακόμα πιο κοντά του. Αλλά όπως μεταφέρει τα μηνύματα των θεών μέσα από ακατανόητα, αινιγματικά τεχνάσματα, τους εμφανίζει ακόμα πιό σκληρούς.... Σε μια εποχή, επίσης, που η δημοκρατία είχε μόλις γεννηθεί, ο Σοφοκλής δεν σταματούσε να δείχνει στους πολίτες τις δικτατορικές εκτροπές ενός πολιτεύματος που στηρίζεται στην οικογενειοκρατία. Σαν να λέει ότι η δημοκρατία μπορεί να μην είναι τέλεια αλλά δεν έχουμε βρει κάτι καλύτερο, κι όταν η πολιτική συμβαδίζει με το αίμα, οδηγεί στην καταστροφή».
Ομολογημένη φιλοδοξία του Μουαουάντ είναι να παρουσιάσει το 2015 σ' ένα μαραθώνιο θέαμα και τις επτά σωζόμενες τραγωδίες αυτού του «ιδιοφυούς» δημιουργού και μάλιστα με τη σειρά που γράφτηκαν, «ώστε να μπορεί κανείς να παρακολουθήσει όλα τα στάδια της εξέλιξής του». Για την ώρα το σχέδιό του βρίσκεται στην πρώτη φάση, τις «Γυναίκες», όπου μέσα από τα πάθη της Διηάνειρας, της Αντιγόνης και της Ηλέκτρας, επιχειρεί να εξερευνήσει «τη θέση της γυναίκας και την έννοια του θηλυκού μέσα σ' έναν κόσμο ανδρών», και το πώς οι παραπάνω ηρωίδες «αγωνίζονται ν' αυτοπροσδιοριστούν απέναντι στον έρωτα, τη δικαιοσύνη, την εκδίκηση αλλά και στο δικαίωμα του θρήνου».
Οπως μας διαβεβαιώνει, «ζήτησα από τον ποιητή Ρομπέρ Νταβρέ μια εξαιρετικά πιστή μετάφραση των τραγωδιών, σε μια γλώσσα πλούσια, βαθιά, όχι καθημερινή ούτε απλουστευμένη. Εκανα βέβαια κάποιες μικρές περικοπές αριστερά και δεξιά, αλλά δεν πρόκειται για διασκευή, όποιος ξέρει τα έργα, θα τ' αναγνωρίσει. Πράγματι, πολλοί σκηνοθέτες σήμερα μπαίνουν στον πειρασμό της γραφής. Παίρνουν κείμενα άλλων και μέσω αυτών δίνουν τα δικά τους. Εγώ, όταν έχω την επιθυμία να γράψω, γράφω. Κι όταν σκηνοθετώ το κάνω επειδή θέλω πραγματικά να συναναστραφώ έναν άλλον δημιουργό. Ποτέ δεν αναρωτιέμαι αν αυτό που ετοιμάζω θα 'ναι μοντέρνο ή παραδοσιακό».
Το ζητούμενο για τον Μουαουάντ είναι να εξασφαλίσει στον θεατή «τη μεγαλύτερη δυνατή πρόσβαση σ' αυτό που ο συγγραφέας αφηγείται». Στην «Αντιγόνη», όπως λέει, «είναι πολύ εύκολο να δείξεις την Ισμήνη σαν ένα φοβισμένο κοριτσάκι, την Αντιγόνη σαν επαναστάτρια και τον Κρέοντα σαν έναν τύραννο που θυμίζει Τσαουσέσκου. Οταν όμως διαβάσεις προσεκτικά το κείμενο, συνειδητοποιείς ότι το κάδρο δεν είναι ασπρόμαυρο, είναι γεμάτο θυελλώδεις σχέσεις και αποχρώσεις...» Από το πρώτο χορικό της «Αντιγόνης» προέκυψε και η ιδέα του να καταφύγει στη ροκ, από το κάλεσμα «ρίχτε στη λήθη τώρα τους πολέμους/ και πάμε σ' όλους τους ναούς των θεών /νυχτιάτικους να στήσουμε χορούς/ κι ας είναι ο Βάκχος αρχηγός/ ο Βάκχος που σαλεύει η Θήβα/ όταν χτυπά το πόδι σε χορό».
Οπως ομολογεί, «η εικόνα ενός πλήθους που μιλάει με μια και μόνο φωνή, θεωρώ ότι παραπέμπει σε εξαιρετικά βίαιες στιγμές του 20ού αιώνα. Ηξερα από την αρχή ότι έπρεπε να βρω άλλον τρόπο για να προσεγγίσω το χορό, χωρίς να προδώσω και την αίσθηση που είχαν οι αρχαίοι Ελληνες γιά τους υπόγειους δεσμούς ανάμεσα στη σοφία και την τρέλα. Πώς δείχνεις λοιπόν να σαλεύει η γη της Θήβας; Επιασα ν' ακούσω όλα τα είδη της ροκ. Κι ενώ οι Deep Purple ή ο Bruce Springteen μου φαίνονταν εντελώς εκτός κλίματος, οι Doors και οι Nirvana ταίριαζαν γάντι! Ο πιο κοντινός στον Κερτ Κομπέιν που είχα δίπλα μου, δεν ήταν άλλος από τον φίλο μου τον Μπερτράν Καντά. Του ζήτησα λοιπόν να γράψει τη μουσική».
Μολονότι υποψιαζόταν ότι θα υπάρξουν αντιδράσεις, ο Μουαουάντ δεν μπορούσε να φανταστεί ότι «η περιφερειακή, ούτως ή άλλως, συμμετοχή του Καντά στις "Γυναίκες", ως μέλος του χορού, θα ξεσήκωνε τόσες θύελλες». Ναι, ήταν ένοχος και καταδικάστηκε για 0το έγκλημά του» λέει. «Πόσο θεμιτό είναι να του επιβάλλουμε νέες ποινές εσαεί; Σεβόμαστε ή όχι τις αποφάσεις της Δικαιοσύνης; Κατανοώ απολύτως τον Λουί Τρεντινιάν που αντέδρασε στην παρουσία του Μπερτράν στην Αβινιόν. Οι πολιτικοί του Καναδά, όμως, και ο δήμαρχος της Βαρκελώνης που εν μέσω προεκλογικών αναμετρήσεων τον χαρακτήρισαν ανεπιθύμητο, μόνο για τις ψήφους νοιάζονται. Δεκάρα δεν δίνουν ούτε για την τέχνη, ούτε για τις τραγικές διαστάσεις αυτής της ιστορίας...».
No comments:
Post a Comment