- «Κάτω από το ηφαίστειο» του Guy Cassiers στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών του Ιδρύματος Ωνάση
- Της ΣΩΤΗΡΙΑΣ ΜΑΤΖΙΡΗ, Ελευθεροτυπία, Σάββατο 12 Μαρτίου 2011
Οι δυσκολίες θεατρικής μεταφοράς
μεγάλων έργων της λογοτεχνίας σπάνια εμπόδισαν τη φιλοδοξία σκηνοθετών
να το αποπειραθούν. Τουναντίον. Γνωστός για την αδυναμία του στη
θεατροποίηση μυθιστορημάτων, ο Φλαμανδός σκηνοθέτης Γκι Κασίερς έχει
επιχειρήσει πολλάκις την προσαρμογή στη σκηνή διάσημων λογοτεχνικών
κειμένων με τη σύμπραξη της τεχνολογίας.
Η Κατελίνε Ντάμεν και ο Γιόσε ντε Πάου
Θεατρικός οραματιστής ιδιαίτερης κοπής: οι σκηνοθεσίες του είναι
ρεμβώδεις διασταυρώσεις θεάτρου και βίντεο, αισθητικής και μαρτυρίας.
Ωστόσο, στην αθηναϊκή παρουσίασή του είδαμε ότι το ατμοσφαιρικό
«Κάτω από το ηφαίστειο» (1944) είναι ένα εντελώς διαφορετικό «θηρίο» που
δύσκολα υποτάσσεται σε εξελιγμένες τεχνολογίες και υψηλές σκηνοθετικές
επιδιώξεις. Το μυθιστόρημα του Μάλκολμ Λόουρι φέρει τα σημάδια μιας
στοιχειωμένης δεκαετούς απομόνωσης σε ψαροκαλύβα του Καναδά. Οι
βασανιστικές σκέψεις του για τον έρωτα, το θάνατο, τη μοναξιά, την
αυτοκαταστροφή μετεωρίζονται αλύτρωτα ανάμεσα σε παραισθήσεις και
μεταφυσική, εκτυφλωτική διαύγεια αυτογνωσίας και επίγνωσης του «σφυγμού
του έξω κόσμου» και τον εκρηκτικό λυρισμό ενός νου παραδομένου στην
παραληρηματική τροχιά του, ξέχειλη από μυριάδες αισθήσεις και σκέψεις.
Ολα αυτά με φόντο ένα μυστηριακό Μεξικό του 1938, με αχνούς αλλά σαφείς
απόηχους του Ισπανικού Εμφυλίου, του γερμανικού φασισμού και του
επερχόμενου μεγάλου πολέμου.
Αυτές τις ιδιότητες του «Ηφαιστείου» επιδίωξαν να αιχμαλωτίσουν ο
Κασίερς και ο διασκευαστής-πρωταγωνιστής του Γιόσε Ντε Πάου
κινηματογραφώντας και ηχογραφώντας στο Μεξικό φως, χρώματα, θορύβους και
τοπία, που μεγεθυσμένα σε πολυάριθμες οθόνες και μεγάφωνα θα αναπλάσουν
καλειδοσκοπικά τις συνθήκες των νοητικών και φυσικών περιπλανήσεων ενός
αλκοολικού Βρετανού πρόξενου και της παρέας του στη διάρκεια μιας
μοναδικής μέρας, της τελευταίας της ζωής του. Η δράση περιγράφει την
κατακόρυφη πτώση του έκπτωτου διπλωμάτη, από την επιστροφή της γυναίκας
του («γύρνα πίσω... χωρίς εσένα πεθαίνω») μέχρι την αλλόκοτη δολοφονία
του από Μεξικανούς ναζί μέσα στην εκκωφαντική φασαρία ενός
σουρεαλιστικού πανηγυριού, της «Μέρας των Νεκρών».
Κι όμως, το μεγαλείο του «Ηφαιστείου» δεν είναι ο ήρωάς του.
Είναι η γλώσσα του. Παρά την κολασμένη μοίρα του Βρετανού αριστοκράτη
που σαπίζει σε μπαρ του Μεξικού και πεθαίνει σαν σκυλί στα σκονισμένα
σοκάκια, στην ουσία ο πρόξενος είναι ένας μονομανής, μονοδιάστατος και
μάλλον βαρετός χαρακτήρας, στάσιμος σε μια κλιμακούμενη πτώση με
νομοτελειακό τέλος. Καθώς και τα υπόλοιπα πρόσωπα δεν υπερβαίνουν τη
σχηματική σκιαγράφηση, η μεταφορά στερείται βασικών θεατρικών υλικών.
Ο Λόουρι διηγείται την ανθρώπινη παρακμή με τη συνεπαρμένη,
αλαφροΐσκιωτη ματιά ενός ξένου που υπό καθεστώς μέθης βλέπει, ακούει,
μυρίζει την έσχατη ορατή και φαντασιακή λεπτομέρεια ενός εξωτικού
πολιτισμού. Μια ασύλληπτη πληθώρα εξονυχιστικών αναφορών στη φύση -ένα
κεφάλαιο per se- (με απόκοσμα ηφαίστεια, οργιώδη τροπική βλάστηση,
καταιγίδες, ηλιοβασιλέματα, γύπες, σαύρες, έως και το έσχατο έντομο),
στο περιβάλλον (δρόμοι, καντίνες, λιτανείες) και ένας πυκνός ιστός από
μνήμες, ψευδαισθήσεις και φευγαλέα αισθήματα ερωτικής αλλά κυρίως
θανατολάγνας υφής συνθέτουν την cult μαγεία ενός υλικού του οποίου η
αναπαράσταση μοιάζει με χίμαιρα. Οπως φάνηκε, ακόμη και για τον σπουδαίο
δεξιοτέχνη Γκι Κασίερς.
Στην τεράστια οθόνη της «Στέγης», οι ραγδαία εναλλασσόμενες
αποσπασματικές εικόνες φύσης και ανθρώπων αναδίδουν μια ψυχρή σύγχυση,
ενώ στην άδεια σκηνή τέσσερις ηθοποιοί υποδύονται τα κεντρικά πρόσωπα
του έργου καταθέτοντας τα βασικά. Σχεδόν ακίνητοι περιγράφουν, σε όχι
πολύ εύηχα φλαμανδικά, γεγονότα και συναισθήματα, σαν να διαβάζουν
φωναχτά το βιβλίο -κι εμείς μαζί τους, με το βλέμμα καρφωμένο στους
μακροσκελείς υπέρτιτλους που μας απορροφούν περισσότερο από τα δρώμενα.
Ο λόγος αισθαντικός, με όμορφες λυρικές αποχρώσεις ανακαλεί το
σουρεαλισμό και τον αισθησιασμό του μυθιστορήματος, σε αντίθεση με τις
στεγνές, αμήχανες έως άχαρες παρουσίες δύο κουρασμένων μεσήλικων χωρίς
αληθινή φλόγα ζωής, ερωτική γοητεία, μυστήριο. Εκείνος (Γιόσε ντε Πάου),
λευκό σμόκιν ή βερμούδα, ένας ευτραφής, βλοσυρός άνδρας με βραχνή φωνή
και ξυρισμένο κεφάλι, που βήχει, φτύνει, ξερνά, σωριάζεται και φλυαρεί
για τον εαυτό του και τον έρωτα, με την πλάτη σ' εκείνη που ποθεί, γιατί
η αυτοκαταστροφή είναι πιο γλυκιά. Εκείνη (Κατελίνε Ντάμεν),
παλιομοδίτικο κλος φουστάνι, καπέλο πάνω σε τουρμπάν, στύβει ή σταυρώνει
τα χέρια, πάντα χαμογελαστή, θυμίζει ελάχιστα τη σαγηνευτική Ιβόν που
σκανδαλίζει τουλάχιστον τέσσερις από τους πέντε άνδρες της ιστορίας.
Ούτε τα υπέροχα θριαμβευτικά φλαμένκο που «σκάνε» απρόσμενα μέσα
στη μονότονη ροή του λόγου δεν καταφέρνουν να ξυπνήσουν κάτι από την
«ύστατη πνοή σεξουαλικής ακμής» ή τα «θολά μισόφωτα που μυρίζουν δέρμα
και αλκοόλ». Παρά τον καταιγισμό από ηλεκτρονικά visuals και ηχητικούς
υπαινιγμούς, η μαγεία και το βάθος των νοητικών ταξιδιών του πρόξενου
παραμένουν απρόσιτα στο θεατρικό φλερτ του Κασίερς.*
No comments:
Post a Comment